Στο βωμό της πόλωσης του προεκλογικού σκηνικού για την αύξηση της συσπείρωσης
Σε υψηκάμινο σεναρίων και πρωθυπουργών εξελίσσεται η προεκλογική περίοδος καθώς τα κομματικά επιτελεία πριμοδοτούν την πόλωση αναγνωρίζοντας τις χαμηλές συσπειρώσεις και την διαίτερα σύντομη προεκλογική περίοδο.
Με δεδομένο και κοινωνικά εμπεδωμένο το τρίτο Μνημόνιο τα κόμματα εξουσίας αδυνατούν να αρθρώσουν ουσιαστικό-πολιτικό λόγο, ενώ τα βλέμματα εταίρων και θεσμών είναι καρφωμένα στους πολιτικούς αρχηγούς. Ετσι το πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης περιορίζεται και οξύνεται εν τη απουσία ουσιαστικών επιχειρημάτων. Στο βωμό της συσπείρωσης καίγονται απριόρι τα σενάρια μετεκλογικών συνεργασιών καθώς οι πολιτικές τοποθετήσεις στόχο έχουν να διαμορφώσουν το «κλασικό» πολωτικό δίλημμα «αυτοδυναμία ή ακυβερνησία», το οποίο είναι προφανές ότι θα καταρρεύσει το βράδυ των εκλογών.
Όπως όλα δείχνουν η λαϊκή εντολή δεν θα εξασφαλίζει σε κανένα κόμμα αυτοδυναμία, ενώ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ αναμένεται να μοιραστούν περίπου το 60%(!) των ψήφων, έναντι 64% στις εκλογές του Ιανουαρίου.
Η μάχη δίδεται τώρα για την ανάδειξη του ρυθμιστή της επόμενης ημέρας μεταξύ του Ποταμιού, του ΠΑΣΟΚ και ενδεχομένως του ΛΑ.Ε (του Παναγιώτη Λαφαζάνη).
Σε αυτό το πλαίσιο η τοποθέτηση του Αλέξη Τσίπρα που απορρίπτει το ενδεχόμενο να αποτελέσει ο ίδιος πρωθυπουργό σε κυβέρνηση συνεργασίας, αν και είναι προφανές ότι εντάσσεται στο πλαίσιο ανακοπής της τάσης αποσυσπείρωσης του ΣΥΡΙΖΑ και αντιστροφής της, εν τούτοις «καίει» προεκλογικά μετεκλογικούς σχεδιασμούς.
Σε αυτό το πλαίσιο και αντιλαμβανόμενος ότι η επόμενη ημέρα θα απαιτήσει και από τη Νέα Δημοκρατία ουσιαστικές πρωτοβουλίες και ιστορικούς συμβιβασμούς που θα την εντάξουν σε ένα νέο πλαίσιο συνευθύνης, ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης προσπαθεί να «παγιδεύσει» τον Αλέξη Τσίπρα σε κυβέρνηση ανοχής ή ακόμα και τεχνοκρατών υπό την παρούσα Βουλή, εστιάζοντας εκμεταλλευόμενος αντιπολιτευτικά τις διερευνητικές εντολές και τη διαδικασία διαβουλεύσεων που προβλέπει το Σύνταγμα.
Με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν «ντέρμπι» στις κάλπες η επόμενη ημέρα φαντάζει πιο θολή από την προηγούμενη η διαδικασία εξεύρεσης του ελάχιστου κοινού παρονομαστή θα είναι ιδιαίτερα δύσκολη και επίπονη για τα κόμματα, τα οποία θα αναγκαστούν σε σκληρούς συμβιβασμούς επί αρχών, ενώ θα συνεχίσουν να αναζητούν την έξοδο κινδύνου.
Σε αυτό το πλαίσιο επί τάπητος βρίσκονται ήδη σενάρια είτε για πολιτική συγκυβέρνηση –εφόσον το επιτρέψουν οι συσχετισμοί- ή ακόμα και για κυβέρνηση ειδικού σκοπού αν το εγχείρημα πολιτικής συγκυβέρνησης δεν ευοδωθεί.
Υπ αυτό το πρίσμα μόνο τυχαία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί η αναφορά του Βαγγέλη Μεϊμαράκη στο ενδεχόμενο ανάδειξης του Γιάννη Δραγασάκη ως πρωθυπουργού, ακόμα και από αυτή τη Βουλή. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η λυσσαλέα προσπάθεια της Ζωής Κωνσταντοπούλου να καλέσει τον Γιάννη Στουρνάρα στην επιτροπή Siemens της Βουλής, καθώς το όνομα του κεντρικού τραπεζίτη έχει «παίξει» στο παρελθόν –αρκετές φορές- ως υποψήφιου πρωθυπουργού σε κυβέρνηση τεχνοκρατών.
Όσα όμως ονόματα και σενάρια αποκαλύπτονται κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου θωρούνται ντε-φάκτο καμένα και θα εξαιρεθούν από την ατζέντα της επομένης των εκλογών.
Ωστόσο με τους συσχετισμούς να δείχνουν οριακά αποτελέσματα και την ερμηνεία της λαϊκής εντολής δύσκολα ερμηνεύσιμη ορατός είναι πλέον και ο «ιστορικός συμβιβασμός»…