Άρχισε ήδη μια συζήτηση για το τι σημαίνει «Εθνική συνείδηση», τι σημαίνει «Ιστορία», πώς (πρέπει να) διδάσκεται η Ιστορία, και πώς να «βιώνεται» η Εθνική συνείδηση από τους σύγχρονους λαούς κλπ.…
Tου Θανάση Κ.
–Βγαίνουν κάποιοι και λένε, ότι η Ιστορία ως μάθημα είναι γεμάτη απλοϊκούς μύθους και πρέπει να την «καθαρίσουμε» από εθνικιστικά στερεότυπα…
Δηλαδή να πούμε την «επιστημονική αλήθεια»(!), να αποδομήσουμε την εθνική ιστορία, ή να εγκαταλείψουμε την καλλιέργεια εθνικής συνείδησης μέσα από τη διδαχή της εθνικής Ιστορίας στα σχολεία…
–Άλλοι υποστηρίζουν το αντίθετο: ότι δεν υπάρχει «μία» Ιστορία, αλλά πολλές, όσες και οι ερευνητές της. Άρα δεν υπάρχει μια «αλήθεια» για την Ιστορία, αλλά διάφορες «προπαγάνδες» – δηλαδή μεροληπτικά αφηγήματα περί Ιστορίας. Κι εμείς πρέπει να διδάσκουμε στα παιδιά μας εκείνη την «εκδοχή» που αποστειρώνει τα «εθνικιστικά στερεότυπα» – και καλλιεργεί αγάπη και αδελφοσύνη για τους άλλους λαούς…
Κι ύστερα αρχίζουν να αναθεματίζουν την επίσημη Ιστορία που διδαχθήκαμε στα σχολεία όταν ήμασταν παιδιά – εκεί στις δεκαετίες του ’60, του ‘70 και ως τα μέσα του ’80, γιατί μετά άρχισαν τα πειράματα «εκσυγχρονισμού» στο μάθημα της Ιστορίας. Με τελικό αποτέλεσμα να βγαίνουν τα παιδιά στη συνέχεια, γνωρίζοντας και κατανοώντας λιγότερη Ιστορία απ’ ό,τι οι προηγούμενες γενεές…
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν, με μερικές αλήθειες…
(Για όλα αυτά που θέλουν να καταργήσουν, χωρίς να κατανοούν ούτε στο ελάχιστο…)
* Ο Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος, πατέρας της Ελληνικής Ιστοριογραφίας, θεμελίωσε πρώτος τη «συνέχεια» του Ελληνισμού, αναδεικνύοντας ως «ενδιάμεσο κρίκο» το Βυζάντιο. Η άποψή του, πολύ πρωτοποριακή για την εποχή του, όρισε τους Έλληνες πολιτιστικά και γλωσσικά – όχι αποκλειστικά φυλετικά.
Και συγκρούστηκε τότε, με τον Γερμανό Ιστορικό της εποχής του, Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ, o οποίος υποστήριζε αντίθετα, ότι το ελληνικό γένος «εξέλειπεν» και οι σύγχρονοι Έλληνες δεν έχουν καμία σχέση με τους αρχαίους.
Το ενδιαφέρον είναι ότι η άποψη ο Φαλμεράυερ ήταν κυρίως «φυλετική» (αμφισβητούσε τη «φυλετική συνέχεια»), ενώ ο Παπαρηγόπουλος θεμελίωσε κυρίως την πολιτιστική συνέχεια (μέσα από τη γλώσσα, τα ήθη, την μετεξέλιξη της αρχαίας θρησκείας κλπ.)
(Με σημερινούς όρους ο «ακροδεξιός ρατσιστής» ήταν ο Φαλμεράύερ!)
Η άποψή Παπαρηγόπουλου πολεμήθηκε σφοδρά στην εποχή του, αλλά επικράτησε πλήρως αργότερα.
Θεωρείται, λοιπόν, ο πατέρας του «εθνικού αφηγήματος» στην νεότερη Ελλάδα…
Έκτοτε, πολλοί προσπάθησαν να αποδομήσουν τον Παπαρηγόπουλο, χωρίς επιτυχία, ωστόσο…
Όταν μιλάνε για εγκατάλειψη του «εθνικού αφηγήματος» μιλάνε ουσιαστικά για εγκατάλειψη του Παπαρηγόπουλου κι όσους τον συμπλήρωσαν στην συνέχεια (το βασικό του έργο κυκλοφόρησε μόλις το 1853)…
* Αλήθεια δεύτερη: Ο Παπαρηγόπουλος δεν ανακάλυψε κάτι «καινούργιο». Την άποψη περί Ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού, την είχαν διατυπώσει αρκετοί άλλοι πριν από αυτόν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο: μεταξύ άλλων, ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, ο Βρετανός Τζών Φίνλεϋ και ο Γερμανός Βίλχελμ Τσινγκάϊζεν…
Στην πραγματικότητα ο Παπαρηγόπουλος κωδικοποίησε τα μηνύματα του Ελληνικού Διαφωτισμού που προετοίμασαν την πνευματική ηγεσία των Ελλήνων πριν την Παλιγγενεσία, αλλά και τα μηνύματα του Φιλελληνισμού, δηλαδή του Ρομαντικού Ευρωπαϊκού Κινήματος, που στήριξε τον ξεσηκωμό των Ελλήνων μετά την έναρξη της Παλιγγενεσίας.
Δεν διατύπωσε «προσωπική άποψη». Συνέθεσε μια πολύ μεγάλη πνευματική παράδοση – που είχε προϋπάρξει – για την «Ελληνικότητα», ως ιστορική υπόσταση, ιστορική συνέχεια, ιστορική εξέλιξη και πολιτιστική συνείδηση – με παρελθόν παρόν και μέλλον…
Όσοι αποδομούν τον Παπαρηγόπουλο, δεν αμφισβητούν «μιαν άποψη» (προς όφελος μιας άλλης – πράγμα απολύτως θεμιτό, συχνά και πολύ χρήσιμο). Στην ουσία αποδομούν την «Ελληνικότητα» ως έννοια. Και την συνέχειά της και την ύπαρξή της. Τελικά, αποδομούν πλήρως την νεοελληνική ταυτότητα…
* Τρίτον, ο Παπαρηγόπουλος, διατύπωσε πολλές επί μέρους απόψεις, σχεδόν για τα… πάντα. Κάποια από αυτά αμφισβητήθηκαν στη συνέχεια. Άλλοτε δικαίως και άλλοτε όχι. Ένας από τους ανθρώπους που του άσκησαν κριτική σε επί μέρους θέματα, ήταν ο Παύλος Καρολίδης, μαθητής του, αργότερα αυτός που τον διαδέχθηκε στην Πανεπιστημιακή έδρα, και σήμερα θεωρούμενος «συνεχιστής» του έργου του.
Κάποιες από τις αρχικές, επί μέρους απόψεις του τροποποιήθηκαν στη συνέχεια. Από τον ίδιο ή από μεταγενέστερους. Αλλά αυτό δεν μειώνει τη συνολική προσφορά του, ούτε ανατρέπει τα βασικά του «θεωρήματα», περί συνέχειας του Ελληνισμού μέσα από γλώσσα-Πολιτισμό…
* Τέταρτον, η Ελληνική Αριστερά, από την πρώτη εμφάνισή της, έκανε προσπάθεια να κατεδαφίσει το έργο του Παπαρηγόπουλου. Πιο χαρακτηριστική περίπτωση ο Γιάννης Κορδάτος (ο οποίος το 1924 διετέλεσε και μέλος της τριμελούς ηγεσίας του ΚΚΕ μαζί με το Θάνο Αποστολίδη και το Σεραφείμ Μάξιμο – λίγο αργότερα διαφώνησε όμως, για τις θέσεις που η Τρίτη Διεθνής προσπαθούσε να επιβάλλει στο ΚΚΕ σχετικά με το Μακεδονικό).
Ο Κορδάτος λοιπόν, προσπάθησε να γράψει μιαν «εναλλακτική» ιστορία εφαρμόζοντας τις Μαρξιστικές αρχές του Ιστορικού Υλισμού. Το 13τομο έργο του «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας» (το έγραψε ανάμεσα στο 1956-59) κατά κάποιον τρόπο συνοψίζει τα έργα του «Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας», «Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας», και «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», που είχαν δουλευτεί νωρίτερα…
Το βασικό μήνυμα του Κορδάτου, όπως φαίνεται στο πολύ πιο πρώιμο έργο του (1924), «η κοινωνική σημασία της Επανάστασης του 1821», ήταν να φωτίσει τα διαφορετικά κοινωνικά αίτια που σημάδεψαν τους σταθμούς της Ελληνικής Ιστορίας, κι όχι τον χαρακτήρα της εθνικής ταυτότητας και της διαχρονίας που σμιλεύθηκε στο διάβα της Ιστορίας.
Το έργο του παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά η οπτική του απορρίφθηκε στη συνέχεια, ακόμα και από αριστερούς ιστορικούς, όπως ο Σπύρος Ασδραχάς, ο Φίλιππος Ηλιού και βεβαίως, ο Νίκος Σβορώνος.
* Ειδικά ο τελευταίος, ο θεωρούμενος και σημαντικότερος από τους Ιστορικούς που ανέδειξε η Αριστερά – αλλά και ως πνευματικός άνθρωπος, ανεξάρτητα από ιδεολογική ταυτότητα – λίγο πριν πεθάνει (1989) δημοσίευσε το κορυφαίο έργο του «Γένεση και διαμόρφωση του νέου Ελληνισμού» (επιμέλεια Νάσος Βαγενάς)…
Το έργο αυτό, όπως αποκαλύπτει ο ίδιος, το έγραφε από τη δεκαετία του ’60, αλλά επί 20 χρόνια δεν τολμούσε να το εκδώσει φοβούμενος τις αντιδράσεις των συντρόφων του της Αριστεράς! Γιατί με αρκετά διαφορετικό τρόπο υιοθετούσε κι αυτός το θεώρημα της «συνέχειας» του Ελληνισμού, μέσα από πολιτιστικές διεργασίες (και με ενδιάμεσε «τομές» φυσικά). Μια θέση διαφορετική βέβαια, από το αρχικό «ερμηνευτικό σχήμα» του Παπαρηγόπουλου, αλλά απόλυτα ταυτισμένη με την έννοια της διαχρονίας, όπως εκπηγάζει κι από το έργο του Ζαμπέλιου – στον οποίο ο Σβορώνος είχε αφιερώσει μια περίφημη μονογραφία.
* Για τη Ελένη Γκλυκατζή Αρβελέρ, βέβαια, δεν χρειάζεται να πούμε πολλά, είναι πολύ γνωστή σήμερα. Κι αυτή ως καθηγήτρια στη Σορβόνη πλέον, αναδεικνύει διεθνώς τη μεγάλη σημασία του Βυζαντίου, όχι μόνον ως τεράστιου σταθμού της παγκόσμιας Ιστορίας (κόντρα στην τάση που υπήρχε τότε, και μεταξύ αριστερών, αλλά όχι μόνον αριστερών, να υποβαθμίζουν το «θρησκόληπτο Βυζάντιο»), αλλά και ως «κρίκο» στη διαχρονική εξέλιξη του Ελληνισμού.
Θέση στην οποία έχει προσχωρήσει άλλωστε, ήδη από δεκαετίες και ο μεγάλος Ρώσος Ιστορικός Αλέξανδρος Βασίλιεφ, πριν από αυτόν ο Γάλλος Κάρολος Ντήλ, και αργότερα ο Βρετανός Στήβεν Ράνσιμαν.
* Μόνο μια τελικά αναφορά στον ιστορικό και παλαίμαχο της Αριστεράς Γιώργο Καραμπελιά, που ιδιαίτερα με το σημαντικό δίτομο έργο του «1204-1922, η διαμόρφωση του σύγχρονου Ελληνισμού», αποκρυπτογραφεί και θεμελιώνει πλήρως, όλα αυτά που προγενέστεροι ιστορικοί υπονόησαν. Για τη πολιτιστική συνέχεια και διαχρονία της Ελληνικής ταυτότητας που αναγεννάται συνεχώς. Με άλλες μορφές, αλλά πάντα μέσα από την εξέλιξη της γλώσσας και πάντα ως μετεξέλιξη της ίδιας πολιτιστικής «μήτρας»
Συμπέρασμα: Ιστορικοί διαφορετικής εθνικής καταγωγής και κουλτούρας, σε διαφορετικές εποχές, και με διαφορετικές ιδεολογικές προελεύσεις, έχουν κατασταλάξει σε αυτό που υπήρξε εξ αρχής το «εθνικό μας αφήγημα».
Πιο δουλεμένο, πιο σύνθετο – πιο κριτικό και αυτοκριτικό ενίοτε – αλλά δημιουργώντας την ίδια αναφορά στέρεας εθνικής ταυτότητας.
(Όλα αυτά – με εξαίρεση τα πιο πρόσφατα έργα βέβαια – ανασυντέθηκαν στο μνημειώδες έργο της Εκδοτικής Αθηνών, η «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», στη συγγραφή του οποίου συνεργάστηκε πολύ μεγάλος αριθμός Ελλήνων διανοουμένων στα τέλη της δεκαετίας του ’60, μεταξύ των οποίων και πολλοί νεαροί τότε, και μετέπειτα «αστέρες» της Αριστεράς, όπως ο Νίκος Πουλαντζας και ο Κώστας Βεργόπουλος.
Όποιος θέλει να μάθει πιο είναι το «εθνικό αφήγημα» μας σήμερα, δεν έχει παρά να το ξεφυλλίσει).
Υπάρχουν ασφαλώς, πολλές διαφορετικές απόψεις, για πολλές διαφορετικές στιγμές ή πτυχές ή προσωπικότητες της Ελληνικής Ιστορίας…
Αλλά το εθνικό μας αφήγημα δεν είναι η «άποψη» του οποιουδήποτε, για το οποιοδήποτε επί μέρους ζήτημα…
Έχει δουλευτεί, έχει περάσει από 40 κύματα, έχει διαμορφωθεί από τεράστιο ερευνητικό έργο χιλιάδων ανθρώπων…
Κι έχει αντέξει!
Δεν το πετάμε στα σκουπίδια, για να τα… ξαναφτιάξουμε όλα από την αρχή, επειδή κάποιοι αποφάσισαν ότι «ήλθε η ώρα να τελειώνουμε με τα έθνη»…
Όλος ο ανθρώπινος Πολιτισμός, είναι ιστορικά διαμορφωμένος, μέσα από αγώνες λαών για ύπαρξη, για ελευθερία, για επιβίωση…
Αν αποφασίσετε να καταργήσετε τα έθνη, καταργείται και τα υποκείμενα της Ιστορίας, δηλαδή τους λαούς. Που έχουν όλοι κάποια συλλογική ταυτότητα – αλλιώς δεν θα ήταν «λαοί», θα ήταν «πληθυσμοί». Και δεν θα έγραφαν ιστορία, θα χάνονταν μέσα στις διακυμάνσεις της ιστορίας…
Αν αποφασίσετε να καταργήσετε τα έθνη καταργείται παραδόσεις, γλώσσες που άντεξαν και εξελίχθηκαν, τραγούδια, ποίηση, εικαστικά πρότυπα, τα πάντα!
Είναι άλλο πράγμα να μην καλλιεργούμε στα παιδιά μας το μίσος κατά άλλων λαών κι εντελώς διαφορετικό να μην τους λέμε την Ιστορία τους!
Τραβάτε και πείτε στους Ισραηλινούς να μην τιμούν το «Ολοκαύτωμα», για να μη…μισήσουν τα παιδιά τους τους Γερμανούς!
Θα σας πάρουν με τις πέτρες – και θα έχουν δίκιο…
Το ίδιο ανόητο είναι να πείτε και στους Έλληνες να μην τιμούν την καταστροφή της Σμύρνης, ή τη σφαγή των Ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας ή την – αναγνωρισμένη πλέον Γενοκτονία των Ποντίων – για να μη μισήσουν τα παιδιά τους τους Τούρκους…
Ανόητο και βλακώδες (μη πούμε τίποτε παραπάνω…)
Το να γράψουμε μιαν «Ιστορία» – ενιαία για όλους – που να τη διδάσκουμε τα παιδιά όλου του κόσμου (ή όλης της Ευρώπης, ή όλων των Βαλκανίων) ισοδυναμεί με πρόταση να καταργήσουμε κάθε Ιστορία, κάθε εθνική αναφορά, κάθε πολιτιστικό φορτίο.
Είναι το όραμα να μετατρέψουμε τις μελλοντικές γενεές σε «πολιτιστική Σαχάρα».
Γιατί δεν το λέτε ευθέως: Θέλετε να κάνετε λοβοτομή στα παιδιά!
Να μην ξέρουν, να μη θυμούνται, να μην αγχώνονται, να μην ανησυχούν…
Κι ύστερα να φέρετε και τον Μεσαίωνα – που σίγουρα θα ακολουθήσει…
Δεν επιθυμείτε ένα πιο «σύγχρονο αφήγημα».
Θέλετε να λοβοτομήσετε τους πάντες!
Αυτό σημαίνει: να καταργήσουμε το «εθνικό αφήγημα» ή να «ξεπεράσουμε» την εθνική συνείδηση…
Απόπειρα λοβοτομής!
Δεν θα περάσει. Ματαιοπονείτε…
ΥΓ Όσοι διδαχθήκαμε Ιστορία στα ελληνικά σχολεία των προηγούμενων δεκαετιών, διαβάσαμε μετά και Βασίλιεφ, διαβάσαμε και Ράνσιμαν, διαβάσαμε και Τάκιτο. Και καταλάβαμε.
Με την αποστειρωμένη κοινωνιολογίζουσα ψευδοϊστορία που θέλετε να αντικαταστήσετε το εθνικό αφήγημα, τα παιδιά μας δεν θα μπορούν να διαβάσουν ούτε…. ιστορικό μυθιστόρημα!
Ούτε Αλέξανδρο Δουμά, ούτε την «Ιστορία των δύο Πόλεων», του Ντίκενς.
Ούτε το «Γεννήθηκα το 1402»…
Γιατί δεν θα καταλαβαίνουν τίποτε…
Πασχίζετε να τα λοβοτομήσετε.
Μην κουράζεστε! Δεν θα σας περάσει…