Την επί της αρχής διαφωνία τους με το νέο νομοσχέδιο για την ολική αναδιάταξη του τοπίου των ελληνικών ΜΜΕ που προωθεί η κυβέρνηση θέλησαν να εκφράσουν οι εκπρόσωποι της Ένωσης Ιδιωτικών Τηλεοπτικών Σταθμών Εθνικής Εμβέλειας (ΕΙΤΗΣΕΕ).
Στη συνέντευξη Τύπου που παραχωρήθηκε το μεσημέρι της Πέμπτης 30 Ιουλίου σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας, το προεδρείο της ΕΙΤΗΣΕΕ επισήμανε στους δημοσιογράφους ορισμένες εσφαλμένες, κατά την άποψή της Ένωσης, θέσεις, επί των οποίων έχει στηριχθεί το νομοσχέδιο.
Ο κ. Πάνος Κυριακόπουλος (Star), o κ. Στρατής Λιαρέλλης (ΑΝΤ1) και ο κ. Κώστας Κιμπουρόπουλος (Σκάι) ανέλυσαν γιατί η συνθηματολογία που έχει αναπτυχθεί το τελευταίο διάστημα γύρω από το καθεστώς λειτουργίας των τηλεοπτικών σταθμών βασίζεται σε μια σειρά από μύθους και παρανοήσεις.
Εν περιλήψει, οι κ.κ. Κυριακόπουλος και Λιαρέλλης εστίασαν σε καίριας σημασίας ζητήματα του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου, όπως τα εξής:
– Αντίθετα από την εντύπωση που καλλιεργείται, οι τηλεοπτικοί σταθμοί πανελλαδικής εμβέλειας λειτουργούν απολύτως νόμιμα. Το ό,τι οι σχετικές άδειες θεωρούνται «προσωρινές» δεν είναι κάτι για το οποίο ευθύνονται οι σταθμοί, αλλά οι κατά καιρούς αποφάσεις διοικήσεων διαφόρων θεσμικών οργάνων.
– Τα μέλη της ΕΙΤΗΣΕΕ έχουν καταβάλει στο ελληνικό κράτος 98.588.577 ευρώ για τέλη, κατά την περίοδο 1995-2015. Επιπλέον αυτών, έχουν διαθέσει χρόνο προβολής στο δημόσιο συνολικού κόστους 47.370.850 ευρώ. Επομένως, είναι απολύτως ψευδές ότι οι σταθμοί «δεν έχουν αποδώσει ποτέ στο ελληνικό δημόσιο έστω και ένα ευρώ», όπως χαρακτηριστικά έχει δηλώσει επανειλημμένως υφυπουργός της τρέχουσας κυβέρνησης.
– Από την πρώτη ημέρα εκπομπής της ελεύθερης (ιδιωτικής) τηλεόρασης και έως σήμερα, οι σταθμοί έχουν συνεισφέρει στην ελληνική οικονομία, αποδίδοντας ή επενδύοντας συνολικά περί τα οκτώ δισ. ευρώ.
– Η θέληση της κυβέρνησης να περιορίσει την αδειοδότηση σε έναν συγκεκριμένο αριθμό σταθμών, αντίκειται στο πνεύμα του πλουραλισμού και της ελευθερίας της ενημέρωσης. Αυτό ισχύει όχι μόνο στη θεωρία, αλλά και στην πράξη, θέτοντας ζήτημα παραβίασης του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Κατά την άποψη της ΕΙΤΗΣΕΕ, ο αριθμός των νόμιμων τηλεοπτικών σταθμών θα πρέπει να είναι απεριόριστος.
– Από πολλές απόψεις είναι ανεδαφικό και μη πρακτικό, ακόμη και από καθαρώς τεχνική άποψη, το να αποφασίζει ένας και μόνο υπουργός για ένα τόσο σύνθετο ζήτημα, όπως τα ΜΜΕ.
– Επιπλέον των προηγουμένων, υπάρχει πλήθος αντιρρήσεων που προβάλλει η ΕΙΤΗΣΕΕ σχετικά με το νομοσχέδιο (το οποίο κρίνεται ως κατά 70% πανομοιότυπο με ένα παλαιότερο, το λεγόμενο «νομοσχέδιο Ρουσόπουλου).
Ωστόσο, στην παρούσα φάση εκείνο που προέχει για την Ένωση είναι η έκφραση της διαφωνίας της με τη διαφαινόμενη κυβερνητική πολιτική στα ΜΜΕ, κυρίως σε θέματα αρχών.
Σε επόμενο στάδιο και εφόσον υπάρξει το κατάλληλο πλαίσιο ουσιαστικής ανταλλαγής απόψεων, η ΕΙΤΗΣΕΕ είναι διατεθειμένη να θέσει λεπτομερώς όλα τα ζητήματα ώστε να δημιουργηθεί, από κοινού με την πολιτεία, οι απαραίτητες προϋποθέσεις εξυγίανσης και ορθολογικής λειτουργίας της ιδιωτικής τηλεόρασης στην Ελλάδα.
Παρά το γεγονός ότι π.χ. ο κ. Κώστας Κιμπουρόπουλος χρησιμοποίησε ορισμένες σκληρές εκφράσεις, όπως «κυνήγι μαγισσών» προς τους σταθμούς εκ μέρους της εκάστοτε κυβέρνησης, στο ίδιο πνεύμα ο κ. Λιαρέλλης εξομολογήθηκε ότι «ακούγοντας ορισμένες τοποθετήσεις πολιτικών παραγόντων το τελευταίο διάστημα ένιωσα κάπως σαν να είμαι αρχηγός εγκληματικής οργάνωσης», εκείνο που τόνισαν όλοι οι ομιλητές κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου ήταν ότι «οι τηλεοπτικοί σταθμοί επιθυμούν πρώτοι απ’ όλους και άμεσα τη ρύθμιση του τηλεοπτικού τοπίου στην Ελλάδα».
»Οπότε, θεωρείται αναγκαίος ο διάλογος με την κυβέρνηση, η αξιοποίηση των μελετών και των οικονομικών στοιχείων, αλλά και της πραγματικότητας: Ο κλάδος της τηλεόρασης έχει υποστεί μια τραγική συρρίκνωση, περίπου στο 67% του κύκλου εργασιών της, κάτι που συνθέτει έναν αληθινό εφιάλτη. Πάνω απ’ όλα, όμως, κάθε σχεδιασμός για το μέλλον των ΜΜΕ θα πρέπει να επιτρέπει τη βιωσιμότητα του κλάδου και ταυτόχρονα να διασφαλίζει την ελευθερία του λόγου, την πολυφωνία της ενημέρωσης και, οπωσδήποτε, το σεβασμό στο ευρωπαϊκό κεκτημένο».