Η Handelsblatt σε ανταπόκρισή της από την Αθήνα επισημαίνει ότι “τα πιστωτικά ιδρύματα βρίσκονται αντιμέτωπα με υψηλά κόστη και αναγκάζονται να προχωρήσουν σε μαζικές μειώσεις προσωπικού”.
Στις 4.000 θέσεις εργασίας έχει τεθεί ο στόχος για τη μείωση του προσωπικού στις ελληνικές τράπεζες φέτος,
“Μετά από οκτώ χρόνια ύφεσης η ελληνική οικονομία αρχίζει και πάλι να αναπτύσσεται. Η δημοσιονομική εξυγίανση έχει επιτύχει και η χώρα έχει καταφέρει να επιστρέψει στις αγορές. Αλλά οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν να υφίστανται τις συνέπειες της κρίσης. Σχεδόν το ήμισυ των δανείων δεν εξυπηρετείται”.
“Από τα συνολικά 3.921 υποκαταστήματα που λειτουργούσαν το έτος 2009, πριν από την κρίση, έχουν απομείνει μόλις 1.902 στα τέλη του 2018.
Ο αριθμός των εργαζομένων έχει μειωθεί από 63.342 στους 39.500.
Η πορεία σταθεροποίησης θα επιταχυνθεί στα επόμενα χρόνια.
Το σύνολο ενεργητικού των τεσσάρων συστημικών τραπεζών ανήλθε το 2018 σε 225 δισ. ευρώ. Ειδικοί του τραπεζικού κλάδου εκτιμούν ότι μέχρι το 2023 θα υποχωρήσει κατά περίπου 50 δισ. λόγω της απομείωσης προβληματικών δανείων.
Οι τράπεζες θα πρέπει να προσαρμόσουν τα κόστη τους σε αυτή τη διαδικασία συρρίκνωσης.
Για να το επιτύχουν προχωρούν κυρίως σε διακανονισμούς εθελουσίας εξόδου και παροχή αποζημιώσεων που φτάνουν σε εξαψήφια ποσά και περιλαμβάνουν γενναιόδωρες συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις.
Με τέτοια προγράμματα οι τέσσερις μεγάλες τράπεζες κατάφεραν να μειώσουν 2.582 θέσεις εργασίας το 2018 και για φέτος ο στόχος ανέρχεται στις 4.000 θέσεις εργασίας. Στην αρχή τα προγράμματα αυτά είναι δαπανηρά.
Αλλά οι ειδικοί εκτιμούν ότι, καταργώντας 1.000 θέσεις εργασίας, η τράπεζα εξοικονομεί 40 εκατομμύρια ευρώ ετησίως”.