Στο άκουσμα της είδησης για το ελληνικό δημοψήφισμα, η Λίλια Μοζεσντοτίρ, οικονομολόγος και πρώην βουλευτής του ισλανδικού κοινοβουλίου, ανακάλεσε στη μνήμη της, τις έντονες συζητήσεις εντός και εκτός Ισλανδίας για τα δύο δημοψηφίσματα που διεξήχθησαν το 2010 και το 2011 στη χώρα, για την υπόθεση Icesave.
Η Λίλια Μοζεσντοτίρ, η οποία αντιτάχθηκε στη διάσωση της τράπεζας Icesave, κατά τη θητεία της, προέδρευσε της κοινοβουλευτικής επιτροπής για τη ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ισλανδίας μετά από την κατάρρευσή του και της κοινοβουλευτικής επιτροπής κοινωνικών υποθέσεων. Το 2010 διατέλεσε αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Η Λίλια Μοζεσντοτίρ θυμάται…
Αμέσως στο άκουσμα της είδησης για το ελληνικό δημοψήφισμα, ανακάλεσα στη μνήμη μου τις έντονες συζητήσεις εντός και εκτός Ισλανδίας για τα δύο δημοψηφίσματα που διεξήχθησαν το 2010 και το 2011στη χώρα, σχετικά με την υπόθεση Icesave. Στα δύο δημοψηφίσματα, οι πολίτες της Ισλανδίας κλήθηκαν να επιλέξουν εάν θα ψηφίσουν ΝΑΙ ή ΟΧΙ στην πρόταση να εγγυηθεί το κράτος την αναχρηματοδότηση του ιδιωτικού χρέους των τραπεζών.
Η εμπειρία των δύο δημοψηφισμάτων
Το δημοψήφισμα είναι ο μόνος τρόπος να εμποδίσεις τους πιστωτές από το να μετατρέπουν το ιδιωτικό χρέος σε δημόσιο και να επιβάλλουν δεινές πολιτικές στους λαούς!
Η διεθνής κοινότητα (ΔΝΤ, ΕΕ και άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά) συνασπίστηκε προκειμένου να ασκήσει πίεση στην Ισλανδία –πρώτα στην κυβέρνηση και μετά στο λαό – ώστε να δεχτεί τους όρους των πιστωτών που θα καθιστούσαν το χρέος μας μη βιώσιμο.
Ο λαός της Ισλανδίας κατηγορήθηκε επανειλημμένα από τη διεθνή κοινότητα για την απροθυμία του να αποπληρώσει το χρέος του, παρά το επρόκειτο για ιδιωτικό χρέος και το ισλανδικό κράτος δεν είχε καμιά νομική υποχρέωση να το πληρώσει.
Το ΔΝΤ σταμάτησε την καταβολή χρηματοδότησης για πολλούς μήνες από το 2009 έως το 2010 για να αναγκάσει τον ισλανδικό λαό να «πεινάσει» και να ψηφίσει ΝΑΙ σε προτάσεις που θα καθιστούσαν το χρέος μας μη βιώσιμο, υποβάλλοντας το λαό σε μεγάλα δεινά.
Οι οίκοι αξιολόγησης (ιδίως ο οίκος Fitch) απείλησαν με υποβάθμιση της αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας στην περίπτωση που οι πολίτες ψήφιζαν ΟΧΙ. Η απειλή όμως αυτή δεν συμβάδιζε με το βασικό «οικονομικό κανόνα», σύμφωνα με τον οποίο λιγότερο δημόσιο χρέος (δηλ. ψήφος στο ΟΧΙ) μειώνει τον κίνδυνο χρεοκοπίας και οδηγεί σε υψηλότερη και όχι χαμηλότερη κατάταξη της πιστοληπτικής ικανότητας.
Η διεθνής κοινότητα αγνόησε την κυριαρχία της Ισλανδίας και απείλησε με ισχυρισμούς ότι μια ψήφος στο ΟΧΙ θα οδηγούσε στην έξοδο της χώρας από τις διεθνείς αγορές για μεγάλο διάστημα. Αυτό δεν έγινε και το ισλανδικό κράτος μπόρεσε να επανέλθει στις διεθνείς αγορές το 2011, κατά την περίοδο διεξαγωγής του δεύτερου δημοψηφίσματος. Ωστόσο, αυτός ο ψυχολογικός πόλεμος προκάλεσε βαθύ διχασμό στο λαό της Ισλανδία (οικογένειες, φίλοι, πολιτικά κόμματα, ακαδημαϊκή κοινότητα κλπ.) που ακόμη δηλητηριάζουν την πολιτική ζωή της χώρας.
Όσοι τάχθηκαν υπέρ των προτάσεων υποστήριξαν πως οι διεθνείς συμφωνίες είναι γραμμένες σε μια ξένη, τεχνική γλώσσα που είναι δύσκολο να γίνει κατανοητή για το λαό, επομένως δεν θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί δημοψήφισμα. Εκείνοι πάντως που απέρριψαν τις προτάσεις δεν δυσκολεύτηκαν να αποφασίσουν τι θα ψηφίσουν.
Σε μια δημοσκόπηση της εταιρείας Gallup Iceland, τον Αύγουστο του 2009, το 63% τασσόταν κατά της πρώτης πρότασης συμφωνίας για την υπόθεση Icesave, όπως διατυπώθηκε τον Ιούνιο εκείνου του έτους. Οι άνδρες, οι μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες και οι κάτοχοι πανεπιστημιακής μόρφωσης φαίνονταν να υποστηρίζουν τη διάσωση των τραπεζών από το κράτος (ψηφοφόροι του ΝΑΙ), ενώ οι γυναίκες, οι νεότερες ηλικιακές ομάδες και οι πολίτες χωρίς πανεπιστημιακή μόρφωση να την απορρίπτουν (ψηφοφόροι του ΟΧΙ).
Τελικά, η συντριπτική πλειοψηφία (98% το 2010 και 60% το 2011) ψήφισε ΟΧΙ στα δύο δημοψηφίσματα. Πολλοί ήταν εκείνοι που δήλωσαν ότι το κάνουν αυτό για τα παιδιά τους, ενώ οι νεότεροι για να έχουν ένα δικαίωμα σε ένα καλύτερο μέλλον στην Ισλανδία και όχι στο εξωτερικό.
Η υπερψήφιση του ΟΧΙ από τους Ισλανδούς έσωσε τη χώρα από μέτρα λιτότητας ύψους 9% του ΑΕΠ το 2010 και 4% το 2011.