Ασυνήθιστο συμβάν με τραγική κατάληξη, που έμεινε στην ιστορία ως «Η Ζυθοπλημμύρα του Λονδίνου» (London Beer Flood).
Το περιστατικό εκτυλίχθηκε στη διασταύρωση των οδών Τότεναμ Κορτ και Όξφορντ, στο δυτικό άκρο (West End) του Κεντρικού Λονδίνου. Εκεί υπήρχε από το 1764 η έδρα της ζυθοποιίας Μάιοξ (Meux), ιδιοκτησίας του σερ Χένρι Μάιοξ, βουλευτή του Συντηρητικού Κόμματος. Το εργοστάσιο, που παρήγαγε κυρίως μαύρη μπύρα (porter), δέσποζε μιας φτωχογειτονιάς, που ανήκε στην ενορία του Αγίου Αιγιδίου των Αγρών (St Giles in the Fields).
Στις 6 το απόγευμα της 17ης Οκτωβρίου 1814, μία μεγάλη ξύλινη δεξαμενή, ύψους έξι μέτρων, που περιείχε 600 τόνους μπύρας, διερράγη λόγω παλαιότητας και προκάλεσε αλυσιδωτά τη θραύση και άλλων μικρότερων δεξαμενών. Το κύμα, που έμοιαζε με τσουνάμι, γκρέμισε έναν από τους τοίχους του εργοστασίου και περίπου 1.500 τόνοι μπύρας ξεχύθηκαν με ορμή στο δρόμο. Η βοή ακούστηκε μέχρι και οκτώ χιλιόμετρα μακρύτερα, σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής.
Στο διάβα του, το ζυθοτσουνάμι παρέσυρε δύο φτωχόσπιτα και προκάλεσε την κατάρρευση του τοίχου μιας παμπ, παγιδεύοντας στα ερείπιά του τη 14χρονη σερβιτόρα Έλινορ Κούπερ. Την ίδια ώρα, που δεκάδες μικρά ισόγεια και υπόγεια διαμερίσματα πλημμύριζαν, κάποιοι από τους περιοίκους προσπαθούσαν με κουβάδες και άλλα πρόσφορα μέσα να συλλέξουν την μπύρα, αφού, όπως έλεγαν, δεν έπρεπε να πάει χαμένο τέτοιο θεόσταλτο δώρο. Εννέα άνθρωποι συνολικά έχασαν τη ζωή τους από την ασυνήθιστη αυτή πλημμύρα, ανάμεσά τους και η 14χρονη σερβιτόρα Έλινορ Κούπερ. Ο τελευταίος από τοξική δηλητηρίαση, μέρες αργότερα. Προφανώς θα προσπάθησε να συγκρατήσει την πλημμύρα πίνοντας όσο περισσότερη μπύρα μπορούσε.
[irp posts=”74283″ name=”Τι δεν πρέπει να πείτε ποτέ σε κάποιον που κάνει δίαιτα για να χάσει κιλά”]
Το γεγονός προκάλεσε αίσθηση στο Λονδίνο και χιλιάδες περίεργοι άρχισαν να συνωθούνται στο σημείο της τραγωδίας. Κάποιοι από τους συγγενείς των θυμάτων σκέφθηκαν να επωφεληθούν και έβγαλαν τα προσφιλή τους πρόσωπα σε κοινή θέα με την πληρωμή εισιτηρίου. Η αστυνομία επενέβη και αποφάσισε να βάλει τέρμα στη μακάβρια έκθεση. Οι κηδείες των θυμάτων έγιναν την επόμενη ημέρα (18 Οκτωβρίου 1814) και τα έξοδα καλύφθηκαν από έρανο των ενοριτών του Αγίου Αιγιδίου.
Οι αρχές οδήγησαν τους υπευθύνους της εταιρείας στη δικαιοσύνη. Δικαστές και ένορκοι, όμως, τους αθώωσαν, αφού δέχθηκαν ότι το τραγικό συμβάν ήταν προϊόν ανωτέρας βίας και οι θάνατοι τυχαίο γεγονός. Η εταιρεία βρέθηκε προσωρινά σε δεινή οικονομική θέση, καθώς είχε προπληρώσει τέλη και φόρους για τις χαμένες ποσότητες της μπύρας. Προσέφυγε στο Κοινοβούλιο και πέτυχε την επιστροφή τους, με αποτέλεσμα να συνεχίσει κανονικά τη λειτουργία της έως το 1961, οπότε άλλαξε χέρια.