Φωτιά έχουν πάρει οι υπόγειες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους δανειστές, με τα πάντα να είναι στον αέρα, τέσσερις μέρες πριν το δημοψήφισμα, με τη χώρα να έχει εισέλθει στη ζώνη της χρεοκοπίας μετά την μην πληρωμή του ΔΝΤ, αλλά και να είναι χωρίς πρόγραμμα «διάσωσης», αφού το προηγούμενο έληξε τα μεσάνυχτα. Κι όλα αυτά την ώρα που η τραπεζική ασφυξία που έχει επιβληθεί στη χώρα δημιουργεί μία εκρηκτική οικονομική, κοινωνική, αλλά και πολιτική κατάσταση, που πιέζει την κυβέρνηση και τον ίδιο τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα.
Στο τραπέζι είναι πλέον η νέα ελληνική πρόταση προς τους ευρωπαίους εταίρους και η οποία προβλέπει να υπάρξει χρηματοδοτική κάλυψη της χώρας για την επόμενη διετία (ύψους 29 δις ευρώ), ώστε να καλυφθούν πλήρως οι υποχρεώσεις προς τους δανειστές στη διάρκεια αυτής της περιόδου. Παράλληλα περιλαμβάνει και αίτημα για αναδιάρθρωση του χρέους, ώστε να ελαφρυνθεί κατά το δυνατόν. Το αίτημα έχει σταλεί από τον πρωθυπουργό το απόγευμα της Τρίτης και περιλαμβάνει ένα νέο σκληρό πακέτο μέτρο, εν είδει μνημονίου, καθώς ο ESM (Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Διάσωσης) στον οποίο απευθύνεται παρέχει δάνεια μόνο με αυτό τον τρόπο – φυσικά και με αυστηρή επίβλεψη τύπου τρόικας.
Σύμφωνα με πληροφορίες το πακέτο αυτό των μέτρων είναι ουσιαστικά μία ανασύνθεση της πρότασης Γιούνκερ, που συζητούνταν μέχρι τώρα ανάμεσα στα δύο μέρη, ως αναγκαίο για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης του δεύτερου προγράμματος. Πληροφορίες αναφέρουν, αλλά και ο Γερούν Ντάισελμπλουμ (πρόεδρος του Eurogroup, το οποίο συνεδριάζει το μεσημέρι για να εξετάσει το νέο αίτημα) το έθεσε ως απαίτηση, ότι το νέο πακέτο είναι μάλλον πιο σκληρό από εκείνο του κ. Γιούνκερ καθώς καλύπτει μεγαλύτερη περίοδο κάλυψης των χρηματοδοτικών αναγκών – η πρόταση του προέδρου της Κομισιόν «έφτανε» χρηματοδοτικά μόνο μέχρι τον Νοέμβριο.
Σημειωτέον ότι για την ελληνική πλευρά αυτό το στοιχείο είναι εξαιρετικά σημαντικό και καθοριστικό για τη στάση της: Θα επιτρέψει στην ελληνική οικονομία να σταθεροποιηθεί για ένα μεσοδιάστημα δύο ετών και δεν θα βρίσκεται διαρκώς υπό καθεστώς αστάθειας και αβεβαιότητας, άρα σημαίνει ότι αυτή είναι μία λύση βιώσιμη, έστω και σκληρή.
Ωστόσο το πρόβλημα στις διαπραγματεύσεις υπό το νέο πρίσμα και με βάση τη νέα ελληνική πρόταση, ξεκινούν από αυτό το σημείο: Οι εταίροι και κυρίως οι Γερμανοί διαμηνύουν ότι οποιαδήποτε συζήτηση για να έχει θετική εξέλιξη, ή ακόμη και να ξεκινήσει επί της ουσίας, προϋποθέτει είτε την ακύρωση του δημοψηφίσματος (αν και δεν λέγεται αυτό ανοιχτά και δημόσια), είτε την ολοκλήρωσή του με την επικράτηση του ΝΑΙ. Ζητούν μάλλον ευθέως πλέον να αναδιπλωθεί η κυβέρνηση και να στηρίξει και αυτή το ΝΑΙ, κάτι που έχει προκαλέσει έντονο προβληματισμό στο εσωτερικό της. Ο κ. Τσίπρας δέχεται εισηγήσεις από στενούς συνεργάτες και υπουργούς να ακυρώσει το δημοψήφισμα και είναι ενδεικτικό ότι ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης δήλωσε χθες βράδυ ότι είναι θέμα πολιτικής απόφασης τι θα γίνει. «Το δημοψήφισμα προκηρύχθηκε για να επιτευχθεί συμφωνία με συγκεκριμένα κριτήρια», είπε χαρακτηριστικά, αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα επανεξεταστεί εάν προκύψει κάτι νέο.
Ωστόσο αυτή θεωρείται μία κίνηση (η ακύρωση ή η στροφή στο ΝΑΙ) με υψηλό ρίσκο, εάν δεν συνοδεύεται με απτές δεσμεύσεις και αποτελέσματα από το μέτωπο των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές. Γι’ αυτό και θεωρούνται αξιόπιστες οι πληροφορίες ότι ο υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης προσπάθησε το βράδυ της Τρίτης να ανταλλάξει το χρέος με το δημοψήφισμα, επιχείρησε δηλαδή να αποσπάσει δεσμεύσεις των Ευρωπαίων για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους με αντάλλαγμα την ακύρωση του δημοψηφίσματος της Κυριακής από την κυβέρνηση Τσίπρα.
Η πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης δεν αντιμετωπίστηκε αρνητικά από τους εταίρους, αλλά από την πλευρά τους το «αγκάθι» θεωρείται το δημοψήφισμα και το αποτέλεσμά του.
Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Μάρτιν Σουλτς ζήτησε ευθέως από τον πρωθυπουργό «να μετακινηθεί από τη θέση που βρίσκεται σήμερα».
«Εάν ο Αλέξης Τσίπρας κινηθεί σε μια άλλη κατεύθυνση, για παράδειγμα να υποστηρίξει ένα “ναι” στο δημοψήφισμα, θα έχουμε σίγουρα μια τελείως διαφορετική κατάσταση από την Κυριακή το βράδυ. Πάντα υπάρχουν επιλογές όταν κινούμαστε στη σωστή κατεύθυνση» τόνισε ενδεικτικά.
Είναι προφανές ότι και οι δύο πλευρές μετρούν δυνάμεις και διαθέσεις, ενώ κυρίως η ελληνική πλευρά έχει στενά περιθώρια ελιγμών. Ιδίως με τα όσα συμβαίνουν τόσο με τις τράπεζες και την πραγματική οικονομία, όσο και με την αυξανόμενη πολιτική πίεση, ιδίως με τη διόγκωση του κινήματος του ΝΑΙ – παρότι οι δημοσκοπήσεις είναι ακόμη μοιρασμένες. Υπό αυτό το πρίσμα κυβερνητικά στελέχη θεωρούν ότι αρκεί ένα νεύμα από τους ευρωπαίους σήμερα για να αναδιπλωθεί ο πρωθυπουργός και να ανοίξει άλλος δρόμος στις διαπραγματεύσεις. Μάλιστα σε αυτό το πλαίσιο έχει τεθεί και το αίτημα να αποκατασταθεί ο ELA προς τις ελληνικές τράπεζες αμέσως μόλις αλλάξει η στάση της κυβέρνησης, αλλά ούτε σε αυτό το σημείο εκφράζεται θετική ανταπόκριση από τις Βρυξέλλες, αφού υπάρχει μεγάλη επιφυλακτικότητα για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί και λέγεται ότι οι όποιες κινήσεις πρέπει να είναι προσεκτικές.
Η Αθήνα εκτιμά πάντως ότι και η άλλη πλευρά δεν έχει την πολυτέλεια να υποστεί ένα «ΟΧΙ» στο ελληνικό δημοψήφισμα και άρα όσο αυτό είναι ένα ισχυρό ενδεχόμενο, τόσο θα αναγκαστεί να αποδεχθεί συζήτηση επί της νέας πρότασης. Γι’ αυτό το λόγο επιμένουν στην άποψή τους οι υποστηρικτές του δημοψηφίσματος και του ΟΧΙ, καθώς θεωρούν επιπλέον ότι ο κ. Τσίπρας δεν μπορεί να αλλάξει τη στάση του, καθώς κάτι τέτοιο θα «τσαλάκωνε» το κύρος του, χωρίς να είναι βέβαιο το αποτέλεσμα.