Ο 47χρονος Κυριάκος Μητσοτάκης, στη σωστή ηλικία και με οργανωμένη φιλοδοξία, αντιλαμβανόμενος ότι η ανάληψη της προνομιακής πολιτικής σκυτάλης της οικογένειάς του μόνο εμπόδια μπορούσε να του δημιουργήσει, φρόντισε να φιλοτεχνήσει το δικό του αντιλαϊκιστικό-μεταρρυθμιστικό προφίλ «σε ένα κουρασμένο κόμμα με βασικό μειονέκτημα ότι δεν απευθύνεται στη νεολαία», όπως χαρακτηρίζει τη Ν.Δ.
Παράλληλα χάραξε αυτόνομη πορεία τόσο από τις ενίοτε επιβαρυντικές συσχετίσεις του επωνύμου του, όσο και μέσα στους κόλπους της Κεντροδεξιάς, τονίζοντας: «Τιμώ το όνομά μου. Είμαι πολύ περήφανος για τον πατέρα μου. Σέβομαι την οικογενειακή μου καταγωγή, αλλά από κει και πέρα δεν είμαι συνέχειά του».
Ο ανυπόκριτος απογαλακτισμός του από μια ισχυρή πολιτική οικογένεια με πολυποίκιλες διασυνδέσεις και διαχρονικά άριστες σχέσεις και επαφές με διάφορους παράγοντες, τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας, δεν ήταν σίγουρα ο ευκολότερος δρόμος για τον ίδιο. Πόσο μάλλον να σαλπίσει την ανανέωση και να συγκρουστεί απροκάλυπτα με τη στασιμότητα. Ωστόσο, παρότι φέρει κυτταρικά το μητσοτακέικο DNA της παροιμιώδους ψυχραιμίας, αν όχι της εμβληματικής αταραξίας , δεν είχε λόγω ηλικίας μερίδιο στα πολιτικά δρώμενα, τις αναδιπλώσεις ή τις ρήξεις του παρελθόντος στις οποίες πρωταγωνίστησαν ο πατέρας και η αδελφή του. Επιχείρησε με επιτυχία να επικεντρώσει την προσοχή των ψηφοφόρων στις σπουδές και την επαγγελματική του διαδρομή, χαρίζοντας αέρα φρεσκάδας στην πολιτική σκηνή σε σχέση με άλλους, υποτίθεται πολλά υποσχόμενους, νέους που απαξιώθηκαν στη συνείδηση των ψηφοφόρων ως επιπρόσθετα ζόμπι στα φαντάσματα του παρελθόντος.
Σταθερή πορεία
Αριστούχος του Κολλεγίου Αθηνών και συλλέκτης πτυχίων κορυφαίων αμερικανικών πανεπιστημίων όπως του Στάνφορντ και του Χάρβαρντ, έγραψε μια δεκαετή τεχνοκρατική διαδρομή σε τράπεζες και εταιρείες συμβούλων στο Λονδίνο καθώς και μια εγχώρια δραστηριοποίηση στην Εθνική Τράπεζα παραπλεύρως του τότε διοικητή της Θεόδωρου Καρατζά. Στο μεσοδιάστημα κατά τη στρατιωτική του θητεία ως αεροπόρος στην 346 Μοίρα της 111 Πτέρυγας Μάχης στη Αγχίαλο, έθεσε τις προδιαγραφές για υψηλές πτήσεις στον πολιτικό στίβο.
Χάραξε αυτόνομη πορεία τόσο από τις ενίοτε επιβαρυντικές συσχετίσεις του επωνύμου του, όσο και μέσα στους κόλπους της Κεντροδεξιάς. Γνώριζε, απλώς, ότι αν στα κόμματα κολλούσαν ένσημα, αρκετοί βουλευτές θα είχαν πάρει σύνταξη ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη θητεία τους. Με αναμφίβολη την προικοδότηση του ονόματος και την εκλογική απήχησή του, εξελέγη με την πρώτη του υποψηφιότητα το 2004 πρώτος σε σταυρούς προτίμησης βουλευτής στη Β’ Αθήνας. Με κάστρο την αχανή αυτή εκλογική περιφέρεια αποκάλυψε δημιουργικές πτυχές του χαρακτήρα του σε νέο αντικείμενο.
Ενίσχυσε σταδιακά τον βηματισμό του τόσο στην Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας όσο και στους ψηφοφόρους του κόμματος, στοχεύοντας αιχμηρά, εν μέσω πολυποίκιλων εσωκομματικών ιδεολογικών προσανατολισμών και πολιτικών αντιλήψεων, στην εκπροσώπηση του φιλελεύθερου Κέντρου, όπως ο ίδιος το εννοεί.
Παράλληλα με την ανάδειξή του στο κομματικό στερέωμα, εκτίναξε και την εικόνα του στη δημόσια σφαίρα. Δεν ήταν πλέον το μικρό, πλην πανύψηλο στερνοπαίδι της οικογένειας που δεν «το έπαιζαν» πολιτικά οι αποκαλούμενοι «Ντοράκηδες» και επέμενε να τον καθοδηγεί κομματικά η αδελφή του Ντόρα. Είχε θεμελιώσει με το σπαθί του ένα μετριοπαθές ιδεολογικοπολιτικό προφίλ και δρομολογήσει εξωστρεφώς μια νεανικά προσιτή εικόνα.
Οικογενειάρχης αλλά και ροκάς
Ενα σύγχρονο image που το τόνωνε το αθλητικό παράστημα του παιδιόθεν μπασκετμπολίστα, του ροκ οπαδού των Guns N’ Roses, του εξοικειωμένου με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, του ταλαντούχου χειριστή των νέων τεχνολογιών και του οικείου οικογενειάρχη που εξορμούσε στο εξοχικό του στην Τήνο και πήγαινε διακοπές με φουσκωτό στην Πάτμο συνοδευόμενος από την κομψή σύζυγό του Μαρέβα Γκραμπόφσκι και τα τρία παιδιά τους, τη18χρονη Σοφία, τον 17χρονο Κωνσταντίνο και τη 12χρονη Δάφνη.
Με αυτές τις πολιτικές και προσωπικές αποσκευές αποφάσισε να διεκδικήσει με ήπιους τόνους την αρχηγία της Ν.Δ., υποσχόμενος να εκφράσει το «όλον» της παράταξης αντί να ενσωματώσει το «μέρος» που του εγγυόταν μια επώνυμη και ισχυρή κομματική βαρονία. Για πολλούς, η κατάκτηση της δεύτερης θέσης που τον οδηγεί στο ντέρμπι του τελικού με αντίπαλο τον πρώτο στις προτιμήσεις ψήφων Βαγγέλη Μεϊμαράκη ήταν απροσδόκητη έκπληξη.
Πιστός “Γαύρος”
Οχι, όμως, για τους υποστηρικτές του, οι οποίοι τονίζουν ότι ήταν ο μόνος από τους συνυποψηφίους του που υπερασπίστηκε με σεβασμό και ειλικρίνεια το μεταρρυθμιστικό έργο της προηγούμενης κυβέρνησης, έστω και αν σε αυτή πρωθυπουργός ήταν ο «προαιώνιος» πολιτικός εχθρός της οικογένειάς του.
Μεγαλείο χαρακτήρα ή εξ ανάγκης φιλοτιμία; Οπως και να ’χει, η συνειδητά ζυγισμένη απροθυμία του να ανοίξει προεκλογικά κόντρες με τους συνυποψηφίους του, οριοθετώντας ο ίδιος πιθανούς αντιπάλους και συμμάχους, αφήνει ανοιχτή την έκβαση της εκλογικής αναμέτρησης της 10ης Ιανουαρίου. Μέχρι τότε οι συγκρίσεις των δύο υποψηφίων είναι αναπόφευκτες. Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, πάντως, όπως λένε οι φίλοι του, η ταυτότητα του κάθε μονομάχου πιστοποιείται μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Το έμαθε στα 15 του όταν το 1983 πήγε ως φίλαθλος του Ολυμπιακού για πρώτη φορά στο γήπεδο. Το ματς στο ΟΑΚΑ ανάμεσα στον ΟΣΦΠ και τον Αγιαξ έληξε 2-0 με δύο γκολ του Νίκου Αναστόπουλου, το δεύτερο στην παράταση. Εκεί ίσως συνειδητοποίησε ότι η φήμη του κάθε μεγάλου αντιπάλου είναι εφήμερη και η παροιμιώδης εμπειρία του σχετική, αν όχι, όπως έλεγε και ο Οσκαρ Ουάιλντ, το όνομα που ο καθένας δίνει στα λάθη του.
Το παλιό και το νέο της ΝΔ
Η πολιτική, όπως και η ζωή, ταλαντεύεται αναπάντεχα, παίρνοντας συνήθως παράξενες και απότομες τροχιές. Και σίγουρα η αναμέτρηση του 47χρονου Κυριάκου Μητσοτάκη με προέλευση από τα Χανιά και του 62χρονου Βαγγέλη Μεϊμαράκη με ρίζες από το Ηράκλειο δεν είχε τον χαρακτήρα μιας άτυπης μάχης της Κρήτης. Μάλλον έμοιαζε με τα άλματα ενός ξεθεωτικού πεντοζάλη. Τελικά όμως η επιλογή συντονίστηκε με την ανάδειξη του the next big thing της γαλάζιας παράταξης.
Ο Κυριάκος είναι πλέον ο νέος πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, ένας αυτόφωτος ηγέτης της κεντροδεξιάς παράταξης, με σχέδιο αναδιάρθρωσης του κόμματος και εκπεφρασμένες φιλοδοξίες να γίναι αυτός που θα πολεμήσει ανελέητα την κυριαρχία του Αλέξη Τσίπρα. Η αποκαθήλωση του κατά ΣΥΡΙΖΑ λαϊκισμού ξεκίνησε ήδη με την πανηγυρική ανάδειξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην αρχηγία της ΝΔ. Και έτσι, αυτομάτως, το προσωνύμιο «Ντοράκης», ενδεικτικό των εξ αίματος δεσμών με την οικογένεια Μητσοτάκη, που συνόδευε τον Κυριάκο από τότε που ήταν μαθητής ακόμη, ανήκει οριστικά στο παρελθόν.