Του Νίκου Σίμου-Εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ
Με εύλογο ενδιαφέρον, ως φυσική συνέπεια της πολυετούς αρχηγίας του στο κόμμα, αλλά και με σαφείς αποστάσεις από τα τεκταινόμενα, για να μην παρερμηνεύονται οι προθέσεις του, ο Κώστας Καραμανλής παρακολουθεί όσα συμβαίνουν στη Νέα Δημοκρατία.
Οσον αφορά την ήττα της παράταξης, ο πρώην πρωθυπουργός την αντιμετωπίζει με τον δέοντα πολιτικό ρεαλισμό, καθώς θα πρέπει κανείς να δει το σχετικό αποτέλεσμα από την οπτική της δυσκολίας που υπάρχει ένα κυβερνών κόμμα να χάσει τη λαϊκή πλειοψηφία σε διάστημα μόνο μερικών μηνών, ανεξαρτήτως του αν η κοινωνία δεν είναι απολύτως ευχαριστημένη από τη διακυβέρνησή του.
Υπό το πρίσμα αυτό, είναι φυσική η δεύτερη ευκαιρία που δίνεται στον Αλέξη Τσίπρα, δεδομένου μάλιστα ότι δεν έχει ακόμη εφαρμόσει τις μνημονιακές υποχρεώσεις.
Σχετικά με τα εσωκομματικά της Ν.Δ., ο πρώην πρωθυπουργός τηρεί σιγή ασυρμάτου και κρατά στάση απόλυτης ουδετερότητας, με αποκλειστική ανησυχία του να μη διασπαστεί το κόμμα και να διατηρηθεί η συνοχή του.
ΣΥΝΟΧΗ
Παρά την ουδετερότητα του Κώστα Καραμανλή, οι επαφές συνεργατών και συνομιλητών του με στελέχη του κόμματος και της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Ν.Δ. αποτελούν ασφαλή δεξαμενή άντλησης συγκεκριμένων ενδείξεων. Λόγου χάρη, όλοι αποδέχονται ότι η συνοχή του κόμματος μπορεί να εξασφαλιστεί καλύτερα από εκείνον που κατόρθωσε να το επανασυσπειρώσει και να διατηρήσει το εκλογικό ποσοστό του πάνω από το 28%. Πράγμα το οποίο καθιστά τη Νέα Δημοκρατία, σε σχέση με τα άλλα ιστορικά κόμματα της Μεταπολίτευσης, την παράταξη με τη μεγαλύτερη συνοχή και αντοχή.
Υπό αυτήν την έννοια, ο εγγυητής, στο πολιτικό μεσοδιάστημα βεβαίως, μοιάζει να είναι ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης. Κι αυτό διότι και ο ίδιος αντιλαμβάνεται, με την πολιτική εμπειρία που διαθέτει, ότι, στην περίπτωση που δεν θέσει υποψηφιότητα και ως μοναδικός υποψήφιος προβάλλει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, θα σπεύσει να θέσει υποψηφιότητα και όποιος… περνάει απέξω από τα γραφεία του κόμματος. Αναμφιβόλως, η Νέα Δημοκρατία κινδυνεύει να εισέλθει σε μεγάλη εσωστρέφεια, όπως υποστηρίζουν παλαιά και έμπειρα στελέχη της, καθώς και γνωστοί «εκλογομάγειροι» και άλλοτε ρυθμιστές των εσωκομματικών διαδικασιών, που συχνάζουν μεν στην Παναγή Κυριακού, χωρίς πάντως να μπορούν να εκμαιεύσουν τις σκέψεις του Κώστα Καραμανλή. Το ερώτημα που συζητούν είναι, αν τους επόμενους μήνες η Ν.Δ. παραμείνει σε συνθήκες εσωκομματικής γκρίνιας, ποια θα πρέπει να είναι η εξέλιξη που θα βοηθήσει την κεντροδεξιά παράταξη να «αναβιώσει», ενδεχομένως κάτω από έναν άλλο πολιτικό φορέα. Σε αυτές τις απορίες πάντοτε η σκέψη όλων αυτών των στελεχών στρέφεται προς τον σιωπώντα Κώστα Καραμανλή.
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ
Ο προβληματισμός που έχει να κάνει με τις προθέσεις του πρώην πρωθυπουργού παραβλέπει συγκεκριμένες προϋποθέσεις, πολιτικές συγκυρίες και την κοινωνική βούληση, σε τελευταία ανάλυση, στοιχεία που φαίνεται ότι λαμβάνει υπ’ όψιν ο ίδιος για την αξιολόγηση της τελικής στάσης του.
Εν πρώτοις, πρέπει συνυπολογιστεί η πορεία της νέας κυβέρνησης. Πολύ περισσότερο το προσεχές διάστημα, οπότε θα πρέπει και να ψηφίσει τους εφαρμοστικούς νόμους, αλλά και να υλοποιήσει το περιεχόμενό τους. Οπως παρατηρούσαν σχετικώς συνεργάτες του πρώην πρωθυπουργού, η σύνθεση της κυβέρνησης με περιορισμένες αλλαγές –εξαιρουμένου του οικονομικού επιτελείου για ευνόητους λόγους– δείχνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας δεν έχουν πιάσει τον σφυγμό της κοινωνίας, παρά το γεγονός ότι ξαναψηφίστηκαν. Είναι, με άλλα λόγια, μια κυβερνητική σύνθεση με πρόσωπα που επιλέχθηκαν σύμφωνα με το κομματικό συμφέρον. Και βεβαίως αυτό ισχύει για τον Αλέξη Τσίπρα, ανεξαρτήτως του τι θα είναι υποχρεωμένος να εφαρμόσει, δεσμευμένος και πιεζόμενος από τους Ευρωπαίους.
Από την άλλη πλευρά, παρατηρείται ότι στις μεσοπρόθεσμες εξελίξεις και στην αντοχή της κυβέρνησης θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν πρώτον οι τυχόν εσωκομματικές αντιδράσεις από αυτούς που ανήκουν στην ομάδα των «53», καθώς η εφαρμογή των νόμων στην κοινωνία θα είναι σε προφανή αντίθεση όχι μόνο με όσα στο παρελθόν έχει υποσχεθεί ο Αλ. Τσίπρας, αλλά και με την ιδεολογική δομή του κυβερνώντος κόμματος. Επιπλέον, έχουμε μια κυβέρνηση που καλείται να εφαρμόσει πράγματα που δεν πιστεύει, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει σημαντική μετάλλαξη κάποια στιγμή στην κυβερνητική συμπεριφορά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Κατά δεύτερο λόγο, τουλάχιστον για τα επόμενα δύο χρόνια είναι περιοριστικό το πλαίσιο της νέας συμφωνίας που ο κ. Τσίπρας έχει υπογράψει, η οποία είναι δεσμευτική για τη συνέχεια του κράτους και τη διατήρηση της εθνικής αξιοπιστίας για οποιοδήποτε κόμμα θα υποκαθιστούσε τον ΣΥΡΙΖΑ. Υπό την έννοια αυτή, τίποτε άλλο δεν μπορεί να υποσχεθεί κανένας και, κατά συνέπεια, ορθώς ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης δεν υποσχέθηκε τίποτε.
Οι συγκυρίες που μπλοκάρουν την πρωταγωνιστική ανάμιξή του
Η κοινωνία αυτή τη στιγμή έχει αξιολογήσει –και για αυτό δείχνει ανοχή– τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ (η οποία είναι αλήθεια ότι τίποτε δεν εφάρμοσε και, άρα, ουσιαστικώς δεν κυβέρνησε) σε σχέση με την προηγούμενη πενταετία, η οποία ήταν ιδιαίτερα επώδυνη, ανεξαρτήτως όσων δικαιολογημένα λέγονται, ότι το Μνημόνιο του Αλ. Τσίπρα είναι πιο επαχθές. Η κοινωνία για να αντιδράσει πρέπει να δει να εφαρμόζεται η συμφωνία, για να έχει πιο απτά δείγματα σύγκρισης και να πεισθεί ότι το τρίτο Μνημόνιο έχει μεγαλύτερες επιβαρύνσεις.
Με τα δεδομένα αυτά, η κοινή γνώμη σήμερα δεν έχει προκαλέσει συνθήκες αναγκαστικής αναδιάταξης της κεντροδεξιάς παράταξης, όπου θα είχε λόγο ο Κώστας Καραμανλής να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο. Αρκείται, με άλλα λόγια, ακόμη στην ανοχή που δείχνει απέναντι στον Αλέξη Τσίπρα, στο μέγεθος της εμπιστοσύνης που έδειξε προς τη Νέα Δημοκρατία και τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη και, βεβαίως, στην επιφυλακτικότητα και στον προβληματισμό της, που εκδηλώθηκε με την εντυπωσιακή αποχή. Ομως, οι σημερινές συνθήκες είναι περισσότερο από βέβαιο ότι δεν συνιστούν την κατάλληλη συγκυρία για την ανασύνταξη της Κεντροδεξιάς και, βεβαίως, την πρωταγωνιστική ανάμιξη του Κώστα Καραμανλή σε ένα τέτοιο εγχείρημα…