της Μαρίνας Πρωτονοταρίου
Στην πορεία της διαπραγμάτευσης αλλά και στα κυριότερα προβλήματα για την ολοκλήρωσή της αναφέρθηκε σήμερα από το βήμα του Εconomist o υπουργός Οικονομικών κ. Γ. Βαρουφάκης.
Εκτίμησε ότι από τη στιγμή που θα γίνει η συμφωνία ένας τεράστιος όγκος επενδύσεων θα έρθει στην Ελλάδα, οι οποίες σήμερα είναι έτοιμες και περιμένουν τη συμφωνία. Γιατί όταν ολοκληρωθεί αυτή η συμφωνία δεν θα είναι σαν τις άλλες θα είναι εφικτή. Επειδή θα περιλαμβάνει μέτρα μεταρρυθμίσεων και θα προσελκύσει πραγματικά επενδύσεις.
Αναφερόμενος στο θέμα της αυτονομίας της Γενικής Διεύθυνσης Εσόδων σημείωσε ότι δεν γίνεται να υπάρχει πολιτική ευθύνη χωρίς έλεγχο, διαφωνούμε σε αυτό.
Τη Γενική Διεύθυνση τη θέλουμε πλήρως αυτόνομη και ανεξάρτητη από τον υπουργό.
Επεσήμανε ότι καμία αλλαγή μέχρι το τέλος του καλοκαιριού δεν πρόκειται να γίνει στο ΦΠΑ και οι αλλαγές που θα γίνουν θα στοχεύουν στον εξορθολογισμό στην αύξηση της εισπραξιμότητάς του αλλά και στη μικρότερη υφεσιακή επίπτωση.
Ο υπουργός σημείωσε ότι «το βασικό ζητούμενο της διαπραγμάτευσης για να κλείσει η συμφωνία, είναι η νέα συμφωνία να είναι ρεαλιστική και συνεπής».
Mιλώντας για την πορεία της μαραθώνιας διαπραγμάτευσης που διαρκεί τρεις μήνες σημείωσε «ο λόγος καθυστέρησης δεν είναι η διαφωνία, συμφωνούμε στα περισσότερα.
Συμφωνούμε ότι η Ελλάδα δεν θα επιστρέψει ποτέ ξανά ελλείμματα, ότι η αγορά εργασίας είναι σε οικτρή κατάσταση, ότι το ασφαλιστικό δεν είναι βιώσιμο, ότι η κεφαλαιοποίηση των ταμείων έχει δεχθεί ένα μεγάλο πλήγμα από το PSI, ότι κυριαρχεί η μαύρη εργασία. Συμφωνούμε ότι χρειάζεται διοικητική μεταρρύθμιση ώστε το κράτος να μην είναι εχθρός, να ενισχυθεί η επιχειρηματικότητα των νέων , ότι η κρίση έχει δημιουργήσει ανισότητες, ότι υπάρχουν ολιγοπωλιακές πρακτικές.»
Επίσης τόνισε ότι «η Ελλάδα αν δεν μεταρρυθμιστεί θα βουλιάξει. Συναισθανόμαστε και απευχόμαστε την ασφυξία που δημιουργείται αυτή την περίοδο στην αγορά, όμως μετά από 5 χρόνια ενός αποτυχημένου προγράμματος δεν είναι το πιο σημαντικό η επόμενη δόση.
Οδηγηθήκαμε σε μια κατάσταση, η οποία είναι μοναδική στα παγκόσμια χρονικά. Σοβαρή καθίζηση εργασιακού κόστους χωρίς αύξηση των εξαγωγών απέδειξε ότι το υπόδειγμα της εσωτερικής υποτίμησης έχει αποτύχει γιατί δεν υπάρχει πρόσβαση στην τραπεζική πίστη. Θέλουμε μια συμφωνία που να προσφέρει πραγματική διέξοδο. Δεν θέλουμε να αυξήσουμε λίγο το ΦΠΑ και να μειώσουμε λίγο τις συντάξεις για να πάρουμε μια δόση και μετά να επιστρέψουμε στα ίδια, αυτό δεν το θέλει κανένας.»
Εξηγώντας τη μέθοδο που ακολουθείται για τη διαμόρφωση του υπάρχοντος προγράμματος, σημείωσε ότι η μέθοδος εμπεριέχει μια αντίφαση: «Η μέθοδος θέτει στόχο το 2019 το χρέος να φτάσει το 139% του ΑΕΠ και άρα για να γίνει αυτό πρέπει να έχουμε συνολικά μέχρι τότε ένα πρωτογενές πλεόνασμα με αύξηση 20% και ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ 27% . Όμως αυτοί οι δύο στόχοι δεν μπορούν να επιτευχθούν ταυτόχρονα και εμείς το επισημαίνουμε αυτό. Δεν θέλουμε να δεσμευτούμε για στόχους ανέφικτους, όπως έγινε στο παρελθόν. Για αυτό και τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις είναι στο 5% του αρχικού στόχου.»
«Θέλουμε», τόνισε, «η βάση μιας συμφωνίας λύσης να είναι ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής συνεπές και ρεαλιστικό. Το ελληνικό χρέος πρέπει να σχεδιαστεί ξανά. Θα πρέπει τον Ιούλιο να σταλούν στο απώτερο μέλλον τα 27 δισ. του χρέους στην ΕΚΤ. Με ανάμειξη του ESM ώστε να μετατεθεί στο μέλλον η αποπληρωμή τους στο ESM και έτσι να μπει και η Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Μακάρι να μην είχαμε μπει ποτέ σε αυτήν την Ευρωζώνη. Αλλά αφού μπήκαμε δεν μπορούμε να βγούμε. Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να βρει τρόπους μέσα από μια αναπτυξιακή τράπεζα να αξιοποιήσει την κρατική περιουσία και με μόχλευση να φέρει κεφάλαια στην ελληνική αγορά».