του Τάσου Τσιφόρου
Στην τελική της ευθεία εισέρχεται η προεκλογική μάχη για την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας καθώς μεσολαβούν μόλις 10 ημέρες πριν τις κάλπες της 22ας Νοεμβρίου, που δεν αποκλείεται να κρίνουν το νέο Πρόεδρο του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Χωρίς τη δυνατότητα, όπως όλα δείχνουν, τις απευθείας αντιπαράθεσης – συζήτησης μεταξύ των υποψηφίων, καθώς η μεν συνδιάσκεψη (σ.σ. όπως είχε προαναγγείλει το Newpost) παραπέμφθηκε στις καλένδες ενώ το σενάριο σύγκλησης της ΚΟ του κόμματος είναι εξαιρετικά ασθενές, οι τέσσερις υποψήφιοι αναπτύσσουν την προσωπική τους στρατηγική, αντιμέτωποι με προσδοκίες αλλά και παγίδες.
Ο κ. Ευάγγελος Μεϊμαράκης κινείται με τη δυναμική που του προσφέρει η θέση του ως εν ενεργεία Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας αλλά και οι δημοσκοπήσεις που τον φέρουν, όσες έχουν τουλάχιστον δημοσιευτεί, να προηγείται των υπολοίπων διεκδικητών.
Ο κ. Μεϊμαράκης επενδύει στην ιστορία της παράταξης, εξ ου και οι αναφορές στη Ρηγίλλης αλλά και στην επιστροφή στον πυρσό, το παραδοσιακό σύμβολο του κόμματος, ενώ επιδιώκει να αναδειχθεί σε παράγοντες ενότητας του κόμματος. Αυτό το πράττει αρνούμενος μία τηλεοπτική αντιπαράθεση με τους συνυποψηφίους του, στοιχείο που του «κοστίζει» απέναντι σε νεότερης ηλικίας ψηφοφόρους του κόμματος, ωστόσο μοιάζει να κυριαρχεί στην κύρια μάζα των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας.
Είναι ενδεικτικό πως, μιλώντας στο ΣΚΑΪ, ο Άδωνις Γεωργιάδης αναγνώρισε ότι το αίτημα του ιδίου, αλλά και του κ. Μητσοτάκη, για debate των υποψηφίων δεν είναι κυρίαρχο στη «γαλάζια βάση». Με το καπέλο του εν ενεργεία Προέδρου, ο κ. Μεϊμαράκης επενδύει στις παραδοσιακές συντηρητικές αξίες, προειδοποιώντας για τους χειρισμούς της κυβέρνησης στα εθνικά, ανεβάζοντας τους τόνους έναντι των ισχυρισμών Φίλη για το Ποντιακό και, κυρίως, δηλώνοντας ότι η Νέα Δημοκρατία δεν θα ψηφίσει άλλα φορολογικά ή εισπρακτικά μέτρα.
Άλλωστε, ένα κριτήριο επιλογής στις «γαλάζιες» κάλπες είναι και το ποιός είναι ο καλύτερος για να ασκήσει κριτική στην κυβέρνηση Τσίπρα. Και σε αυτό το πεδίο, η σύγκρουση των τεσσάρων διεκδικητών είναι σκληρή. Εδώ είναι που, παράλληλα με το σύνθημα ότι είναι «ένας από εμάς», μοιάζει να επενδύει ο κ. Άδωνις Γεωργιάδης.
«Εγώ δεν θέλω να εκλεγώ αρχηγός για να ακολουθήσω πολιτική συναίνεσης με τον κ. Τσίπρα. Θέλω να εκλεγώ αρχηγός για να ακολουθήσω πολιτική σύγκρουσης με τον κ. Τσίπρα. Και όσοι με ψηφίζετε, να το ξέρετε. Με ψηφίζετε για να αντιμετωπίσουμε την αριστερά στα ίσα. Χωρίς φόβο και χωρίς δειλία» σημείωσε, χθες, από τα Τρίκαλα.
Ο κ. Γεωργιάδης μοιάζει να είναι ο πλέον χαλαρός από τους τέσσερις υποψηφίους. Καίτοι το αρνείται, ο ίδιος μοιάζει να έχει αποδεχθεί ότι θα είναι έκπληξη μεγάλου μεγέθους εάν καταφέρει να περάσει στο δεύτερο γύρο, συνεπώς εμφανίζεται να απολαμβάνει το ότι κατέστη κεντρικός παίκτης στα νεοδημοκρατικά δρώμενα, απολαμβάνει αποδοχής όχι μόνον από λαϊκά, δεξιά στρώματα αλλά και από μέρος της μεταρρυθμιστικής, μεσοαστικής τάξης, και δίνει τη μάχη για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα στην κάλπη.
Διαφορετική είναι η συνθήκη για τον κ. Κυριάκο Μητσοτάκη και τον κ. Απόστολο Τζιτζικώστα.
Ο τρίτος της οικογένειας Μητσοτάκη που διεκδικεί την ηγεσία του κόμματος, μπορεί να έχει δρομολογήσει την πλέον πολιτική εκστρατεία, ωστόσο μοιάζει να παγιδεύεται από το βάρος του ονόματος και το ασθενική δυναμική του φιλελευθερισμού στην ελληνική κοινωνία. Ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης έχοντας την θερμή στήριξη και του πατρός του, βλέπει το τελευταίο διάστημα τους συμμετέχοντες στις συγκεντρώσεις του να αυξάνονται αλλά και τη διμέτωπη κριτική του, προς τον κ. Ευ. Μεϊμαράκη ως επιλογή ήττας και προς τον Απόστολο Τζιτζικώστα ως εξωκοινοβουλευτική (και άρα προβληματική) υποψηφιότητα να αποδίδουν. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, ο κ. Μητσοτάκης εμφανίζεται να διεκδικεί τη δεύτερη θέση που θα τον φέρει στο δεύτερο γύρο ενώ ο μείζον στόχος του είναι να κερδίσει την ψήφο όσων εμφανίζονται να μιλάνε θετικά για τον ίδιο.
Το, όχι και τόσο παράδοξο στοιχείο, είναι ότι Μητσοτάκης και Μεϊμαράκης αντλούν από την ίδια δεξαμενή, ειδικά στο λεκανοπέδιο της Αττικής. Και υπό την έννοια αυτή, μία καλή εκλογική επίδοση του κ. Μητσοτάκη, μπορεί να αποδειχθεί ευεργετική για τον κ. Απόστολο Τζιτζικώστα, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι θα είναι τουλάχιστον δεύτερους στις 22 του μήνα.
Ο 37χρονος Περιφερειάρχης αποτελεί την πρόταση ανανέωσης του κόμματος, έστω κι αν η παρουσία του είναι αρκούντως συντηρητική προκειμένου να μην… τρομοκρατηθεί το συντηρητικό και μεγάλης ηλικίας ακροατήριο της ΝΔ. Παρά την εκρηκτική εκκίνηση, όταν και φαινόταν να έχει ισχυρή δυναμική και να λογίζεται ως ακλόνητο φαβορί, οι επιθέσεις Μεϊμαράκη, Μητσοτάκη και Γεωργιάδη για το γεγονός ότι δεν είναι βουλευτής απέδωσαν ενώ και οι τηλεοπτικές του εμφανίσεις δεν ήταν πάντοτε επιτυχείς. Ωστόσο, διατηρεί ακόμη το στοιχείο της ρηξικέλευθης υποψηφιότητας, επιδιώκει να ορίσει την ατζέντα και να προσωποποιήσει το αίτημα ανανέωσης που κυριαρχεί στο πολιτικό σκηνικό.
Στο παρασκήνιο, δε, δίνει σκληρή οργανωτική μάχη, με δύο στόχους: αφενός να ενισχύσει την παρουσία του στη βόρεια Ελλάδα που θεωρείται το προπύργιό του και μπορεί να του δώσει μία σημαντική ώθηση, αφετέρου δε να βελτιώσει την απήχησή του στις υπόλοιπες περιφέρειες. Εφόσον επαληθευτούν κάποια στοιχεία δημοσκοπήσεων, σε συγκεκριμένες περιοχές της χώρας όπου παρατηρείται κυριαρχία είτε του κ. Τζιτζικώστα είτε του κ. Μεϊμαράκη, η πόλωση είναι τέτοια που απειλεί με σύνθλιψη τους άλλους υποψηφίους.