Στο μικροσκόπιο της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας βρίσκεται ήδη η συνταγματικότητα και συμβατότητα με την ευρωπαϊκή και εθνική νομοθεσία της επιβολής capital controls, η οποία έχει δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στην οικονομική ζωή της χώρας, στον εμπορικό και επιχειρηματικό κόσμο, αλλά και στον απλό μισθωτό και συνταξιούχο.
Capital control είναι η επιβολή ενός ελάχιστου ποσού ανάληψης από τα ATM, τα τραπεζικά γκισέ, την αποστολή εμβασμάτων στο εξωτερικό κ.ο.κ. Κάτι που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία των ατελείωτων ουρών μπροστά από τα ATM και την αγανάκτηση συνταξιούχων, μισθωτών, εμπόρων κ.ά.
Το μέτρο του capital control δημιούργησε τεράστια προβλήματα στις εισαγωγές και ειδικά πρώτων υλών, αλλά και ειδών που δεν παρασκευάζονται στην Ελλάδα (χαρτί, ηλεκτρονικά είδη κ.ά.)
Το capital control επιβλήθηκε αμέσως μόλις η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποφάσισε να μην αυξήσει την έκτακτη χρηματοδότηση μέσω του ELA, κάτι που αποτελούσε έως τότε πάγια τακτική της.
Αυτό, είχε ως συνέπεια οι τράπεζες να μη διέθεταν την επαρκή ρευστότητα για να αντιμετωπίσουν τη φυγή των κεφαλαίων στο εξωτερικό και κατά συνέπεια να μην μπορούν τα πιστωτικά ιδρύματα να εξυπηρετήσουν τους καταθέτες τους.
Ετσι, μετά από αυτά η βρετανικών συμφερόντων εταιρεία παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης μεταφοράς κεφαλαίων, η οποία έχει έδρα το Λονδίνο και υποκαταστήματα σε όλο τον κόσμο (και στην Ελλάδα φυσικά), προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
Στράφηκε κατά του υπουργού Οικονομικών και της πενταμελούς επιτροπής έγκρισης τραπεζικών συναλλαγών του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.
Από τους συμβούλους Επικρατείας ζητεί να ακυρωθούν οι αποφάσεις εκείνες που ρυθμίζουν το ζήτημα των περιορισμών στην ανάληψη μετρητών και τη μεταφορά κεφαλαίων, όπως και τον καθορισμό του μηνιαίου πλαφόν στα εξερχόμενα εμβάσματα.
Εμμεσα ζητεί παράλληλα να ακυρωθούν και οι από 28.6.2015 και 18.7.2015 Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου με τις οποίες κηρύχθηκε τραπεζική αργία και επιβλήθηκε capital control.
Το υποκατάστημα της βρετανικής εταιρείας στη χώρα μας ιδρύθηκε σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία και λειτουργεί με την άδεια που έχει λάβει η μητρική εταιρεία κατά το αγγλικό δίκαιο.
Μέσα στον ελλαδικό χώρο η επίμαχη εταιρεία έχει αναπτύξει ένα ευρύ δίκτυο πρακτορείων, ενώ μόνο στην Αθήνα έχει δύο.
Υπογραμμίζει ότι από το capital control έχει υποστεί τεράστια οικονομική ζημιά, αφού δημιουργούνται προβλήματα όχι μόνο στα υποκαταστήματά της στην Ελλάδα και την Ευρώπη, αλλά και σε παγκόσμια ακτίνα. Και αυτό γιατί δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν συναλλαγές με τα υποκαταστήματα του ομίλου της στο εξωτερικό.
Κάτι που έχει ως συνέπεια -όπως σημειώνει- να τίθεται η εταιρεία εκτός της αγοράς και να αναγκάζεται να διακόψει τον κύκλο εργασιών της στην Ελλάδα.
Η επιβολή capital control, σύμφωνα με τη βρετανική εταιρεία, παραβιάζει σωρεία διατάξεων του Συντάγματος, της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΣΛΕΕ) και της ευρωπαϊκής και ελληνικής νομοθεσίας, αλλά είναι και αντίθετο με τη νομολογία του δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Κατ’ αρχάς, αναφέρει ότι παραβιάζονται οι διατάξεις εκείνες της ΣΛΕΕ που κατοχυρώνουν την ελευθερία κίνησης κεφαλαίων και δεν επιτρέπουν περιορισμούς στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στο εσωτερικό της Ε.Ε. από υπηκόους των κρατών-μελών της.
Ρητά η ΣΛΕΕ απαγορεύει οποιουσδήποτε περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων μεταξύ κρατών-μελών της Ε.Ε. και μεταξύ κρατών-μελών και τρίτων χωρών εκτός Ε.Ε.
Μάλιστα, για την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων η βρετανική εταιρεία επικαλείται αποφάσεις του δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με τις οποίες έχουν καταδικαστεί ευρωπαϊκές χώρες.
Δεν παραλείπει να αναφέρει ότι η ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων, έχει χαρακτηριστεί από τη νομολογία (παλαιότερες αποφάσεις) του δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ως «θεμελιώδης αρχή του δικαίου της Ενωσης».
Οι ελληνικοί νομικοί κανόνες που επέβαλαν το capital control εισάγουν αδικαιολόγητο περιορισμό στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών από την πλευρά της βρετανικής εταιρείας, τονίζει στην προσφυγή της που έχει καταθέσει στο ΣτΕ.
Ωστόσο, παραβιάζεται και η ευρωπαϊκή νομοθεσία και συγκεκριμένα η κοινοτική οδηγία 2007/64 που καθορίζει τους κανόνες που διέπουν την πρόσβαση στα συστήματα πληρωμών των αδειοδοτημένων παροχών υπηρεσιών πληρωμών.
Σε άλλο σημείο της προσφυγής της η εν λόγω εταιρεία υπογραμμίζει ότι σύμφωνα με τις επιταγές των άρθρων 43 και 44 του Συντάγματος capital control μπορεί να επιβληθεί μόνο με Προεδρικό Διάταγμα και όχι με υπουργικές αποφάσεις κ.λπ., όπως έγινε στην προκειμένη περίπτωση.
Αλλά ούτε το Σύνταγμα παρέχει τη δυνατότητα με υπουργική απόφαση να τροποποιείται Πράξη Νομοθετικού Περιεχόμενου, όπως έκανε ο υπουργός Οικονομικών στην περίπτωση του capital control.
Βασικές διατάξεις του συνταγματικού χάρτη μας (άρθρα 4, 5 και 106) επιτάσσουν την οικονομική και επαγγελματική ελευθερία, αλλά παράλληλα κατοχυρώνουν την ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία και την ελευθερία του ανταγωνισμού.
Περιορισμοί στις ελευθερίες αυτές μπορεί να τίθενται μόνο για λόγους δημοσίου συμφέροντος, αλλά δεν επιτρέπεται οι περιορισμοί αυτοί να καθιστούν αδύνατη την επιχειρηματική δραστηριότητα και την επιβίωση των επιχειρήσεων, ως οικονομικές μονάδες, αναφέρει η επίμαχη εταιρεία.
Και η ελληνική νομοθεσία (νόμος 3862/2010) παραβιάζεται από την εφαρμογή του capital control, επισημαίνεται στην αίτηση ακύρωσης, καθώς εισάγει αδικαιολόγητα διάκριση σε βάρος των εταιρειών παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης μεταφοράς κεφαλαίων, που λειτουργούν στη χώρα μας με άδεια κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης.