«Το απόγευμα επρόκειτο να παντρευτώ και η αδερφή μου με βοηθούσε να ντυθώ όταν με ρώτησε “Είσαι αγχωμένη;”. Μπορώ με ειλικρίνεια να πω ότι δεν ήμουν. Ήμουν μία ώρα μακριά από τον γάμο που πάντα ονειρευόμουν, σε μία παραλία στην Χαβάη, με τον άντρα που ήταν ο καλύτερός μου φίλος.
Κούνησα το κεφάλι μου και θυμάμαι ακριβώς την απάντησή της: «Λοιπόν, γιατί να είσαι; Είναι τόσο τέλειος τύπος”. Έκτοτε το σκέφτομαι συχνά. Κάποτε, με έκανε να κλαίω. Τώρα το βρίσκω σχεδόν αστείο».
Με τα παραπάνω λόγια η Cyndi Maisonneuve περιγράφει σε επιστολή της στoν Guardian την εμπειρία της από την ημέρα του γάμου της, όταν ο μέλλων σύζυγός της τήν παράτησε μία ώρα πριν την τελετή.
Όπως εξηγεί, γνωρίστηκαν σε έναν αγώνα μπέιζμπολ. «Ήταν ψηλός και χαριτωμένος. Εγώ ζούσα στο Τορόντο και εκείνος δύο ώρες μακριά στο βόρειο Οντάριο, αλλά ξεκινήσαμε να βγαίνουμε ραντεβού. Θα οδηγούσα για να τον συναντήσω κάθε Σαββατοκύριακο. Ήμασταν συνεπαρμένοι. Όταν μου έκανε πρόταση γάμου έξι μήνες αργότερα -σε μία παραλία βλέποντας την ανατολή του ηλίου -δεν μου φάνηκε βεβιασμένο. Εγώ ήμουν 23 και ένιωθα σαν να έμπαινε η ζωή μου στο δρόμο της. Ο κόσμος έλεγε πόσο ωραίο ζευγάρι φαινόμασταν. Ήμασταν και οι δύο δραστήριοι και φιλόδοξοι, και τα πήγαινε καλά με την οικογένειά μου. Ενώ σχεδιάζαμε τον γάμο αγοράσαμε μαζί ένα σπίτι. Σίγουρα είχαμε λογομαχίες, αλλά ποιο ζευγάρι δεν έχει».
Ο γάμος σχεδιάστηκε να γίνει στην Χαβάη και όπως υποστηρίζει στην επιστολή της η Cyndi, ο σύντροφός της συμμετείχε και εκείνος και σε μεγάλο βαθμό στις ετοιμασίες. «Την ημέρα του γάμου», συνεχίζει, «ήμουν τόσο ενθουσιασμένη. Πήγα για τρέξιμο το πρωί και θυμάμαι να λέω στον εαυτό μου να τα απολαύσει όλα. Μέναμε σε ένα ξενοδοχείο που έβλεπε στην παραλία που θα γινόταν η τελετή, και από το παράθυρό μου παρατηρούσα τις προετοιμασίες. Ίσως για αυτό δεν ήμουν αγχωμένη ενώ ετοιμαζόμουν. Ίσως για αυτό είχα τυφλωθεί τόσο πολύ από αυτό που θα ακολουθούσε».
Η Cindy συνεχίζει περιγράφοντας την μοιραία στιγμή. «Μπήκε στο δωμάτιό μου και είπε ότι πρέπει να μιλήσουμε μόνοι. Έκλαιγε. Υπέθεσα ότι άφησε τα συναισθήματα της ημέρας να τον συνεπάρουν. Μετά το είπε. “Δεν νομίζω ότι μπορώ να το κάνω”. Δεν μπορούσα να καταλάβω. Ρώτησα: “Αστειεύεσαι;”. Κούνησε το κεφάλι του. Στάθηκα εκεί -με το πέπλο να είναι ήδη στα μαλλιά μου. Αυτός ο άντρας που υποτίθεται ότι ήταν ο έρωτας της ζωής μου μού έλεγε ότι ακύρωνε τον γάμο λιγότερο από ώρα πριν κατευθυνθούμε στην παραλία. Δεν ρώτησα ούτε το γιατί. Του είπα να φύγει. Το δωμάτιο του ξενοδοχείου μού φαινόταν ξαφνικά τόσο μικρό».
Η αδερφή και η παράνυμφος της Cyndi έτρεξαν από πίσω του, αλλά εκείνος το έβαλε στα πόδια. «Αν υπήρχε έστω και μία αμφιβολία ότι ήταν απλά πανικός της τελευταίας στιγμής, ανοίγοντας τις ντουλάπες αποδείχτηκε το αντίθετο», λέει η Cyndi εξηγώντας ότι όσο εκείνη ήταν έξω το πρωί, ο σύντροφός της είχε μαζέψει όλα τα ρούχα του και το διαβατήριό του. «Πραγματικά με παράτησε. Ήμουν πληγωμένη. Ταπεινωμένη, απεγνωσμένη», λέει θέλοντας να περιγράψει τα συναισθήματά της.
Λίγες μέρες αργότερα, και ενώ βρισκόταν ακόμα στο νησί, κάτι που έκανε την κατάστασή της ακόμα χειρότερη, τον συνάντησε τυχαία σε ένα πάρκινγκ. Η θλίψη της είχε μετατραπεί σε θυμό και τον αποκάλεσε «δειλό».
Οι διακοπές της συνέχισαν με ένα σωρό δραστηριότητες ώστε να επιστρέφει κάθε βράδυ εξουθενωμένη στο δωμάτιό της και να κοιμάται χωρίς να χρειαστεί να σκεφτεί ούτε για ένα λεπτό.
Η επιστροφή στον Καναδά όμως, τής επιφύλασσε και άλλες δυσκολίες καθώς από τη μία έπρεπε να πουλήσει το σπίτι και από την άλλη να επιστρέψει στο πατρικό της.
Στο τέλος της επιστολής της η Cyndi αναφέρει ότι ο πρώην σύντροφός της σε μία συνάντηση λίγες βδομάδες αργότερα τής ζήτησε να μείνουν μαζί, αλλά όχι μα παντρευτούν. «Ο λόγος που μου έδωσε για την ακύρωση ήταν ότι εκείνος δεν ήθελε παιδιά, ενώ εγώ ήθελα. Ποτέ δεν εξήγησε γιατί αυτό μετατράπηκε σε ένα άλυτο ζήτημα μόνο την ημέρα του γάμου. Τελικά χάσαμε επαφή. Σήμερα, έξι χρόνια μετά ξεκίνησα να βγαίνω ραντεβού ξανά», γράφει και συνεχίζει: «Ό, τι συνέβη ανήκει πλέον στο μακρινό παρελθόν. Το είπα σε έναν καινούριο φίλο πρόσφατα και διαπίστωσα ότι πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα πολύ ωραίο ανέκδοτο. Μπορώ ακόμα και να γελάσω μαζί του».