Στο μέρος που τίμησε με τα ποιήματά του ο Σεφέρης και κάμποσοι θεοί έδωσαν μάχες για τον έλεγχό του μπορούν να γραφτούν πολλά: σενάρια, εικοτολογίες, ερωτικές ιστορίες, καλοκαιρινές φαντασιοκοπίες.
Φέτος όμως στις παρυφές του Σουνίου, ανάμεσα στους ασπάλαθους και τα ρομαντικά ηλιοβασιλέματα, φαίνεται να γράφεται το πιο περιπετειώδες κεφάλαιο του κυβερνητικού σεναρίου: κατά πόσο θα καταλήξουν εκεί μετακινούμενοι από τα ξενοδοχεία του κέντρου οι εκπρόσωποι των θεσμών και τι δουλειά έχει αυτό με τους οικονομικούς ελέγχους; Μήπως θα προτιμήσουν ενοικιαζόμενα σπίτια – και πώς εμπλέκεται σε όλα αυτά ο υπουργός Επικρατείας και σύμβουλος του πρωθυπουργού Αλέκος Φλαμπουράρης; Με το εσκεμμένα αφελές του ύφος ο τελευταίος ξεσήκωσε για μια ακόμη φορά αντιδράσεις για τη φαινομενικά απλοϊκή απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο το κουαρτέτο των θεσμών θα διαμείνει τελικά στην περιοχή του Σουνίου:
«Γιατί να μη μείνουν; Θα μπορούν να κάνουν και τα μπάνια τους» ήταν η αποστομωτική απάντηση που έδωσε στον Γιώργο Αυτιά και στο τηλεοπτικό κοινό ο υπουργός. Με την ίδια άνεση με την οποία μπορεί να ρουφάει μπροστά στους τηλεοπτικούς δέκτες μια δροσερή γουλιά από έναν καλοχτυπημένο φρέντο καπουτσίνο ή να αφήνει ξεχτένιστο το μαλλί, ο αστικής καταγωγής παλαίμαχος της Αριστεράς επιδιώκει να εισαγάγει την ψύχραιμη αντιμετώπιση στην μπαρουτοκαπνισμένη ελληνική πολιτική σκηνή. Μόνο που η κουλ εμφάνιση ίσως να διαθέτει λίγο παραπάνω δόσεις ψυχρής αποστασιοποίησης – ανάλογες με τις ισχυρές δόσεις του πολυδιαφημισμένου τηλεοπτικού καφέ του.
Στο παρελθόν ανήκουν τα ονειρεμένα απογεύματα στην Αίγινα όπου ο Τσίπρας,η Μπέτυ, ο Φλαμπουράρης τους αγνάντευαν τα ηλιοβασιλέματα καθώς όλα δείχνουν πως πλέον ο υπουργός Επικρατείας θα βλέπει,τον ήλιο να σβήνει κάπου στα Μεσόγεια
Και πώς όχι; Το δήθεν αδιάφορο ύφος που έχει λανσάρει τηλεοπτικά μήνες τώρα ο «θείος Αλέκος» δεν είναι τυχαίο, ούτε εντελώς αυθόρμητο: προσδοκά να κερδίσει ένα ευρύτερο λαϊκό κοινό και επιπλέον επιδιώκει να αποδραματοποιήσει τα σενάρια σε ένα πολιτικό καζάνι που βράζει: μιλώντας για τα μπάνια της πρώην τρόικας -και νυν εκπροσώπων των θεσμών- καταφέρνει να υποβιβάσει τη μέχρι πρότινος έντονη και άκρως υποτιμητική παρουσία τους στα υπουργεία και να δώσει μια χαρμόσυνη διάσταση στην αποικιακού τύπου αφήγηση των δαιμονοποιημένων πλέον ελεγκτών. Εκεί όπου η τρόικα αποτελούσε μια ακόμη πτυχή της επώδυνης συνθήκης, κάτω από το φως του ήλιου και δίπλα στη θάλασσα ενδεχομένως να φαντάζει έως και συμπαθής.
Πιθανόν μάλιστα να γεννά συνειρμούς αισθαντικών φαντασιώσεων, καθώς η ενδεδυμένη με το κατάλληλο μαγιό Ρουμάνα εκπρόσωπος δεν μπορεί να γεννά στον νου του Ελληνα ψηφοφόρου και τόσο απευκταίες σκέψεις. Επιπλέον, το σενάριο που είχε πέσει στο τραπέζι για τον συνδυασμό «business and pleasure» για τα μέλη του θεσμικού κουαρτέτου θα φάνταζε ιδιαίτερα θελκτικό για εκείνους και πολύ θετικό για εμάς, καθώς θα τους είχαμε στη σημαντική απόσταση που θέλαμε από τα ελληνικά υπουργεία. Η ανάγκη όμως της συχνής εμφάνισής τους στο υπουργείο Οικονομικών τους στέρησε τις απαραίτητες βουτιές στα πανέμορφα και ευλογημένα από τον Ποσειδώνα ύδατα του Σουνίου – και τους έφερε πιο κοντά στο αθηναϊκό κέντρο.
Ετσι, δεν ευοδώθηκαν οι σκέψεις του υπουργού Επικρατείας να διαμείνουν οι θεσμοί κάπου κοντά στον πρωθυπουργό και μακριά από τον κόσμο και την Αθήνα: η πιθανότητα να μπορούν να πραγματοποιηθούν κρυφές συναντήσεις με τα κλιμάκια υπό τον παφλασμό των κυμάτων και μακριά από τα αδιάκριτα όμματα των χτυπημένων από τη ζέστη οικονομικών συντακτών θα ήταν ιδανική. Αντί όμως για τα ωραία γεύματα και τους δροσερούς χυμούς δίπλα στη θάλασσα, οι θεσμοί αναγκάζονται να συναντάνε τα αδέσποτα στα πέριξ της Ερμού, τα βρωμερά δάπεδα της οδού Νίκης και τα στελέχη του υπουργείου Οικονομικών στο μοντερνιστικό οίκημα του «Hilton». Το όνειρο του Σουνίου άρχισε να ξεφτίζει ως ρομαντική εναλλακτική σε ένα πυρακτωμένο, από κάθε άποψη, μέτωπο.
Ωστόσο το Σούνιο παραμένει μια αναγκαστική λύση για τον εγκλωβισμένο στην Αθήνα πρωθυπουργό και την οικογένειά του. Δεν συμβαίνει και κάθε καλοκαίρι το καυτό ληθαργικό απομεσήμερο να σε βρίσκει ανάμεσα σε Κουμουνδούρου και πέριξ του Συντάγματος, μεταξύ καβγάδων και απανωτών συσκέψεων. Φέτος όμως το φορτωμένο πρόγραμμά του και οι διαπραγματεύσεις που μόλις έχουν αρχίσει τον ανάγκασαν να παραμείνει στην Αθήνα – οπότε εδώ η ιδέα περί Σουνίου φάνηκε ιδανική και μέχρις στιγμής αποδίδει τα μέγιστα.
Οι πρωθυπουργικές αποδράσεις στο Σούνιο
Κάθε βράδυ ο πρωθυπουργός κατευθύνεται προς το εξοχικό σπίτι που έχει νοικιάσει στον δρόμο από Λαύριο προς Σούνιο, όπου συναντά τα μέλη της οικογένειάς του σε ένα μέρος που διακρίνεται για την ησυχία και τη διακριτικότητά του. Λέγεται μάλιστα ότι η σύντροφός του δεν θέλησε να φορτώσει με πρόσθετες επεμβάσεις τον χώρο και προτίμησε να αφήσει μακριά ενοχλητικά οικιακά μέσα όπως η τηλεόραση, ώστε να μπορέσουν οι μικροί Ορφέας-Ερνέστο και Φοίβος-Παύλος να μείνουν ανεπηρέαστοι από την επικαιρότητα. Καθώς φαίνεται η λέξη «αποτοξίνωση» έχει εισβάλει στο λεξιλόγιο της οικογένειας Τσίπρα κατόπιν συμβουλών του «θείου Αλέκου» που γνωρίζει τις ανάγκες της περισσότερο από κάθε άλλον.
Είναι άλλωστε αυτός που αμφότερα τα τέκνα Τσίπρα αποκαλούν «παππού», ο μόνος που μπορεί να καταφτάσει απρόσκλητος στο Σούνιο και αυτός στον οποίο θα απευθυνθούν σε περίπτωση ανάγκης. Λίγοι άλλωστε ξέρουν πού ακριβώς βρίσκεται το εξοχικό που νοίκιασαν – και ακόμη λιγότεροι θα μπορούσαν, ακόμα και να ’θελαν, να περάσουν προς το μικρό αδιέξοδο όπου καταλήγει ο χώρος. Τα ονειρεμένα απογεύματα στην Αίγινα όπου ο Τσίπρας, ο Φλαμπουράρης και οι κοινές παρέες τους αγνάντευαν τον ήλιο που χανόταν στην άκρη της ανήκουν στο παρελθόν και όλα δείχνουν πως πλέον ο υπουργός Επικρατείας θα βλέπει, τις ελάχιστες μέρες που θα μένει χρόνος, τον ήλιο να σβήνει μαζί με τον πρωθυπουργό κάπου στα Μεσόγεια.
Οχι πως πειράζει: αρκεί να μπορεί ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και πρωθυπουργός να προσαρμοστεί όσο πιο εύκολα και σύντομα γίνεται στη νέα πραγματικότητα. Ο ίδιος δεν είναι συνηθισμένος στα εξοχικά. Ακόμη περισσότερο δεν είναι συνηθισμένος να μετακινείται καθημερινά εκτός Αθηνών, αλλά η Ανω Κυψέλη τέτοια εποχή είναι ένα απαγορευμένο μέρος για τα παιδιά. Οι εξωφρενικά υψηλές θερμοκρασίες και ο ξαφνικός καύσωνας απέτρεψαν την οικογένεια Τσίπρα από το να παρατείνει τη διαμονή της στην πόλη. Η αρχική σκέψη ήταν να φύγει η Μπέτυ μόνη της, κάπου στην ηπειρωτική χώρα, όπου θα ήταν βολικά για τα παιδιά, αλλά αυτό θα την κρατούσε μακριά από τον άντρα της. Η λύση του κοντινού Σουνίου προκρίθηκε ως η καλύτερη από τον Φλαμπουράρη, αλλά και τον ίδιο τον πρωθυπουργό: η θάλασσα είναι πολύ κοντά για τα παιδιά που δεν έχουν μείνει κανένα καλοκαίρι μακριά από τις αγαπημένες τους βουτιές. Οσο για κάποια ταβερνεία που βρίσκονται στα Μεσόγεια, αυτά ο κυρ Αλέκος τα ξέρει καλύτερα απ’ τον καθένα – δεν είναι μόνο εκείνος που ανακάλυψε πρώτος απ’ όλους τη θρυλική και παραθαλάσσια ταβέρνα «Αιγινιτίσσα» διαμορφώνοντας γύρω της μια μυθιστορηματική αχλή – αρχικά για τους διανοούμενους που συνέστησαν την παρέα της Αίγινας και κατόπιν για εκείνους που μοιράστηκαν, τουλάχιστον τους πρώτους μήνες, τις θέσεις στην κυβέρνηση. Και όχι χωρίς λόγο. Αν κάποιος έμαθε στον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ πώς να είναι πραγματικός εξισορροπιστής, τη διαφορά στρατηγικής και τακτικής, πώς να γλιτώνει από τους σκοπέλους και να χαίρεται την καλή ζωή χωρίς χλιδή, αλλά με τις απαραίτητες απολαύσεις, αυτός είναι αναμφίβολα ο Αλέκος Φλαμπουράρης. Ανέκαθεν λάτρης των καλών στιγμών -«τίποτα καλύτερο από μια παρέα και ένα ωραίο τσίπουρο» συνήθιζε να λέει-, ανοιχτός και εύχαρις, ήταν αυτός που δίδαξε στον μικρό προστατευόμενό του τα αγαθά του ευ ζην. Του έμαθε να διατηρεί την ψυχραιμία του ακόμη κι όταν οι κατά το σύνηθες υψωμένες φωνές στο κόμμα απειλούσαν την εσωτερική ηρεμία και τους φιλικούς δεσμούς.
Οχι τυχαία, ο «θείος Αλέκος» -όπως τον λένε χαριτολογώντας- είναι αυτός που στέλνει ο Τσίπρας για να περάσουν τα μηνύματα με τον τρόπο που πρέπει: σε αντίθεση με τον αρκετά πιο απόμακρο Νίκο Παππά, ο πάντα προσηνής Αλέκος επισκέπτεται συχνά πυκνά τα όργανα για να καταθέσει την άποψη του πρωθυπουργού. Την περασμένη εβδομάδα έκανε το απαραίτητο πέρασμα από την Πολιτική Γραμματεία για να διαμηνύσει την ανάγκη να διατηρηθεί η ενότητα, ενώ ήταν ο πρώτος που μίλησε εμφανώς για «προδοσία» – και όχι μόνο στο εσωτερικό του κόμματος αλλά και στους τηλεοπτικούς δέκτες. Κι αυτό είναι κάτι που συνηθίζει να κάνει ο Φλαμπουράρης: αφήνοντας να φανεί ότι πρόκειται για προσωπική γνώμη ή για lapsus linguae, πετάει ατάκες που ξεπερνούν τα όρια της απλούστευσης και μεταμφιέζονται σε ακραία εκλαΐκευση, αλλά στην ουσία δεν είναι τίποτα άλλο από μεταφορές βαρυσήμαντων μηνυμάτων.
Δε βαριέσαι…
Εκφράζονται κατ’ αυτόν τον τρόπο ώστε να διατηρούν, αν χρειαστεί, το ακαταλόγιστο, αλλά κατ’ ουσίαν εκφράζουν βαθιές και ενίοτε αδιαπραγμάτευτες σκέψεις. Σαν τον σκοτεινό Τειρεσία, αλλά σε πιο αριστοφανικό περιτύλιγμα, ο «θείος Αλέκος» έρχεται με ύφος δήθεν αδιάφορο να κομίσει εικόνες από το μέλλον: έτσι, κανείς δεν έδωσε σημασία, θεωρώντας ότι πρόκειται για προϊόντα αυθορμητισμού όταν είχε μιλήσει για δημοψήφισμα, ούτε όταν έλεγε με άνεση «θα ζητήσουμε παράταση αν δεν βρούμε τα χρήματα για να πληρώσουμε το ΔΝΤ». Τα λόγια του τρελού, όπως φάνταζε τότε, Φλαμπουράρη μάλλον επαληθεύτηκαν, όπως συμβαίνει και με διάφορους χρησμούς που εκστομίζει μεταξύ τυρού και αχλαδίου, πολιτικής οντολογίας και λαϊκής εκτίμησης. Τα «δε βαριέσαι» και «έχει ο Θεός» που συνοδεύουν τις αινιγματικές κουβέντες του απλώς συνιστούν το προκάλυμμα ή -καλύτερα- το άλλοθι μιας αλήθειας που αν ακουγόταν στην απολυτότητα μπορεί να φάνταζε τουλάχιστον τρομακτική. Πόσο όμως τρομακτική μπορεί να μοιάζει η άφιξη της τρόικας όταν παραπέμπει σε μια παρέα παραθεριστών που ήρθαν εδώ για τα μπάνια τους ή πόσο δραματική μπορεί να είναι η αρχή της διαπραγμάτευσης όταν συνοδεύεται από αναφορές σε δοξαστικά και ληθαργικά καλοκαίρια; Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους καρεκλοκένταυρους στο κόμμα, ο σημερινός υπουργός Επικρατείας δεν θέλησε ποτέ να γίνει ξύλινος – χίλιες φορές καλύτερα να τον λένε γραφικό παρά κομματικό.
Ούτε υπήρξε ποτέ οπαδός μιας άτεγκτης αριστεροσύνης: γι’ αυτόν είναι καλύτερα να τον γνωρίζουν ως τον «αγαπημένο παππού» του Ερνέστο ή ως τον δεύτερο πατέρα του Αλέξη Τσίπρα. Ξέροντας από τα μικράτα του πως πρέπει κανείς να αποφεύγει το κλισέ σαν την πανούκλα -όπως έλεγε κάποτε ο Γουίλιαμ Σαφάιρ- και να μη βασίζεται σε μπαγιάτικα λεκτικά αποκούμπια, προειδοποίησε το πνευματικό τέκνο του να μην υιοθετεί στον λόγο του λέξεις που δεν είναι κατανοητές στους πολλούς. Ισως γι’ αυτό ο Τσίπρας είναι ο μόνος αριστερός πολιτικός μετά τον Κύρκο που δεν εγείρει σωρεία χασμουρητών όταν μιλάει ή που, τέλος πάντων, κάνει τις ομιλίες του να φαντάζουν σαν μικρές performances που ξεσηκώνουν τον κόσμο. Αν επέλεγε έναν άλλον «πατέρα» από τον Φλαμπουράρη, ενδεχομένως αυτές οι ευχάριστες ρητορικές διάρκειες να παρασύρονταν από τα κρεσέντο της αριστεροσύνης και να έμπαιναν σε καλούπια που θα κρατούσαν μεν κοντά τους κομματικούς αλλά θα έδιωχναν μακριά τον μέσο ψηφοφόρο. Αν κάποτε ο Φλομπέρ έλεγε πως η «γλώσσα μας είναι σαν ραγισμένο τσουκάλι όπου παίζουμε άξεστους ρυθμούς για να χορεύουν οι αρκούδες ενώ λαχταράμε να παίξουμε μουσική που θα κάνει τα αστέρια να δακρύσουν», κάπως έτσι έχουν τα πράγματα για τους «μάστορες» της πολιτικής, όπως είναι ο άλλοτε δεινός ρήτορας και μέντορας του Τσίπρα.
Παλιά καραβάνα της Αριστεράς που έχει φάει το «Εσωτερικό» με το κουτάλι, ο Αλέκος Φλαμπουράρης πάτησε από νωρίς τις κόκκινες γραμμές της αριστεροσύνης όντας ένας αστός με καλές συνήθειες, ένας ρήτορας με στυλ κι ένας δεξιοτέχνης του πόκερ με σοσιαλιστικές πεποιθήσεις. Αυτό σημαίνει ότι ήξερε πολύ καλά την τέχνη της προσποίησης και της τακτικής που τόσο αγαπούν οι πολιτικοί άντρες και οι εραστές του τζόγου. Ιδανική αναλογία για έναν αλλοτινό φοιτητή που κατάφερνε να ενταχθεί στο δυσκίνητο και ενιαίο ΚΚΕ στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ενόσω ήταν σπουδαστής στο αυστριακό Γκρατς. Κατάφερε μάλιστα με το λέγειν του να κάνει το 1964 τους τότε ακροδεξιούς και πλούσιους συμφοιτητές του να ψηφίσουν για πρώτη φορά Αριστερά και ολόκληρο το τότε φοιτητικό συμβούλιο να υιοθετήσει τις αρχές του σοσιαλιστικού εποικοδομήματος. Από τότε είναι που κατάλαβε πως η πολιτική ήταν για εκείνον μονόδρομος. Απόδειξη ότι με το που τέλειωσε τις σπουδές του, την αμέσως επόμενη χρονιά επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και οργανώθηκε στη δυναμική τότε Νεολαία Λαμπράκη. Ηταν η εποχή του «1-1-4», των αναταραχών και των Ιουλιανών και ο νεαρός Αλέκος ένιωθε να φλέγεται από το κλίμα των ημερών. Τότε ήταν επίσης που αποφάσισε να παραμείνει στην Ελλάδα και να μην επιστρέψει στην Αυστρία ακόμη και μετά το χουντικό πραξικόπημα – παρότι το κόμμα τον παρότρυνε να το κάνει για να γλιτώσει από τις διώξεις. Εκείνος παρέμεινε στην Ελλάδα και στις 29 Ιουνίου παρουσιάστηκε στο στρατόπεδο της Κορίνθου. Οργανώθηκε σε διάφορες αντιδικτατορικές δυνάμεις -κυρίως μέσα από το ΠΑΜ (Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο)- και συμμετείχε στην εξέγερση της Νομικής. Αμέσως μετά τη δικτατορία ίδρυσε μαζί με άλλους συμφοιτητές του την Κίνηση των 77, που στόχο είχε να σπάσει τα τετριμμένα στον χώρο της Αριστεράς και των κομμάτων. Ωστόσο δεν τα κατάφεραν και η μόνη λύση ήταν πλέον η δημοκρατική αγκαλιά του ΚΚΕ Εσωτερικού, που ο ίδιος συνειδητοποίησε ότι δεν είχε τις αγκυλώσεις των κομμουνιστικών και άλλων μαοϊκών σχημάτων.
Η πρώτη «αριστερή αποικία»
Αρχές της δεκαετίας του ’80 ο ίδιος ήξερε ως κοσμοπολίτης και με το κεφαλλονίτικο αίμα να ρέει στις φλέβες του ότι δεν θα γίνει ποτέ δογματικός – γι’ αυτό και αρχίζει να καλεί από το τότε εξοχικό του στην Αίγινα όλους τους εκλεκτούς φίλους και πνευματικούς συνοδοιπόρους. Είχε ήδη προλάβει να μάθει το νησί έχοντας αναλάβει ως πολιτικός μηχανικός την ανέγερση του Κέντρου Υγείας και έχοντας οργανώσει την πρώτη «αριστερή αποικία» με τον τότε φίλο του Σπύρο Λυκούδη, ο οποίος ακόμη κρατάει ζωντανούς τους δεσμούς με την Αίγινα. Διανοούμενοι, πολιτικοί και καλλιτέχνες συνασπίστηκαν γύρω από αυτό το χαρούμενο αλισβερίσι που εμπνεόταν από τα όμορα ηλιοβασιλέματα, έμενε στα ανεγερθέντα μοντερνιστικά κτίρια και αγαπούσε το καλό φαγητό και τις εύστοχες πολιτικές τοποθετήσεις. Χωρίς καμία ενοχή και με βαθιά συνείδηση της ταυτότητας και της καταγωγής του, ο Φλαμπουράρης φρόντιζε να διαφοροποιεί τις καλές συνήθειες από την αριστερή νομιμοφροσύνη. Είχε μάλιστα και ιδιαίτερη επιτυχία στις γυναίκες, οι οποίες λάτρευαν τους αστικούς τρόπους, το χιούμορ και την ευθυκρισία του. Το Σφεντούρι έγινε η νέα αποικία, με τη σημαία της «Αιγινίτισσας» να χτυπάει δυνατά κροτώντας και πλαταγίζοντας στους κόντρα ανέμους. Το νέο κρατίδιο των εκφραστών της νέας Αριστεράς και μελλοντικής κυβέρνησης διαμορφώθηκε τότε σε αυτό το νησί του Αργοσαρωνικού, που αψήφησε τα λαϊκίστικα κελεύσματα του Παπανδρέου και στάθηκε πιστό στον μικρό παράδοξο χώρο της Αριστεράς.
Ο «πατέρας» του Τσίπρα
Αυτό είναι που ήθελε να ανανεώσει ο Αλέκος Φλαμπουράρης, βλέποντας πάντα μπροστά: ακόμη κι όταν το κόμμα ήταν διχασμένο και αριθμούσε λίγες ψήφους, πίστευε ότι η μόνη λύση είναι το «νέο αίμα». Κι αυτό το βρήκε στο πρόσωπο του Αλέξη Τσίπρα. Ηταν ο πρώτος που διέκρινε την ηγετική του φύση παρά τις ενστάσεις των υπολοίπων. Λένε πως κατάφερε να ξεγελάσει ακόμη και τον ίδιο τον Αλέκο Αλαβάνο αποτρέποντάς τον να επαναδιεκδικήσει την εξουσία όταν θέλησε να επιστρέψει και να προωθήσει έτσι τον Αλέξη Τσίπρα στην ηγεσία – κι αυτό είναι κάτι που ο τελευταίος δεν θα ξεχάσει ποτέ. Εκτοτε ο Φλαμπουράρης θα χριστεί αυτομάτως «πατέρας», αν όχι πνευματικός -όπως είναι φερ’ ειπείν ο Λαοκράτης Βάσσης-, τουλάχιστον σχεδόν πραγματικός. Στη δική του αγκαλιά θα ξεσπάσει ο Αλέξης Τσίπρας όταν θα χάσει, πριν από δύο χρόνια, τον εξ αίματος πατέρα του και θα του ζητήσει σχεδόν να τον υποκαταστήσει στα μάτια των παιδιών του κάθε φορά που παρουσιαζόταν ανάγκη. Δεν είναι τυχαίο που ο Ορφέας-Ερνέστο και ο Φοίβος-Παύλος τον αποκαλούν «παππού» και ο ίδιος ο Τσίπρας «πατέρα». Ιδιαίτερη σχέση τα παιδιά του Τσίπρα δεν έχουν μόνο με την ίδιο τον Φλαμπουράρη αλλά και με τη σύζυγό του Εύη Πανοτοπούλου, η οποία έχει διακριθεί ως μοριακή γιατρός στο νοσοκομείο «Αγιος Σάββας». Είναι αυτή που τα συνοδεύει στο κολύμπι και παροτρύνει τις αθλητικές τους δραστηριότητες – ενώ όταν πρόκειται για βόλτα στην πόλη τα παιδιά προτιμούν τον «παππού Αλέκο».
Αδεια θα μείνει φέτος η πισίνα στο εξοχικό του Αλέκου Φλαμπουράρη στην Αίγινα, καθώς ο μέντορας και πνευματικός πατέρας του Αλέξη Τσίπρα προτίμησε τη λάβα της Αθήνας από τη θερινή γειτνίαση με το ένθερμο ζεύγος Βαρουφάκη. Η βίλα του Γιάνη και της Δανάης απέχει μόλις λίγα μέτρα από το σπίτι του «θείου Αλέκου»
Ο τελευταίος δεν διστάζει να τα βγάζει βόλτα στο κέντρο και να τα παίρνει μαζί στις εξορμήσεις στο «Φίλιον», ένα στέκι που μετράει χρόνια, από τότε που ήταν γνωστό ως «Ντόλτσε», το περίφημο κέντρο της διανόησης. Τα παιδιά του Τσίπρα πάντα ήθελαν να περνάνε τα καλοκαίρια κοντά στον «παππού» – και ειδικότερα στο σπίτι του στην Αίγινα. Βέβαια όλα δείχνουν πως φέτος είναι απίθανο να επισκεφτούν το σπίτι του «παππού», αφού οι ανειλημμένες υποχρεώσεις και τα ασφυκτικά περιθώρια των διαπραγματεύσεων δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για ξέγνοιαστες βουτιές στην αγαπημένη τους πισίνα. Επιπλέον, το κλίμα είναι αποτρεπτικό λόγω του αντίπαλου και γείτονα στην Αίγινα Γιάνη Βαρουφάκη, ο οποίος διαθέτει πολύ κοντά στον Φλαμπουράρη το δικό του σπίτι. Καλύτερα στη λάβα της Αθήνας και στο Σούνιο παρά κοντά στους ένθερμους γείτονες Γιάνη Βαρουφάκη και Δανάη Στράτου. Εξαρχής βέβαια ο Αλέκος Φλαμπουράρης είχε την αίσθηση ότι ο νάρκισσος τέως ΥΠΟΙΚ μπερδεύει την κατάσταση της χώρας με τη γραμμή από το σακάκι του, αλλά θεωρούσε ότι το χάρισμά του να πείθει μπορεί να ωφελήσει τελικά την εικόνα της Ελλάδας στην Ευρώπη. Μάλλον όμως συνέβη το αντίθετο – όπως αντίστοιχα συνέβη με την πεποίθηση που είχε πως οι σύντροφοι τελικά θα πειστούν για τις ασφυκτικές πιέσεις που υπέστη ο πρωθυπουργός το βράδυ του «This-Is-A-Coup».
H Μπέτυ Μπαζιάνα επιλέγει την παρέα του «θείου Αλέκου» στο Σούνιο τόσο γιατί τον λατρεύουν τα παιδιά της όσο και για να είναι κοντά στον σύντροφό της και πρωθυπουργό
Το περίφημο «unfair» που εκστόμισε ο υπουργός Επικρατείας για τους αμφισβητούντες στον ΣΥΡΙΖΑ -φέρνοντας βέβαια στον νου κάποιον άλλο που είχε πει την ίδια φράση- δεν άφηνε απέξω τον άλλοτε κραταιό γείτονα στην Αίγινα. Μάλλον επιβεβαίωνε την άβυσσο που διέπει πλέον τις πολιτικές τους θέσεις σε αντίθεση με τα ελάχιστα μέτρα που χωρίζουν τους τοίχους των σπιτιών τους. «Δεν έχουμε την πολυτέλεια να κάνουμε αντιπολίτευση», έλεγε στην τηλεόραση. «Οι επιλογές είναι ή φεύγεις από την κυβέρνηση ή αγωνίζεσαι σε αυτές τις συνθήκες να διευκολύνεις αυτούς που πλήττονται περισσότερο», τόνιζε ο Φλαμπουράρης προειδοποιώντας και απευθυνόμενος στους διαφωνούντες – και όλοι ξέρουμε πως όταν λέει κάτι, το εννοεί. Ας μην ξεχνάμε ότι είναι εκείνος που είχε πάρει την πρωτοβουλία να διαλυθούν οι Συνιστώσες γιατί ήξερε ότι κάτι τέτοιο δεν είναι λειτουργικό για το κόμμα – το ίδιο κάνει ακόμη στον σχεδιασμό των επικείμενων αλλαγών που λέγεται πως θα επέλθουν στο καταστατικό του κόμματος. Εκτός όμως από τον συνολικότερο σχεδιασμό της νέας τάξης πραγμάτων στον ΣΥΡΙΖΑ, αυτό που για την ώρα απασχολεί τον Αλέκο Φλαμπουράρη είναι η ηρεμία του πρωθυπουργού, ήτοι του δεύτερου γιου του, στον οποίο συνέστησε τις μικρές, καθημερινές αποδράσεις δίπλα στη θάλασσα.
Αρχιτέκτονας του νέου σχεδιασμού
Ενας σκληρός αγωνιστής και παλαίμαχος των αριστερών ρήξεων και των εσωτερικών συγκρούσεων όπως ο Αλέκος Φλαμπουράρης σίγουρα ξέρει πώς να αντιμετωπίσει τα προβλήματα τόσο προσωπικό όσο και σε κομματικό επίπεδο. Από την ιδρυτική διακήρυξη του ΣΥΡΙΖΑ, την οποία είχε προσυπογράψει, μέχρι τη σημερινή επανασύσταση στην οποία θα λάβει ενεργά ρόλο υπάρχει μια γραμμή στην οποία έχει θητεύσει με ιδιαίτερη επιτυχία ο υπουργός Επικρατείας. Γι’ αυτό και όλοι ξέρουν όσον αφορά στο έκτακτο συνέδριο που θα λάβει χώρα τον Σεπτέμβριο ποιος θα βρίσκεται πίσω από τους νέους σχεδιασμούς, σε ποιον θα ανατρέξει ο Τσίπρας και ποιον πρέπει να σκεφτεί όταν βρει τα σκούρα.
Επομένως, όταν ο Αλέκος πετάει αμέριμνες ατάκες ρουφώντας με άνεση τον καφέ του δεν είναι απλώς ο εκκεντρικός θυμόσοφος, αλλά ο ιθύνων νους της κυβερνητικής στρατηγικής και ο μοναδικός έμπιστος του πρωθυπουργού. Ολοι άλλωστε στον ΣΥΡΙΖΑ λένε πως οι μόνοι που δεν θα φύγουν ποτέ από το πλευρό του πρωθυπουργού, ο κόσμος χαλάσει, είναι δύο: αν ο Νίκος Παππάς θεωρείται ο αδελφός του πρωθυπουργού, ο Φλαμπουράρης είναι ο πατέρας του. Κι έναν πατέρα οφείλει κανείς να τον ακούει, όπως κάποτε ένας ολόκληρος λαός άκουγε έναν άλλο Πατερούλη – και σίγουρα μόνο χαμένος δεν βγήκε.