Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Ν.Δ. σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα με τίτλο: «Πλαστικό χρήμα ή μετρητά;» αναφέρει τα εξής:
Οι Έλληνες έχουμε μια δυσλειτουργική προσκόλληση στα μετρητά.
Παρότι εκτιμάται ότι σε ετήσια βάση ξοδεύουμε περισσότερα από 80 δις ευρώ, από αυτά μόνο τα 6 δις ευρώ τα δαπανάμε μέσω πλαστικού χρήματος (πιστωτικές – χρεωστικές κάρτες).
Αυτή είναι άλλη μια ελληνική ιδιαιτερότητα καθώς σε χώρες με βιοτικό επίπεδο αντίστοιχο του δικού μας η χρήση πλαστικού χρήματος είναι πολύ πιο διαδεδομένη. Πολλοί Ευρωπαίοι συμπολίτες μας σπάνια πιάνουν χρήμα στα χέρια τους αφού ακόμη και μικρές καθημερινές συναλλαγές (αγορά σπίρτων, αμοιβή υδραυλικού, κομμωτήριο, λαϊκή αγορά) γίνονται με χρεωστικές κάρτες. Στις ΗΠΑ ήδη κερδίζει έδαφος το «ηλεκτρονικό πορτοφόλι» που ενεργοποιείται μέσω κινητών.
Τα πλεονεκτήματα της χρήσης πλαστικού χρήματος για όλες τις συναλλαγές είναι πολλά τόσο για τον πολίτη όσο και για το κοινωνικό σύνολο. Οι συναλλαγές γίνονται ασφαλέστερες, εξαλείφεται ο κίνδυνος κλοπής και πατάσσεται η φοροδιαφυγή. Όσο περισσότερο χρησιμοποιείται λοιπόν το πλαστικό χρήμα για τις συναλλαγές τόσο μεγαλύτερο το όφελος για όλους.
Η πρόσφατη εμπειρία των κεφαλαιακών ελέγχων ανέδειξε τη χρησιμότητα και την αναγκαιότητα του πλαστικού χρήματος. Με 60 ευρώ μετρητά από το ΑΤΜ (και πολλές ώρες στην ουρά) είναι πολύ περιορισμένες οι συναλλαγές που μπορεί να κάνει ένας πολίτης. Αντίθετα, με μια χρεωστική κάρτα μπορεί να κάνει όλες του τις συναλλαγές δίχως να χρειάζεται μετρητά. Μια σχετική εμπειρία βίωσαν ειδικά οι συνταξιούχοι καθώς οι τράπεζες εξέδωσαν χιλιάδες χρεωστικές κάρτες ως μερικό αντίδοτο στην τραπεζική αργία. Θα μπορούσαμε να εκμεταλλευτούμε αυτή την πρόσκαιρη προσαρμογή που οι κεφαλαιακοί έλεγχοι και οι τραπεζική αργία μας επέβαλαν, προκειμένου να υιοθετήσουμε σε μόνιμη βάση τη χρήση πλαστικού χρήματος.
Προς αυτήν την κατεύθυνση θα πρότεινα να ξεκινούσε μια εφαρμογή εναλλακτικού τρόπου καταβολής της μισθοδοσίας δημοσίων υπαλλήλων και των συντάξεων όπου το 50% του μισθού ή της σύνταξης θα πιστωνόταν σε μια νέα προπληρωμένη κάρτα μόνο για «ηλεκτρονική» χρήση και το υπόλοιπο 50% στους λογαριασμούς των δικαιούχων σε μετρητά. Το συνολικό κόστος μισθών και συντάξεων για το κράτος είναι 42 δις ευρώ. Αν τα 21 δις ευρώ από αυτά πληρωθούν μέσω χρεωστικών καρτών, το αποτέλεσμα θα είναι ταυτόχρονα ευνοϊκό για όλους τους δικαιούχους αλλά και για το κράτος συνολικά.
Καταρχήν όλοι οι έμποροι και πάροχοι υπηρεσιών (από τον περιπτερά μέχρι τον ηλεκτρολόγο και από αυτόν που νοικιάζει ξαπλώστρες στην παραλία μέχρι τον πλανόδιο παγωτατζή) θα προμηθεύονταν τερματικά αποδοχής καρτών (POS). Αν κάποιος επισκεφθεί σήμερα μια λαϊκή αγορά δεν θα συναντήσει POS. Μόλις όμως εφαρμοστεί το μέτρο που προτείνω είναι βέβαιο ότι σε ελάχιστο χρόνο θα προμηθευτεί POS και ο τελευταίος μικροπωλητής.
Σε μια οικονομία όπου οι συναλλαγές σε μετρητά εκτιμάται ότι υπερβαίνουν τα 74 δις ευρώ, η συνήθεια της χρήσης πλαστικού χρήματος θα συνέτεινε αποφασιστικά στη διευκόλυνση των συναλλαγών και ταυτόχρονα στην εξάλειψη της φοροδιαφυγής. Ειδικά για την είσπραξη του ΦΠΑ η χρήση του πλαστικού χρήματος μπορεί να αποβεί καταλυτική καθώς οι απώλειες από τη μη είσπραξή του εκτιμώνται σε πάνω από 9 δις ευρώ το χρόνο στην Ελλάδα.
Αντί λοιπόν να εφευρίσκουμε αμφιλεγόμενα κίνητρα όπως έκπτωση φόρων από συλλογή αποδείξεων, λοταρίες κ.λπ., θα μπορούσαμε να χτυπήσουμε το κακό στη ρίζα του με την ευρεία χρήση προπληρωμένων χρεωστικών καρτών. Ταυτόχρονα, αυξάνοντας την εισπραξιμότητα του ΦΠΑ θα μπορούσαμε να μειώσουμε άλλα «ισοδύναμα μέτρα» όπως για παράδειγμα την άμεση φορολογία. Εκτιμώ ότι η υλοποίηση της πρότασής μου θα αποφέρει αμέσως έσοδα αντίστοιχα του ΕΝΦΙΑ.
Προτείνω να ξεκινήσει η εφαρμογή από το Δημόσιο αλλά σε επόμενη φάση να επεκταθεί και στη μισθοδοσία του ιδιωτικού τομέα. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι το μέτρο θα επιτύχει. Τα πλεονεκτήματα είναι προφανώς πολλά και η εφαρμογή τεχνολογικά εύκολη και φθηνή καθώς ένα POS κοστίζει από 150 ευρώ, ενώ και οι τράπεζες θα είχαν κάθε λόγο να εκδώσουν τις απαιτούμενες πλαστικές χρεωστικές κάρτες. Υπάρχει αντίλογος;