Eπιχειρηµατικά κέρδη αξίας 4,3 δισ. ευρώ εξαερώθηκαν, φορολογία και χαράτσια αυξήθηκαν κατά 4,7 δισ., ενώ χάθηκε περιουσία 2,9 δισ. ευρώ. Ο λόγος για έναν πρώτο απολογισµό των ετών 3ου Μνηµονίου για την ελληνική αγορά και οικονοµία. Έφερε 16,7 δισ. ευρώ µέτρα, αλλά και 64.182 “λουκέτα”.
Ψηφίστηκε από τη Βουλή στις 14 Αυγούστου του 2015 και ουσιαστικά τέθηκε σε ισχύ στις 20 του ίδιου µήνα.
Δύο χρόνια µετά, η ελληνική οικονοµία έχει να επιδείξει ως επίτευγµα µία δοκιµαστική έξοδο στις αγορές και έναν ισχνό ρυθµό ανάκαµψης, τα αιµατηρά για την κοινωνία και την αγορά πλεονάσµατα και την ολοκλήρωση 2 αξιολογήσεων (µία ετησίως αντί για µία ανά τρίµηνο).
Η ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση δεν ήρθε, η οριστική συµφωνία για το χρέος παραµένει σε εκκρεµότητα, όπως επίσης και το τέλος των µνηµονίων. Η λήξη του υφιστάµενου σε έναν χρόνο, τον Αύγουστο του 2018, απαιτεί έως τότε η Ελλάδα να έχει βρει τον οριστικό βηµατισµό της αυτόνοµα στις αγορές, στις ανάπτυξη και στην ευηµερία.
Η έρευνα
Τα στοιχεία από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την ΕΛΣΤΑΤ, την Τράπεζα της Ελλάδος, το υπουργείο Οικονοµικών και άλλες πηγές για τη κατάσταση της οικονοµίας και της αγοράς, τότε και σήµερα, δείχνουν ότι παρά τα 367 προαπαιτούµενα που έγιναν ή δροµολογούνται, ακόµη η οικονοµία δεν έχει βγει από το τούνελ.
Οι εξαγωγές –παρά τα σηµάδια ανάκαµψης των τελευταίων µηνών– παραµένουν σε αξία χαµηλότερες κατά 4 δισ. ευρώ σε σχέση µε τα επίπεδα του 2015 σύµφωνα µε τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (σ.σ. τα τελευταία στοιχεία φτάνουν έως και το 1ο τρίµηνο του 2017). Οι επενδύσεις (οι οποίες είχαν ήδη εξαερωθεί αφού βρισκόντουσαν σε επίπεδα πάνω των 50 δισ. ευρώ προ κρίσης) µειώθηκαν την τελευταία 2ετία κατά 1,2 δισ. ευρώ.
Το ΑΕΠ, σύµφωνα µε τα ίδια στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, σηµειώνει απώλειες 1,3 δισ. ευρώ σε σχέση µε το 2015 και η κατανάλωση είναι µειωµένη κατά 1,2 δισ. ευρώ. Παρά τα κοινωνικά πακέτα της κυβέρνησης η αύξηση στο εισόδηµα εξαρτηµένης εργασίας την τελευταία διετία είναι µόνο 699 εκατ. ευρώ. Άλλωστε το ποσοστό ανεργίας (στο 21,7% τον Ιούνιο του 2017) παραµένει, όπως ανακοίνωσε την προηγούµενη Πέµπτη η Κοµισιόν, στα υψηλότερα επίπεδα στην Ε.Ε., όταν ο µέσος όρος στα κράτη υποχώρησε στο 9,1%, δηλαδή στα χαµηλότερα επίπεδα από το 2009 κάνοντας την Κοµισιόν να πανηγυρίζει για το τέλος της 10ετούς κρίσης.
Τα λουκέτα
Σύµφωνα µε τα στοιχεία του ΓΕΜΗ την τελευταία διετία τα λουκέτα στην αγορά έφτασαν σε 64.182. Και τούτο λόγω της υπερφορολόγησης, της αδυναµίας παροχής ρευστότητας από τις τράπεζες και της στάσης πληρωµών του Κράτους.
Παρά την καταβολή δόσεων από το δάνειο του ESM για την πληρωµή οφειλών, συνεχώς νέα “φέσια” δηµιουργούνται µε αποτέλεσµα ακόµη και σήµερα το κράτος να χρωστά σε ιδιώτες, προµηθευτές, συµβασιούχους, φορολογούµενους και συνταξιούχους επισήµως πάνω από 5,2 δισ. ευρώ. O τελικός λογαριασµός είναι υψηλότερος αν προσµετρηθούν µη βεβαιωµένες επιστροφές φόρων και εκκρεµείς συνταξιοδοτήσεις που δεν εγγράφονται στις επίσηµες στατιστικές του ΥΠΟΙΚ.
Φορολαίλαπα
Τα τελευταία διαθέσιµα στοιχεία από την ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι συνολικά οι φόροι και εισφορές έχουν αυξηθεί την τελευταία διετία κατά 4,7 δισ. ευρώ, ενώ η αύξηση των εισφορών έφτασε στο 1,3 δισ. ευρώ.
Στα 3,4 δισ. ευρώ υπολογίζεται η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης µε το µεγαλύτερο µερίδιο να πληρώνουν οι επιχειρηµατίες: οι φόροι στην παραγωγή και στις εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 2,3 δισ. ευρώ, ενώ κατά 1,1 δισ. ευρώ υπολογίζεται ότι αυξήθηκαν οι φόροι εισοδήµατος, πλούτου και άλλων κατηγοριών.
Το “αγκάθι” σε καταθέσεις και σε ρευστότητα
Η έξοδος από τα µνηµόνια και από την επιτήρηση για µεγάλη µερίδα των στελεχών που µετέχουν στις διαπραγµατεύσεις συνδέεται µε τον τραπεζικό τοµέα. Δηλαδή µε την επιστροφή των καταθέσεων, αλλά και µε την επακόλουθη έξοδο από τα capital controls και την αύξηση του ρυθµού χορηγήσεων νέων δανείων.
Ωστόσο, προς το παρόν τα στοιχεία του τραπεζικού συστήµατος δείχνουν ότι ο δρόµος είναι µακρύς. Από την ελεύθερη πτώση των καταθέσεων που ακολούθησε τα γεγονότα του 2015 ελάχιστη είναι µέχρι στιγµής η πρόοδος. Τότε οι καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων µειώθηκαν κατά 27%, ενώ σύµφωνα µε τα στοιχεία του Ιουνίου του 2017 η αύξησή του ήταν µόλις 3,4%
Η αξία των µη εξυπηρετούµενων δανείων δεν µειώνεται “σφίγγοντας τη θηλιά” στον ιδιωτικό τοµέα µέσω της χαµηλής χορήγησης νέων δανείων. Και η “θηλιά” επιδεινώνεται και από τη δηµοσιονοµική αδυναµία του Κράτους να επενδύσει, αλλά και από το “αγκάθι” των ληξιπρόθεσµων οφειλών του Κράτους προς ιδιώτες.
[irp posts=”144027″ name=”Ο ΕΝΦΙΑ τελειώνει τις επιστροφές φόρου”]
Τα 367 προαπαιτούµενα και οι εκκρεµότητες
Τις µέρες του… χρόνου ξεπέρασαν τα προαπαιτούµενα του 3ου Μνηµονίου. Έφτασαν αισίως στα 367, σύµφωνα µε στοιχεία της Κοµισιόν. Στην αρχική συµφωνία του 2015 οι δόσεις συνδέθηκαν µε 58 απαιτούµενα, ακολούθησαν 56 µε την πρώτη αξιολόγηση και 140 µε αυτή που ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο. Πλέον η κυβέρνηση οφείλει να φέρει εις πέρας 66 για την 3η αξιολόγηση, ενώ αν προσθέσουµε σε αυτές και εκείνες που θα ακολουθήσουν το σύνολο των παρεµβάσεων φτάνει τις 113.
Η αξία των µέτρων
Μαζί µε τα 6,5 δισ. ευρώ των παρεµβάσεων (2018-2021) που θεσπίστηκαν τον προηγούµενο Μάιο, η συνολική αξία των µέτρων του 3ου Μνηµονίου φτάνει στα 16,7 δισ. ευρώ σύµφωνα µε στοιχεία της Επιτροπής και του ΥΠΟΙΚ. Περιλαµβάνουν 3,2 δισ. ευρώ της συµφωνίας του 2015, ακόµη 5,6 δισ. ευρώ που συµφωνήθηκαν πέρυσι αλλά και µέτρα αξίας 1,4 δισ. ευρώ του 2016 που δεν προστέθηκαν στον επίσηµο “λογαριασµό” και ήταν ένα “µαξιλάρι” ασφαλείας έναντι παρεκκλίσεων.
To οικονοµικό κλίµα βελτιώθηκε, αλλά οι αβεβαιότητες παραµένουν
Ο πρόδροµος δείκτης οικονοµικής συγκυρίας καταγράφει το παρόν και τις προοπτικές της οικονοµίας. Έδειξε τον Ιούλιο ότι υπάρχει τάση ανάκαµψης και ευφορίας στην οικονοµία (κυρίως στην αγορά και λιγότερο στους καταναλωτές).
Μόνο που τα στοιχεία τα οποία συλλέγει το ΙΟΒΕ δείχνουν ότι ακόµα ο δρόµος που πρέπει να διανυθεί είναι µεγάλος. Από το χαµηλό των 76,3 µονάδων του 2015 ο δείκτης ανέκαµψε τον Ιούλιο στις 98,2 µονάδες. Βρίσκεται όµως και πάλι µακριά από τα επίπεδα του 2014: τότε είχε φτάσει στις 104,1 µονάδες. Το ίδιο ισχύει και για τους επιµέρους δείκτες καταναλωτικής εµπιστοσύνης, αλλά και επιχειρηµατικών προσδοκιών στη βιοµηχανία, στις κατασκευές, στο λιανικό εµπόριο και τις υπηρεσίες.