Η 5η Ιουλίου και όλα όσα -πολλά και πυκνά- την ακολούθησαν, αναμφίβολα θα μείνουν στην ιστορία για λόγους μεγαλειώδεις όσο και για το ακριβώς αντίθετο: για λόγους χαρακτηριστικά ευτελείς -μια αντίθεση τόσο έντονη, που παραπέμπει σε μοτίβα αρχαιοελληνικής τραγωδίας.
Το κείμενο που ακολουθεί επιχειρεί έναν πρώτο απολογισμό στην τομή πολιτικής ανάλυσης και χρονογραφήματος: καταθέτει σκέψεις και πρώτα συμπεράσματα (που γράφονται «εν θερμώ»), όμως το κάνει με τρόπο πικρά χιουμοριστικό και ενίοτε δηκτικά επικριτικό.
Ο υπότιτλός του -«οξύμωρο αφήγημα»- προκύπτει από το ίδιο το θέμα (το «μύθο») καθώς και τις πράξεις των βασικών δρώντων (από το «ήθος» και τη «διάνοιά» τους, όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης στην «Ποιητική»). Αφηγείται πώς η ατυχής διαχείριση μιας ολοκληρωτικής νίκης μπορεί να οδηγήσει σε ήττα.
Η μεγαλειώδης νίκη…
Οι καταιγιστικές εξελίξεις των ημερών (που όσο περνούν οι ώρες γίνονται όλο και πιο ραγδαίες) δεν πρέπει, καταρχάς, να επισκιάσουν το τεράστιο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Το 61,3% υπέρ του «ΟΧΙ» που σημειώθηκε είναι εκκωφαντικό, όχι μόνο λόγω του ονομαστικού αριθμητικού του μεγέθους, αλλά κυρίως διότι επήλθε σε συνθήκες απολύτως πρωτοφανείς.
Εναντίον του συστρατεύτηκε ολόκληρο το παλαιό πολιτικό προσωπικό, η Ε.Ε. των «εταίρων» (με αλλεπάλληλες επίσημες δηλώσεις και απειλές), καθώς και το εγχώριο μιντιακό σύστημα που εξαπέλυσε μια άνευ προηγουμένου εκστρατεία χειραγώγησης. Ο πιο σοβαρός παράγοντας ήταν βέβαια ότι το δημοψήφισμα έγινε με τις τράπεζες κλειστές. Ο λαός ψήφισε κυριολεκτικά με το πιστόλι στον κρόταφο, σε συνθήκες όχι μόνο συμβολικής αλλά και πραγματικής τρομοκρατίας.
Ενόσω διαρκούσε η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, με τα ποσοστά του «ΟΧΙ» να αυξάνουν παράλληλα με την αύξηση της συμμετοχής, τα κόμματα της αντιπολίτευσης έκαναν πως δεν καταλαβαίνουν -τι άλλο, άλλωστε, θα μπορούσαν να κάνουν; Ο ένας μετά τον άλλο, οι εκπρόσωποί τους άρχισαν να προβαίνουν σε δηλώσεις που, αν κάποιος δεν είχε παρακολουθήσει τα αποτελέσματα, εύλογα θα έβγαζε το συμπέρασμα ότι νικητής ήταν το «ΝΑΙ». Απηχώντας το κραυγαλέο παράδοξο, ένας δημοσιογραφικός ιστότοπος ανάρτησε στις 22.22 τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Αποτελέσματα δημοψηφίσματος 2015: Καμίνης και Μπουτάρης πανηγυρίζουν για το… “ΟΧΙ!”».*
Όσο κι αν απείχαν -καταφανώς και παρασάγγας- από την πραγματικότητα, ανασύρθηκαν επίσης με αμήχανη επίταση όλα τα προεκλογικά μοτίβα: ο διχασμός (ως σχόλιο σε ένα αποτέλεσμα 61,3% – 38,7%!)· ο κίνδυνος απώλειας της «Ευρωπαϊκής ταυτότητας» (παρά το κύμα υποστήριξης στο «ΟΧΙ» από κινήματα και διανοούμενους σε ολόκληρη την Ευρώπη)· η «απειλή του λαϊκισμού» -προπαντός από τον πολιτικό χώρο που θεωρεί ως λαϊκισμό κάθε αντίσταση στην κυριαρχία ενώ ενέχεται ο ίδιος στην κατεξοχήν λαϊκιστική πρακτική να αποδίδει την ευθύνη για όλα τα δεινά στους αδύνατους. Στον ίδιο δρόμο έσπευσε σε πρώτο χρόνο να κινηθεί και η μείζων αντιπολίτευση, όμως στη δική της περίπτωση η πραγματικότητα επιβλήθηκε δια της τεθλασμένης. Πώς να κρυφτεί από τους δελφίνους του κόμματος και την ελίτ που προνομιακά εκπροσωπεί ο ηττημένος της αρχηγός; Εδώ τα φληναφήματα και οι λογικές ακροβασίες που διέστρεφαν την πραγματικότητα κάνοντας το «άσπρο – μαύρο» δεν ήταν δυνατόν να πιάσουν, και κάτι έπρεπε να γίνει: «Ο νοών νοήτων!» [sic] κραύγασε στα μικρόφωνα με πατριωτική έξαρση ο πρόεδρος της ΟΝΝΕΔ (και πρέπει εδώ να τον ευχαριστήσουμε διότι μερίμνησε να μην πει «α-νοήτων»), ενώ λίγο πριν είχε γίνει γνωστό πως η κ. Μπακογιάννη είχε ήδη κάνει τη δική της κίνηση. Ο αρχηγός της «ευθύνης» δεν είχε πλέον μέλλον.
Η παραίτηση Σαμαρά πέρασε σχεδόν στα ψιλά. Καθώς όμως αποτελεί πραγματικό συμβάν που δεν επιδέχεται καμιά παρερμηνεία (ο Σαμαράς παραιτήθηκε συντετριμμένος, και τέλος…), αποκαλύπτει γλαφυρά και το νόημα του αποτελέσματος, κάνοντάς το φανερό ακόμα και σε όποιον δε θέλει να το δει. Κι αυτό δεν είναι άλλο από τη συντριπτική απόρριψη όχι μόνο της λιτότητας αλλά και όλων των επιχειρημάτων και των εκβιαστικών πρακτικών που χρησιμοποιήθηκαν από την κυρίαρχη ομάδα της ΝΔ προκειμένου να τρομοκρατηθεί ο ελληνικός λαός. Υπό την άοκνη επεξεργασία των ΜΜΕ, τα επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν βέβαια πολλά και ευφάνταστα, όλα όμως μπορούν να υπαχθούν σε ένα βασικό αφήγημα που ρητά ή υπόρρητα στοιχειώνει τις μέρες μας ως η κυρίαρχη ιδεοληψία. Γενικά μιλώντας, θα μπορούσαμε να το αποδώσουμε ως εξής: «Λιτότητα ή όχι, συμβιβαστείτε όσο πιο γρήγορα γίνεται· πάρτε μια συμφωνία όποια κι αν είναι, διότι όσο καθυστερείτε, τόσο περισσότερο θυμώνουν οι εταίροι, με κίνδυνο η χώρα να υποχρεωθεί να βγει από την ευρωζώνη».
Στη λογική αυτή προσχώρησαν βέβαια και όλοι οι υπόλοιποι (με την εξαίρεση του ΚΚΕ -που, έχοντας πολεμήσει με κάθε τρόπο το «ΟΧΙ» και την ταξική κινητοποίηση που ο αγώνας για την επικράτησή του προκάλεσε, τοποθετήθηκε λέγοντας πως η συζήτηση για την ευρωζώνη παρέλκει αν προηγουμένως δεν έχει πλήρως επικρατήσει ο σοσιαλισμός), όμως την «καυτή πατάτα» της αναμέτρησης με την πρακτική αποτελεσματικότητα του παραπάνω αφηγήματος δεν την κρατούσε ούτε το παλαιό πολιτικό προσωπικό του «εκσυγχρονισμού», ούτε οι νεόκοποι αρχηγοί των άλλων κομμάτων με τους παρατρεχάμενους δημοτικούς ηγετίσκους της επιρροής τους, ούτε η εκκλησία, ούτε οι αγωνιούσες πατριωτικές προσωπικότητες του πνεύματος, του αθλητισμού και του πενταγράμμου· την κρατούσε η ηγεσία Σαμαρά. Με το που ο λαός γύρισε την πλάτη του στο αφήγημα, άλλο δρόμο δεν είχε ο Σαμαράς από το να αποχωρήσει, έστω «με ένα ψωροπερήφανο ταρατατζούμ».
Αναμενόμενο ήταν βέβαια η αποχώρηση να επιχειρηθεί εντός του κυρίαρχου αφηγήματος. Όπως και προηγουμένως επισημάνθηκε, όλες οι ανακοινώσεις υπονοούσαν ότι νικητής ήταν το «ΝΑΙ» -τονίζοντας ότι το νόημα της ετυμηγορίας ήταν η απόφαση του ελληνικού λαού να παραμείνει με κάθε κόστος εντός της ευρωζώνης. Εντυπωσιάζει ίσως εδώ ότι κανείς δημοσιογράφος δε σκέφτηκε να ρωτήσει το πανικόβλητο μνημονιακό προσωπικό για τη χτυπητή αναστροφή του επιχειρήματος που με όλους τους τόνους επαναλάμβανε καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου: ότι δηλαδή το δημοψήφισμα ήταν στην πραγματικότητα περί του αν η Ελλάδα θα παρέμενε ή όχι στην ευρωζώνη. (Όπως έγραψε και ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου, «οι εχθροί μας, ξένοι και εγχώριοι, μας γάνωσαν τ’ αυτιά επί οκτώ μέρες ότι θα ψηφίζαμε «ναι ή όχι» στο ευρώ. Ας το λουστούν τώρα!»**)
Όμως τις πρώτες ώρες μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος, όλα αυτά λίγη σημασία φαίνονταν να έχουν. Το σημείο έχει ήδη αναπτυχθεί, αλλά για να μη μας διαφύγει αξίζει να το επαναλάβουμε: όλα τα μνημονιακά κόμματα συνασπισμένα, όλες οι γιγάντιες πνευματικές προσωπικότητες που «αγωνιούν για την Ελλάδα» και τα συντρέχουν, όλα ανεξαιρέτως τα συστημικά ΜΜΕ που πάντα θέτουν τα «καίρια ερωτήματα», όλοι οι δαιμόνιοι επιχειρηματίες της ανασφάλιστης -όχι σπάνια και απλήρωτης- εργασίας (που σε έναν άκαρδο κόσμο κατασκευάζουν οι ίδιοι κίνητρα για να επενδύσουν), όλοι οι υπερεθνικοί θεσμοί που προωθούν το θεάρεστο όραμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης -όλοι αυτοί είχαν μαζευτεί απειλώντας το εκλογικό σώμα με πείνα, και είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν κάτι λίγο παρακάτω από 39%!
Μετά και την ανεπανάληπτη συγκέντρωση του Συντάγματος της 3ης Ιουλίου, ο κόσμος είχε βγει στους δρόμους και πανηγύριζε, γνωρίζοντας πάρα πολύ καλά το πραγματικό νόημα της ετυμηγορίας του: Με κάθε θυσία όχι στη λιτότητα (κι ας ήταν οι τράπεζες κλειστές)! Ούτε βήμα πίσω!
Το ίδιο έλεγαν οι εκατοντάδες αλληλέγγυοι που είχαν καταφθάσει στην Αθήνα -Standing together against austerity!- κι ακόμα περισσότερο, όλοι όσοι είχαν σπεύσει με διαδηλώσεις και άλλες δράσεις να συμπαρασταθούν στην ελληνική αντίσταση σε πάνω από 200 πόλεις σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ήταν μια μετωπική σύγκρουση και οι κυρίαρχες δυνάμεις ηττήθηκαν κατά κράτος. Ήταν μια ώρα που κάποιοι από τους εκπροσώπους του νεοφιλελεύθερου σκεπτικού (προπάντων αυτός που έκλαψε μπροστά στις ελβετικές κάμερες) χρειάζονταν βοήθεια από ειδικούς, ενώ άλλοι (πιο «ψημένοι» και ψύχραιμοι) δήλωναν πως πρόκειται πραγματικά για συντριβή.
Αυτό ήταν λοιπόν το μεγάλο και αδιαμφισβήτητο νόημα της λαϊκής ετυμηγορίας, το νόημα του πολιτικά ενιαίου χάρτη, του γεγονότος ότι σε καμιά περιοχή της Ελλάδας δεν επικράτησε το «ΝΑΙ» -δηλαδή η άποψη «τι να κάνουμε; ας υποστούμε κι άλλη λιτότητα -αρκεί να παραμείνουμε στο ευρώ». Παντού, αντίθετα, επικράτησε το «ΟΧΙ» -η άποψη «με κάθε τρόπο όχι στη λιτότητα, ακόμα κι αν ξέρουμε -κι αν δεν ξέραμε, με τόση προπαγάνδα Σουλτς και Ντάισελμπλουμ και με τις τράπεζες κλειστές, το καταλάβαμε- ότι ελλοχεύει ο σοβαρός κίνδυνος να υποχρεωθούμε σε έξοδο από την ευρωζώνη». Ή, για να το εκφράσουμε αλλιώς, «Αλέξη προχώρα, μη φοβάσαι -καταλαβαίνουμε ότι βρισκόμαστε σε μάχη, αντέχουμε, σε στηρίζουμε».
Στα τηλεοπτικά πάνελ, υπήρχαν όμως και κάποιοι άλλοι πολιτικοί και αναλυτές (πιο πονηροί αυτοί) που έσπευσαν να προσωποποιήσουν αυτό το «Αλέξη, μη φοβάσαι!». Γρήγορα παρακάμπτοντας όλα τα προσχηματικά που συνήθως υποστηρίζουν περί του λαϊκισμού (ως αδιαμεσολάβητης σχέσης ανάμεσα στο χαρισματικό ηγέτη και τον περιούσιο «λαό»), υποστήριξαν πως τόσο η συγκέντρωση του Συντάγματος, όσο και το ίδιο το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν -πολύ απλά- προσωπικό επίτευγμα του Αλέξη. Ο Άδωνις Γεωργιάδης, λ.χ., το τόνιζε συνέχεια: «είναι μια προσωπική νίκη του κυρίου Αλέξη Τσίπρα» έλεγε και ξανάλεγε.
Το επιχείρημα είχε μεγάλο ενδιαφέρον και γρήγορα κέντρισε την προσοχή των πιο προικισμένων μιντιακών αστέρων. Αφού επαινούσε τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ, αναισθητοποιούσε τα ανακλαστικά όλων όσων είχαν συμμετάσχει στη γιγάντωση του βαθιά πολιτικού μηνύματος «Αλέξη μη τους φοβηθείς, είμαστε μαζί σου!».
Κανείς δε διαφωνεί με μια άποψη που πιστώνει αρετές στον επικεφαλής της παράταξής του. Μέσα από αυτή τη φαινομενικά άδολη παραδοχή κυοφορούνταν όμως δυο βασικά αντιδραστικά διαβήματα. Το πρώτο ήταν η ακύρωση της κοινωνικής-ταξικής και πολιτικής σημασίας του αποτελέσματος. Στο πλαίσιο της προσωποπαγούς ανάλυσης, το γεγονός, λ.χ., ότι στη Β’ Πειραιά το «ΟΧΙ» πήρε 72,51%, ενώ στο Ψυχικό και την Εκάλη το «ΝΑΙ» συγκέντρωσε αντίστοιχα 77,98% και 84,62% (!) έτεινε να υποβαθμιστεί ως ασήμαντο. Και ο λόγος ήταν απλός: Όσοι ψήφισαν υπέρ του «ΟΧΙ» είχαν κατά βάση επηρεαστεί από τον Αλέξη – η νίκη ήταν δική του προσωπική! Με την πάροδο των ωρών, το συμπέρασμα αυτό άρχισε να εδραιώνεται στις βασικές δημοσιογραφικές αναλύσεις με ταχύτητα ιλιγγιώδη και τεκμηρίωση που, καθώς θεωρούνταν αυτονόητη, μπορούσε και να παραλείπεται: το «ΟΧΙ» δεν ήταν νίκη κάποιας κοινωνικής ομάδας, κάποιου πολιτικού σκεπτικού ή ρεύματος, ήταν προσωπική νίκη του «κυρίου Αλέξη Τσίπρα» -όπερ έδει δείξαι (όπως θα έλεγε, αν είχε την ευκαιρία, και ο πρόεδρος της ΟΝΝΕΔ με τα άψογα ελληνικά)…
Το ανακριβές και υποβολιμαίο αυτό επιχείρημα (που διαστρέφει τη φυσιογνωμία, τα κοινωνικά χαρακτηριστικά και την ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ, προσβάλλοντας παράλληλα τόσο τους χιλιάδες αγωνιστές της βάσης όσο και τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα), δεν είχε ως μόνο στόχο την αποπολιτικοποίηση του αποτελέσματος. Αποσκοπούσε επίσης σε κάτι που, αν και διατυπώθηκε μόνο δια μέσου των γραμμών, ήταν αυτό που έδινε στο όλο εγχείρημα τον κύριο στρατηγικό του προσανατολισμό. Η λογική του έχει ως εξής: Αφού η νίκη είναι του Αλέξη (και κανενός άλλου), ο Αλέξης νομιμοποιείται να την κάνει ό,τι θέλει -είναι πανίσχυρος! Πανίσχυρος όμως με μια πολύ συγκεκριμένη και στενή έννοια. Όχι πανίσχυρος για να βάλει τέλος στη λιτότητα, αλλά πανίσχυρος εντός του ΣΥΡΙΖΑ! Πρόκληση του Αλέξη, σύμφωνα με το σκεπτικό αυτό, δεν είναι να δείξει ότι δε φοβάται τους δανειστές, αλλά ότι δεν φοβάται κανέναν αριστερό εντός ή περί τον ΣΥΡΙΖΑ -κανέναν από όλους αυτούς τους «ιδεοληπτικούς» που ενοχλούνται από το όραμα του εργασιακού μεσαίωνα εμποδίζοντάς τον να συνάψει μια συμφωνία λιτότητας. Ο Σταύρος Θεοδωράκης δε χάνει ευκαιρία να τονίσει ότι αυτό είναι άλλωστε το βασικό καθήκον κάθε πρωθυπουργού που θέλει να σέβεται το όνομά του. Αν είναι κάτι, λοιπόν, που η πραγματικότητα αυτή αποκαλύπτει, είναι πως, αντί για έπαινο, οι φιλοφρονήσεις προς τον Αλέξη Τσίπρα υπήρξαν στην πραγματικότητα ύβρεις -ύβρεις που ο κάθε εχέφρων αριστερός ηγέτης θα έσπευδε πάραυτα να επιστρέψει στους αποστολείς τους.
Καθώς όμως, κάπου εδώ, η ιστορία αρχίζει να προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά του δράματος, η αφήγηση δεν μπορεί παρά κι αυτή να αλλάξει ρυθμό…
Το μετέωρο βήμα…
Λίγα μόνο λεπτά μετά την ανακοίνωση της παραίτησης Σαμαρά, ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε την πρόθεσή του να υποβάλλει αίτημα για σύγκληση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών. Το 61,3% ζήτησε από το 38,7% στήριξη για να γίνει …τι ακριβώς; Για να υποστηριχθεί, υποτίθεται, η «εθνική προσπάθεια» -έτσι, χωρίς πολιτικό πρόσημο. Το κόμμα του «όχι στη λιτότητα» ζήτησε από τα κόμματα της λιτότητας στήριξη …σε τι ακριβώς; Στην προσπάθεια να πεισθούν οι «εταίροι» να συζητήσουν ένα πρόγραμμα που, εκ των πραγμάτων, δεν μπορεί παρά να είναι υφεσιακό, δεν μπορεί παρά να είναι …περισσότερη λιτότητα! Πρόκειται για απόλυτη αντιστροφή της λαϊκής ετυμηγορίας με συνοπτικές και άκρως αδιαφανείς διαδικασίες, σαν κι αυτές που οδήγησαν τα πολιτικά κόμματα στην απαξίωση -διαδικασίες του τύπου «ψηφίζω άσπρο και από την κάλπη βγαίνει μαύρο»- που, ως τώρα, χαρακτήριζαν τη λειτουργία των παλαιών κομμάτων, όχι όμως και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Όπως ήταν φυσικό, η δραματική αντιστροφή όχι μόνο νεκρανάστησε τους ηττημένους, αλλά γι’ αυτούς εντελώς ανέλπιστα και αναπάντεχα, επέβαλε και την ξαφνική επαναφορά του δικού τους πολιτικού μηνύματος στο κέντρο της προσοχής -και μάλιστα νομιμοποιημένα. Αυτή τη φορά τα ΜΜΕ δε χρειάζονταν να προβούν σε λογικές ακροβασίες προκειμένου να διαστρέψουν το νόημα της επικράτησης του «ΟΧΙ» -αρκούσε η λεπτομερής περιγραφή όλων των παραλειπόμενων από την πολύωρη συνάντηση των αρχηγών υπό τον πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Δεν παρέλκει πάντως να εκφράσει κανείς εδώ και μια πονετική σκέψη και για τον αποχωρήσαντα Σαμαρά -για τον ηγέτη που, λίγα μόνο λεπτά μετά την παραίτησή του, είδε την πρόταση που πρώτος αυτός είχε διατυπώσει περί «εθνικής συνεννόησης» (του πολιτισμένου δηλαδή τρόπου για να πει κάποιος «οικουμενική αποδοχή της λιτότητας και τα κεφάλια μέσα») να γίνεται αποδεκτή και να υλοποιείται από τον θριαμβευτή του δημοψηφίσματος στην κορύφωση του προσωπικού του υποτίθεται θριάμβου.
Όπως όμως και προηγουμένως τονίστηκε, ο θρίαμβος αυτός κάθε άλλο παρά προσωπικός ήταν. Ήταν αντίθετα συλλογικός και κινηματικός -και τώρα, την ώρα που γράφονται τούτες οι γραμμές, βρίσκεται στη θέση της πολιτικά μετέωρης ικεσίας στις άγριες βλέψεις των δανειστών. Αποτελεί μέγιστη ειρωνεία της ιστορίας ότι η διαχείριση αυτής της εξαιρετικά περήφανης νίκης (που αν ψάξουμε πιο επισταμένα την ιστορία του λαϊκού κινήματος, μπορεί και να είναι πρωτοφανής) μετατράπηκε -λίγες μόνο ώρες μετά την επίτευξή της- στο ακριβώς αντίθετο: Η διαχείριση του «ΟΧΙ», έγινε ως εάν το αποτέλεσμα να ήταν πράγματι «ΝΑΙ»… Και αυτό ανοίγει το μείζον ερώτημα Γιατί;
Η απάντηση που -έτοιμα από καιρό- τα ΜΜΕ έσπευσαν να δώσουν ήταν βέβαια το γνωστό “ΤINA” -There Is No Alternative-, ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Χωρίς διόλου να προβληματίζει ότι έμπρακτα συνεπάγεται και κατάλυση της δημοκρατίας (: αφού δεν υπάρχει εναλλακτική, προς τι η διαβούλευση και οι εκλογές;), αυτό το άθλιο Θατσερικό ακρωνύμιο είναι άλλωστε και το απαύγασμα της αστικής πολιτικής σκέψης στην αυγή του 21ου αιώνα.
Το παράδοξο «Γιατί;» που πρέπει πάραυτα να διερευνηθεί αφορά το ότι στην ίδια αυτή λογική “ΤΙΝΑ” φάνηκε να προσχωρεί και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Θα αποτολμήσω μιαν επιγραμματική απάντηση-ερμηνεία:
Η αντιστροφή, η παραποίηση της λαϊκής εντολής, δεν έγινε από κακούς ή προδότες -έγινε από ιδεολογική αφέλεια και αντανακλά πολιτικό έλλειμμα. Αυτό το έλλειμμα είναι που αδήριτα προετοίμασε αποδοχή της άποψης ότι «δεν υπάρχουν εναλλακτικές». Όμως εναλλακτικές υπάρχουν, και σε αυτές προσβλέπουν εκατομμύρια -όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και παγκόσμια.
Τι καθήκοντα;
Δεν είναι βέβαια δυνατόν να εκτεθούν με λεπτομέρεια εδώ -όμως το βασικό τους περίγραμμα είναι αρκούντως ξεκάθαρο, σε βαθμό μάλιστα τέτοιο, που επισημαίνοντάς το κανένας πλέον δεν πρωτοτυπεί. Μεταξύ άλλων, ενέχει άμεσο κοινωνικό έλεγχο και εθνικοποίηση των τραπεζών (που για να ορθοποδήσουν πήραν από τα χρήματα των φορολογουμένων πάνω από 200 δισ. σε μετρητά και εγγυήσεις κι όμως εξακολουθούν να λειτουργούν ουσιαστικά ανεξέλεγκτες), την άμεση ανάληψη πρωτοβουλιών για να αφαιρεθεί από την ΕΚΤ και τους υπόλοιπους «θεσμούς» η δυνατότητα να ασκούν ωμό εκβιασμό (πρακτικά τη γρήγορη προετοιμασία για τη δημιουργία παράλληλου νομίσματος) και, βέβαια, μέτρα για την παραγωγική ανασυγκρότηση που μπορεί να έρθει μόνο ως αποτέλεσμα κοινωνικής συμμετοχής και σχεδιασμού της οικονομίας κατά κλάδο παραγωγής αντί για την έωλη προσδοκία επενδύσεων με χαριστικές αναθέσεις έργων, το ξεπούλημα του εθνικού πλούτου αντί πινακίου φακής και εργασιακές συνθήκες γαλέρας.
Πιθανή υιοθέτηση αυτού του δρόμου πράγματι θα προκαλούσε «ρήξη» με τους περιβόητους «θεσμούς» -όμως αυτός ο δρόμος όχι μόνο δεν θα απομόνωνε την Ελλάδα όπως κατά κόρον λέγεται και γράφεται, αλλά θα την έβαζε στο κέντρο των εξελίξεων: σ’ ένα δρόμο δύσκολο αλλά τόσο ελπιδοφόρο όσο ελπιδοφόρο ήταν και το μήνυμα που εξέπεμψε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.
Την ώρα που το οξύμωρο αυτό αφήγημα («οξύμωρο», ας επαναλάβω, διότι αφηγείται πώς μια αδιαμφισβήτητη νίκη μπορεί και να μετατραπεί σε αδιαμφισβήτητη ήττα) ολοκληρώνεται, δεν είναι γνωστό αν οι δανειστές θα δεχτούν τη λιτότητα που θα τους προταθεί από την ικέτιδα ελληνική πλευρά.
Μπορεί ναι, μπορεί όμως και όχι: οι δανειστές έδειξαν ως τώρα αρκετές φορές πως πρόθεσή τους είναι ο πλήρης εξανδραποδισμός του ελληνικού αριστερού σκιρτήματος, προς παραδειγματισμό όλων των άλλων ευρωπαϊκών λαών που είναι έτοιμοι να ξεσπάσουν κι αυτοί σε ανάλογα εγχειρήματα. Ως εκ τούτου, το σχετικό διακύβευμα είναι γι’ αυτούς εξαιρετικά σημαντικό και, όπως πολλές φορές έχει επισημανθεί, είναι κατά βάση πολιτικό.
Σε μια τέτοια περίπτωση, και παρά την ήδη διαπιστωμένη ταπείνωση της ελληνικής πλευράς (το κείμενο συμφωνίας των πολιτικών αρχηγών δηλώνει ό,τι περίπου υποστήριζε και η καμπάνια του «ΝΑΙ»: μια πρόθεση παραμονής στην ευρωζώνη με κάθε τίμημα), δεν αποκλείεται οι αντι-προτάσεις τους να είναι τέτοιας συντριπτικής υφής που να μην είναι δυνατόν να γίνουν αποδεκτές, και να έχουμε επιστροφή του εκκρεμούς σε μια πορεία διεκδίκησης της εξόδου από τη λιτότητα -ένα νέο διάβημα ρήξης. Όμως για να επιχειρηθεί και να τελεσφορήσει κάτι τέτοιο, θα πρέπει άμεσα να προετοιμαστεί.
Η βάση και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, η αριστερή-λαϊκή βάση, όλοι όσοι διαδραμάτισαν ρόλο στο 61,3% (και ήταν πάρα πολλοί), πρέπει και πάλι να παραμερίσουν την απογοήτευσή τους και να ενεργοποιηθούν προς αυτή την κατεύθυνση -της μόνης που υλοποιεί τη λαϊκή ετυμηγορία. Όμως η πιθανότητα να έχουμε ρήξη από τα πάνω απομακρύνεται κάθε λεπτό που περνάει. Άρα η ανάγκη λαϊκής κινηματικής ενεργοποίησης αναφέρεται κυρίως -και προφανώς στο πολλαπλάσιο- για την περίπτωση που οι δανειστές βρεθούν διατεθειμένοι να παραχωρήσουν μια περισσότερο ή λιγότερο συγκαλυμμένη λιτότητα και η κυβέρνηση εισηγηθεί ένα νέο μνημόνιο. Η αντίδραση πρέπει να είναι πάνδημη, και να προκαλέσει απτό πολιτικό αποτέλεσμα.
Με πράξεις ή παραλείψεις, λόγω αβλεψίας ή ανεπάρκειας, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στα πρόθυρα ενός ιστορικού λάθους που, αν ολοκληρωθεί, θα σημάνει αποσυσπείρωση, μαζικές αποστρατεύσεις από την ενεργό πολιτική δράση, απογοήτευση και εξατομίκευση για μια μακρά και επώδυνη περίοδο, που θα χαρακτηρίζεται από επίταση του αυταρχισμού και ενίσχυση του φασισμού· μια περίοδος παγίωσης της κυριαρχίας του πλούτου και ζοφερής υποστολής της ελπίδας για όλους τους κυριαρχούμενους.
Η συγκυρία είναι πράγματι εξαιρετικά κρίσιμη…