Η Καντίτσα Σάνκο τον Ιούλιο του 2008, όταν σε ηλικία 23 χρονών είχε συνοδεύσει τον Αλέξη Τσίπρα στη Γιορτή της Αποκατάστασης της Δημοκρατίας στο Προεδρικό Μέγαρο.
Σήμερα στο Λονδίνο με τον άντρα και την κόρη της.
Η Καντίτσα Σάνκο είναι η όμορφη Αφρικανή που τον Ιούλιο του 2008 είχε συνοδεύσει τον Αλέξη Τσίπρα στη γιορτή για την Αποκατάσταση της Δημοκρατίας στο Προεδρικό Μέγαρο. Ηταν τότε 23 ετών και η ζωή της συμπύκνωνε το δράμα χιλιάδων παιδιών μεταναστών που, ενώ γεννιούνται, σπουδάζουν, εργάζονται στην Ελλάδα, παραμένουν για το κράτος ξένο σώμα. Δυστυχώς, η συμβολική εκείνη κίνηση του τότε νέου προέδρου του Συνασπισμού δεν είχε αποτέλεσμα ούτε για την ίδια. Η Καντίτσα έφυγε οριστικά από την Ελλάδα το 2010. «Δεν μπορούσα άλλο την αβεβαιότητα, το τρέξιμο για χαρτιά κάθε χρόνο», λέει στην «Κ».
Πρωτοήρθε στην Ελλάδα από τη Σιέρα Λεόνε στα 11 της. Οι γονείς της βρίσκονταν ήδη 10 χρόνια στη χώρα μας. Αμέσως γράφτηκε στο διαπολιτισμικό σχολείο, το οποίο θυμάται με νοσταλγία. «Ηταν πάρα πολύ ωραία, οι δάσκαλοι εξαιρετικοί. Γενικά η πρώτη εντύπωση από τη χώρα ήταν η καλύτερη, οι άνθρωποι ευγενείς, συμπαθητικοί». Στο Λύκειο εγγράφηκε σε κανονικό σχολείο προκειμένου να δώσει πανελλήνιες – ο στόχος της ήταν η Νοσηλευτική της Αθήνας. Τελικά δεν έγραψε όσο καλά χρειαζόταν, οπότε στα 18 της γράφτηκε σε ΤΕΕ. Τότε όμως χρειάστηκε να βγάλει δική της άδεια παραμονής. «Ηταν πολύ δύσκολο. Δεν αναγνώριζαν το σχολείο, μου ζητούσαν ένσημα». Ευτυχώς κάποιος της πρόσφερε δουλειά σε ένα κομμωτήριο. «Εργαζόμουν και μου κολλούσε ένσημα ώστε να έχω τα χαρτιά μου». Αργότερα η Καντίτσα έφυγε για λίγους μήνες στην Αμερική σε ιεραποστολική αποστολή.
«Στο μεσοδιάστημα έληξε η άδειά μου οπότε για να επιστρέψω έπρεπε να πάρω βίζα από την ελληνική πρεσβεία στις ΗΠΑ. Οταν γύρισα, μου είπαν ότι θα με απελάσουν γιατί δεν έχω χαρτιά». Εντελώς τυχαία τότε ο σύνδεσμος Αφρικανών Γυναικών πρότεινε εκείνη να συνοδεύσει τον κ. Τσίπρα στο Προεδρικό Μέγαρο. «Λίγο αργότερα μου είπαν ότι θα μου βγάλουν χαρτιά, αλλά θα πρέπει να κάνω από το μηδέν όλη τη διαδικασία, ότι είχαν ακυρωθεί όλα τα χρόνια που είχα ζήσει εδώ. Στην ουσία ότι όλη η γνώση που είχα λάβει από το ελληνικό σχολείο, το απολυτήριό μου, ήταν άκυρα». Εκανε ό,τι χρειαζόταν. «Πράγματι τους έφερα ένα σωρό χαρτιά, αλλά και πάλι δεν σήμαινε κάτι ότι σπούδαζα (σ.σ.: εξαιτίας του ιεραποστολικού έργου είχε λάβει υποτροφία για σπουδές στο Ελληνοαμερικανικό Κολέγιο). Επρεπε να βρω κάποιον να υπογράψει ότι δουλεύω γι’ αυτόν. Την ίδια διαδικασία έπρεπε να κάνω κάθε χρόνο. Κάθε χρόνο που σπούδαζα ένιωθα αναγκασμένη να λέω ψέματα. Ηταν τρελό ότι έπρεπε να κάνω παράνομα πράγματα για να νομιμοποιηθώ».
Η ιστορία θα συνεχιζόταν έτσι αέναα εάν δεν γνώριζε τον σημερινό της σύζυγο, που είναι Αγγλος. «Ηρθα στο Λονδίνο και μου δώσανε αρχικά βίζα για δύο χρόνια και μετά άδεια παραμονής με αόριστη διαμονή. Αναγκάστηκα να αφήσω την υποτροφία μου στην Ελλάδα, αλλά είχα ταλαιπωρηθεί πάρα πολύ». Εκεί επιτέλους ανέπνευσε. «Είναι πολύ διαφορετικά. Εάν είσαι έντιμος άνθρωπος μπορείς να ζήσεις έντιμη ζωή. Μπορώ να φύγω από το σπίτι μου χωρίς ταυτότητα, χωρίς τον φόβο ότι θα με σταματήσουν. Είχα φίλους στην Ελλάδα που, ενώ είχαν γεννηθεί εκεί, είχαν μεγαλώσει εκεί και μιλούσαν ελληνικά χωρίς την ελάχιστη προφορά, κατέληγαν στο τμήμα σε κάθε επιχείρησησκούπα». Ο νόμος Ραγκούση για την ιθαγένεια είχε κάνει την κοινότητα να αναθαρρήσει, αλλά γρήγορα ο νόμος πάγωσε. «Νιώσαμε ότι παίζανε μαζί μας. Κι εδώ (σ.σ.: στην Αγγλία) είναι αυστηροί οι νόμοι, αλλά τουλάχιστον ισχύουν και ξέρεις ότι μπορείς να βασιστείς. Στην Ελλάδα πήγαινες στον δήμο και δεν ήξεραν τι ισχύει. Ο καθένας σου ζητούσε ό,τι χαρτί ήθελε. Τους τα πήγαινες, τα έχαναν και σε έκαναν να τα ξαναβρείς».
Η Καντίτσα τώρα παρακολουθεί από μακριά, αλλά πολύ στενά, τις εξελίξεις στη χώρα μας – εδώ άλλωστε συνεχίζουν να ζουν οι δικοί της, τους οποίους επισκέπτεται κάθε χρόνο. «Την τελευταία φορά που ήρθα οι άνθρωποι μου φάνηκαν πιο σκληροί, πιο μοχθηροί. Δεν τους κατηγορώ. Αλλάζει η κατάσταση τους ανθρώπους». Αν εύχεται κάτι είναι να μπορούν τα παιδιά μεταναστών που έχουν γεννηθεί εδώ να νομιμοποιηθούν. «Να μπορούν να γυρίζουν. Γιατί ξέρω ότι όποιος φεύγει από την Ελλάδα δεν φεύγει για πάντα».