Από τη μία το θετικό momentum από την εκλογική νίκη της “γαλάζιας” παράταξης στις εκλογές της 7ης Ιουλίου και από την άλλη η θετική ανταπόκριση της κοινωνίας στις πρώτες κινήσεις της κυβερνητικής ομάδας ανοίγουν το δρόμο για τη διεύρυνση στοχοποιημένων κινήσεων στους τομείς της οικονομίας και της καθημερινότητας, με το Μέγαρο Μαξίμου να επεξεργάζεται τα επόμενα βήματά του, αμέσως μετά την επιστροφή από το δεκαήμερο πολιτικό διάλλειμα.
Στα μέσα Αυγούστου οι διαβουλεύσεις με τα στελέχη των θεσμών θα πυκνώσουν, ενώ τα τεχνικά κλιμάκιά τους θα επιστρέψουν στην Αθήνα στις 16 Σεπτεμβρίου και μία εβδομάδα αργότερα θα ακολουθήσουν οι επικεφαλής.
Τρεις ημέρες αργότερα τα τεχνικά κλιμάκια των θεσμών θα ξαναπιάσουν δουλειά στην Αθήνα και θα ακολουθήσουν οι επικεφαλής τους στις 23 του μήνα, με βασική αποστολή να εξετάσουν το προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού του 2020 – ο οποίος πρέπει να κατατεθεί στη Βουλή στις 7 Οκτωβρίου – με τις φοροελαφρύνσεις που σχεδιάζει να ενσωματώσει σε αυτό η κυβέρνηση, καθώς και την πορεία εφαρμογής των μεταμνημονιακών δεσμεύσεων.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέλιος Πέτσας αποκάλυψε χθες κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών ένα από τα επιχειρήματα στα οποία θα βασιστεί η κυβέρνηση για να επιδιώξει τη μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος κάτω από το 3,5% του ΑΕΠ τη μείωση των αποδόσεων των ομολόγων.
« Η Ελληνική Δημοκρατία δανείστηκε πρόσφατα με επταετές ομόλογο 2,5 δισ. ευρώ, με ιστορικά χαμηλό επιτόκιο 1,9%.
Το Ελληνικό Δημόσιο άντλησε ποσό 812,5 εκατομμύρια ευρώ κατά την πρόσφατη δημοπρασία εντόκων γραμματίων εξάμηνης διάρκειας με απόδοση 0,15%, έναντι 0,85% ένα χρόνο πριν σε δημοπρασία εντόκων γραμματίων αντίστοιχης διάρκειας. Τα γεγονότα αυτά, δείχνουν ότι οι αγορές δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης στις αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονομίας μας» σημείωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Για να προσθέσει «η βελτίωση του κόστους δανεισμού της Ελλάδας στις αγορές επηρεάζει θετικά την ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους. Και αυτό είναι ένα στοιχείο που ενισχύει τα επιχειρήματά μας για μείωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα σε επίπεδα κάτω του 3,5% του Α.Ε.Π. τα επόμενα χρόνια», υπογράμμισε ο κ. Πέτσας.
Στις προθέσεις της κυβέρνησης είναι να τεθεί αυτό το ζήτημα στο τραπέζι το φθινόπωρο του 2020, ώστε να υπάρξει συμφωνία με τους θεσμούς για τη μείωση των στόχων από το 2021 και μετά.
Οικονομολόγοι εκτιμούν ότι το μέσο επιτόκιο εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους για το μακροπρόθεσμο διάστημα έχει υποχωρήσει σημαντικά από τους υπολογισμούς των θεσμών στους οποίους βασίστηκε η συμφωνία του 2018, και έτσι με βάση και την πορεία των ελληνικών ομολόγων η κυβέρνηση μπορεί να πετύχει συμφωνία με τους θεσμούς για μείωση των στόχων για τα πλεονάσματα από το 2021 και μετά κατά 0,5% έως 1%, δηλαδή στο 3% ή το 2,5% από 3,5% του ΑΕΠ σήμερα.
Με έμφαση στις μεταρρυθμίσεις και με δυνατό «χαρτί» την υποχώρηση των επιτοκίων δανεισμού στοχεύει η κυβέρνηση να δημιουργήσει πρόσφορο έδαφος για την επαναδιαπραγμάτευση των πλεονασμάτων.
Με το βλέμμα στραμμένο στην οικονομία είναι και ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης ο οποίος πραγματοποιεί ένα νέο κύκλο επαφών, με επικεφαλής μεγάλων εγχώριων και αλλοδαπών επενδυτικών ομίλων, ενώ η οικονομία, η αναπτυξιακή πορεία της χώρας και η προσέλκυση επενδύσεων όπως είναι αναμενόμενο θα βρεθούν στο επίκεντρο των επόμενων ταξιδιών του Πρωθυπουργού.
Ο κ. Μητσοτάκης στις συναντήσεις του με τη Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, τον Γάλλο πρόεδρο Εμμανουέλ Μακρόν και τον Ολλανδό πρωθυπουργό Μαρκ Ρούτε στα τέλη του Αυγούστου και στις αρχές Σεπτεμβρίου θα θέσει το αίτημα για χαμηλότερα πλεονάσματα.
Στα «σκαριά» βρίσκεται και σχέδιο Β ώστε να επιτευχθεί ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ.
Στο τραπέζι υπάρχει το σενάριο του συνυπολογισμού των κερδών από τα ANFAs και τα SMPς στον μνημονιακό ορισμό του πρωτογενούς πλεονάσματος. Το συγκεκριμένο αίτημα μπορεί να εξασφαλίσει μια πηγή χρηματοδότησης των φορολογικών ελαφρύνσεων της τάξεως των 1,2 δισ. ευρώ ετησίως για την χρηματοδότηση των μέτρων φορολογικής ελάφρυνσης.
Ουσιαστικά το αίτημα που αναμένεται να θέσει η ελληνική πλευρά μεταφράζεται ως εξής: Αντί να μεταφέρονται οι πόροι στον ειδικό λογαριασμό για τη διαχείριση του χρέους να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση των φορολογικών ελαφρύνσεων και κατά συνέχεια της ανάπτυξης.
Ήδη το οικονομικό επιτελείο βρίσκεται σε προχωρημένες συζητήσεις με τους θεσμούς προκειμένου να βρεθεί η κατάλληλη φόρμουλα.