Η ιδιαίτερα εντυπωσιακή προσήλωση της σε αυτό που λάτρεψε όσο τίποτα άλλο στη ζωή της την κατέταξε στο πάνθεον των μεγαλύτερων ηθοποιών στην ιστορία του θεάτρου.
Το θέατρο, και ειδικότερα η αρχαία τραγωδία, που υπηρέτησε με πάθος συνέπεια προσήλωση.
Χαμηλών τόνων άνθρωπος, δεν απασχόλησε ποτέ για τίποτα άλλο εκτός από τις ερμηνείες της στο σανίδι με ρόλους που την καταξίωσαν και της έδωσαν μία ξεχωριστή θέση στο χώρο του πολιτισμού με σημαντική επιπλέον την παρουσία της επί σειρά χρόνων στην πολιτική.
Σήμερα το μεσημέρι συγγενείς, φίλοι και συνάδελφοι αποχαιρετούν την μεγάλη ηθοποιό στο κοιμητήριο του Βύρωνα.
Μια καριέρα σαν παραμύθι
Η Αννα Συνοδινού γεννήθηκε στο Λουτράκι Κορινθίας στις 21 Νοεμβρίου 1927. Ήταν το όγδοο παιδί της οικογένειά της, που καταγόταν από την Αμοργό. Η ίδια είχε γράψει για τα παιδικά της χρόνια και τις καλλιτεχνικές της ανησυχίες: «Θυμάμαι πόσο πολύ αγαπούσα τη ποίηση.
Τους μάζευα όλους και τους έκανα επιδείξεις και απαγγελίες σε ένα οικόπεδο που βρίσκονταν μπροστά από το σπίτι μας και ήταν η δεδομένη ευτυχία μας. Το είχαμε καθαρίσει κιόλας από τα σκουπίδια και συχνά πυκνά παρακολουθούσαμε από τη ταράτσα του σπιτιού μας ποιος από τη γειτονιά το λερώνει και του βάζαμε τις φωνές. Θυμάμαι πως μάζευα τα τενεκεδάκια, τα λυγισμένα πιρούνια, τα χαλασμένα καπέλα και ό,τι άλλο μου χρησίμευε για να κάνω πιο πλούσιο το σπίτι της κούκλας μας. Όταν οι γονείς μου με ρωτούσαν τι κάνω, τους έλεγα με καμάρι: “Κάνω τον κόσμο μου πιο όμορφο”».
Τελείωσε το Γυμνάσιο στην Αθήνα και στη συνέχεια φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου (1947-1949). Στη σκηνή πρωτοεμφανίστηκε το 1948 στο έργο του Εντμόν Ροστάν «Σιρανό ντε Μπερζεράκ», που σκηνοθέτησε για το Εθνικό Θέατρο ο Δημήτρης Ροντήρης. Κατόπιν συνεργάστηκε με τον Ντίνο Ηλιόπουλο, τον Μίμη Φωτόπουλο και τον Νίκο Χατζίσκο στο ελεύθερο θέατρο.
Έπειτα από μερικές σποραδικές εμφανίσεις με το Εθνικό Θέατρο, υπήρξε μόνιμο στέλεχός του από το 1956 έως το 1964 και διέπρεψε για τις ερμηνείες της πλάι στην Κατίνα Παξινού, τον Αλέξη Μινωτή και τον Θάνο Κωτσόπουλο σε πρωταγωνιστικούς ρόλους της αρχαίας τραγωδίας, αλλά και του νεώτερου κλασικού ρεπερτορίου. Το 1955 και το 1957 τιμήθηκε με το έπαθλο της Μαρίκας Κοτοπούλη. Ενδιάμεσα παντρεύτηκε τον πρωταθλητή του τριπλούν και έμπορο Γιώργο Μαρινάκη (1921-2009).
Το 1965, η Άννα Συνοδινού ίδρυσε τον θίασο «Ελληνική Σκηνή» και αναζητώντας θεατρική στέγη εκμίσθωσε το παλαιό λατομείο του Λυκαβηττού και δημιούργησε το πασίγνωστο Θέατρο σε σχέδια του αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτου.
Με την επιβολή της δικτατορίας το 1967, διέκοψε τη θεατρική της δραστηριότητα. Η Δικτατορία ανακάλεσε την άδεια χρήσης του Θεάτρου του Λυκαβηττού και της αφαίρεσε το διαβατήριό της, ματαιώνοντας έτσι περιοδεία της στο εξωτερικό. Το διάστημα αυτό εργάστηκε ως δακτυλογράφος στην εμπορική εταιρεία του συζύγου της.
Το 1972 επανήλθε στο θέατρο. Εμφανίστηκε στο ρόλο της Ηλέκτρας στο Ηρώδειο και λίγο αργότερα ανασυγκρότησε την «Ελληνική Σκηνή», στην οποία συνεργάστηκε με τον Θάνο Κωτσόπουλο. Από το 1973 έως το 1975 πραγματοποίησε εμφανίσεις με το Εθνικό Θέατρο και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. «Ο Σοφοκλής ήταν μέγιστη προσωπικότητα. Άλλο πράγμα από τον Αισχύλο και τον Ευριπίδη. Ο Σοφοκλής ήταν ξεχωριστός. Τον λάτρευα από μικρή. Η αγαπημένη μου φράση από το έργο του είναι αυτή της Αντιγόνης:‘Ούτοι συνέχθειν, αλλά συμφιλείν έφυν’ δηλαδή ‘δεν γεννήθηκα για μισώ, αλλά για να αγαπώ’. Είναι σπουδαία. Ακριβώς το ίδιο είπε και ο Χριστός. ‘Αγαπάτε αλλήλους’ δεν είπε;», είχε απαντήσει για τις επιλογές της σε θεατρικά έργα αρχαίων συγγραφέων.
Η πολιτική πορεία της Άννας Συνοδινου
Μετά την πτώση της δικτατορίας ασχολήθηκε με την πολιτική. Εξελέγη βουλευτής Αθηνών με το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας (1974, 1977, 1981, 1985, 1989) και διετέλεσε υφυπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή (1977-1980). Κατά τη διάρκεια της πολιτικής της σταδιοδρομίας εισηγήθηκε νομοθετικές προτάσεις για την προστασία των γερόντων, της μητρότητας, των παιδιών και ατόμων με ειδικές ανάγκες. Στον καλλιτεχνικό τομέα εισήγαγε τα μαθήματα καλλιτεχνικής παιδείας στη Μέση Εκπαίδευση, πρότεινε την ένταξη των ηθοποιών στο ΙΚΑ και την ίδρυση της Κρατικής Σχολής Ορχηστικής Τέχνης. Το 1986 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων με τον συνδυασμό του Μιλτιάδη Έβερτ.
Τον Μάρτιο του 1990 παραιτήθηκε του βουλευτικού της αξιώματος κατά τη διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας. Σε μία από τις ψηφοφορίες, η βουλευτής των Οικολόγων Εναλλακτικών Μαρίνα Δίζη, όταν κλήθηκε να ψηφίσει, άνοιξε ένα πανό, το οποίο έγραφε «Φτάνει το θέατρο για το +1, τον Πρόεδρο και το νέφος». Η ενέργεια αυτή εξόργισε την Άννα Συνοδινού, που σε ένδειξη διαμαρτυρίας υπέβαλε την παραίτησή της, τόσο από το βουλευτικό της αξίωμα, όσο και από το κόμμα της. Έκτοτε, δεν ξανασχολήθηκε με την πολιτική.
Τον ίδιο χρόνο επανήλθε στη θεατρική δραστηριότητα, ερμηνεύοντας, εκτός από αρχαίο δραματολόγιο, ρόλους του νεώτερου ελληνικού θεάτρου με το Εθνικό Θέατρο («Το μυστικό της κοντέσσας Βαλέραινας» του Γρηγόρη Ξενόπουλου, «Ο αγαπητικός της Βοσκοπούλας» του Δημήτρη Κορομηλά). Εκτός από το θέατρο, εμφανίσθηκε σε ξένες και ελληνικές κινηματογραφικές ταινίες, τηλεοπτικές σειρές, καθώς και σε θεατρικές παραγωγές για την τηλεόραση και το ραδιόφωνο.
Αξιοσημείωτο είναι και το εκπαιδευτικό της έργο. Δίδαξε στις θεατρικές σχολές του Εθνικού Θεάτρου, του Πέλου Κατσέλη, της Καλλιτεχνικής Εταιρείας Αθηνών και του Ωδείου Αθηνών. Έχει τιμηθεί με τα παράσημα Ευποιίας και τον Ταξιάρχη του Φοίνικος της Ελληνικής Πολιτείας, καθώς και με το μετάλλιο της πόλεως των Αθηνών. Τιμές τής έχουν αποδοθεί και από ξένα κράτη για την καλλιτεχνική της προσφορά (Δανία, Γαλλία, Λίβανος, Ιταλία).
Η Άννα Συνοδινού είναι συγγραφέας του αυτοβιογραφικού «Πρόσωπα και Προσωπεία» (Εκδόσεις Βλάση,1998) και του βιβλίου θεατρικών αναμνήσεων «Αίνος στους άξιους» (Καστανιώτης, 1999).
Απόσπασμα από βιβλίο της
«Aπό τα νεανικά μου χρόνια σημείωνα σ’ ένα σχολικό τετράδιο αγαπημένες στιγμές που άστραφταν και σβήνανε σαν τ’ άστρα στο στερέωμα, για πρόσωπα που αγαπούσα παρά πολύ και ζέσταιναν τη ζωή γύρω μου. Έτρεμα πάντα τη Λήθη, που σημαίνει θάνατο, και διάλεξα τη Mνημοσύνη που τον καταργεί. H λειτουργία της θεατρικής ζωής μ’ έκανε να νιώθω ως προεξάρχουσα μιας πομπής από τα χρόνια του Θέσπη, που διηγείται τα πάθη του Διονύσου και άλλων ηρώων, μπροστά σ’ ένα Kοινό έτοιμο να συγκινηθεί από άγνωστες λυπητερές και χαρούμενες ιστορίες για να μάθει πως ζει ο κόσμος πέρα από το δικό του κατώφλι…
Όχι, δεν είμαι συγγραφέας, και τα γραφτά μου δεν είναι αποτέλεσμα συγγραφικού οίστρου. Δεν μπορώ να κάθομαι στην καρέκλα πολλήν ώρα. Mουδιάζουν τα άκρα μου. Eίμαι ηθοποιός, και στην τέχνη μου λειτουργώ εν κινήσει. Έζησα πλάι σε μεγάλες ψυχές, δυσαναπλήρωτους τεχνίτες, ιερά πρόσωπα. Στη βαθιά κρύπτη της μνήμης και του συνειδότος φύλαξα τη μεγαλειότητά τους» (Απόσπασμα του εισαγωγικου σημειωματος του βιβλίου Αίνος στους Άξιους (Εκδόσεις Καστανιώτη, 1999).