του Γιώργου Θεοχάρη
Με αφορμή την έκρηξη της βίας στην περιοχή του Χαλεπίου, πολλοί αναρωτιούνται έντονα τί συμβαίνει στην πραγματικότητα;
Ακούγονται τόσες καταγγελίες, κυρίως εναντίον του καθεστώτος Άσσαντ, οι οποίες ξεκινούν από μεγάλα διεθνή κέντρα και συνήθως αναπαράγονται από τα μεγάλα ΜΜΕ της Ελλάδας.
Πιστεύουμε ότι απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα δίνει το παρακάτω απόσπασμα με τίτλο «Πώς οι λέξεις σκοτώνουν» από άρθρο της Ιρανής γεωπολιτικής αναλύτριας Sharmine Narwani (μετάφραση Νικολέττας Κίτσου, πηγή: avantgarde2009.wordpress.com):
Πώς οι λέξεις σκοτώνουν
Τέσσερις βασικές αφηγήσεις επαναλαμβάνονταν συνεχώς από κάθε καθεστωτικό μέσο στη Δύση από τον Μάρτιο του 2011 και κερδίζοντας έδαφος κατά τους προσεχείς μήνες.
– «Ο δικτάτορας σκοτώνει το λαό του».
– «Οι διαμαρτυρίες είναι ειρηνικές».
– «Η αντιπολίτευση είναι άοπλη».
– «Είναι μια λαϊκή επανάσταση».
Οι φιλοδυτικές κυβερνήσεις στην Τυνησία και την Αίγυπτο είχαν μόλις εκδιωχθεί μέσα από μία ραγδαία αλληλουχία γεγονότων τους προηγούμενους δύο μήνες και έτσι το “πλαίσιο” της αλλαγής καθεστώτος από τα κάτω κατά το μοτίβο της «Αραβικής Άνοιξης» υπήρχε στη συλλογική ψυχή των λαών της περιοχής. Αυτές οι τέσσερις προσεκτικά στημένες “αφηγήσεις” που είχαν αποκτήσει νόημα στην Τυνησία και την Αίγυπτο ήταν πλέον έτοιμες να απονομιμοποιήσουν και να υπονομεύσουν οποιαδήποτε κυβέρνηση εναντίον της οποίας θα χρησιμοποιούνταν.
Αλλά για να υπάρξει πλήρης και δυναμική εφαρμογή τους στη Συρία, οι Σύριοι έπρεπε να κατέβουν στους δρόμους μαζικά και άμαχοι έπρεπε να χάσουν τη ζωή τους στα χέρια των βάναυσων δυνάμεων ασφαλείας. Η συνέχεια θα μπορούσε να παρουσιαστεί ως μια “επανάσταση” μέσω του τεράστιου δικτύου των ξένων και περιφερειακών μέσων ενημέρωσης που είχαν ταχθεί σε έναν διάλογο περί «Αραβικής Άνοιξης».
Διαδηλώσεις, ωστόσο, δεν ξέσπασαν στη Συρία με τον ίδιο τρόπο όπως στην Τυνησία και την Αίγυπτο. Σε αυτούς τους πρώτους μήνες, είδαμε συγκεντρώσεις που περιορίζονταν σε μερικές εκατοντάδες άτομα – μερικές φορές σε χιλιάδες – να εκφράζουν διαφορετικούς βαθμούς πολιτικής δυσαρέσκειας. Οι περισσότερες από αυτές τις συγκεντρώσεις πραγματοποιούνταν μετά την προσευχή της Παρασκευής κατά την οποία σε τεμένη υπό την επιρροή του ουαχαβιτισμού γίνονταν εκκλήσεις για συμμετοχή σε διαμαρτυρίες ή μετά από κατά τόπους δολοφονίες που κινητοποιούσαν εξαγριωμένα πλήθη να παραβρεθούν στις δημόσιες κηδείες.
Μέλος εξέχουσας οικογένειας της Ντάραα μου εξήγησε ότι υπήρχε αρκετή σύγχυση σχετικά με το ποιος σκότωνε πολίτες στην περιοχή – η κυβέρνηση ή κάποια «αφανής πλευρά». Πρόσθεσε ότι εκείνη την περίοδο οι πολίτες της Ντάραα ήταν διχασμένοι: «Κάποιοι πίστευαν ότι οι κυβερνητικές δυνάμεις ανοίγουν πυρ εναντίον όλο και περισσοτέρων για να τους σταματήσουν και να τους προειδοποιήσουν να διακόψουν τις διαδηλώσεις και τις συγκεντρώσεις. Η άλλη άποψη ήταν ότι αθέατες πολιτοφυλακές ήθελαν να συνεχιστεί αυτό διότι αν δεν γίνονται κηδείες δεν θα είχε κανένα λόγο ο κόσμος να διαδηλώνει».
Με το πλεονέκτημα της χρονικής απόστασης, ας δούμε αυτές τις αφηγήσεις για τη Συρία μετά από πέντε χρόνια συγκρούσεων:
Γνωρίζουμε πλέον ότι αρκετές χιλιάδες μέλη των συριακών δυνάμεων ασφαλείας σκοτώθηκαν κατά το πρώτο έτος, αρχής γενομένης από τις 23 Μαρτίου του 2011. Γνωρίζουμε συνεπώς ότι η αντιπολίτευση ήταν ένοπλη από την αρχή της σύγκρουσης. Έχουμε οπτικές αποδείξεις για ενόπλους που εισήλθαν στη Συρία από τα σύνορα του Λιβάνου τον Απρίλιο και τον Μάιο του 2011. Γνωρίζουμε από μαρτυρίες ουδέτερων παρατηρητών ότι ένοπλοι στόχευαν αμάχους σε τρομοκρατικές ενέργειες και ότι οι “διαμαρτυρίες” δεν ήταν όλες “ειρηνικές”.
Η αποστολή του Αραβικού Συνδέσμου, που διεξήγαγε πολύμηνη έρευνα εντός της Συρίας από τα τέλη του 2011, αναφέρει:
«Στη Χομς, στο Ιντλίμπ και στη Χάμα η αποστολή των παρατηρητών υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας σε βίαιες ενέργειες εναντίον κυβερνητικών δυνάμεων και αμάχων που κατέληξαν σε πολυάριθμους θανάτους και τραυματισμούς. Παραδείγματα τέτοιων βιαιοτήτων περιλαμβάνουν τον βομβαρδισμό ενός λεωφορείου με πολίτες όπου σκοτώθηκαν οκτώ άτομα και τραυματίστηκαν πολλά άλλα μεταξύ των οποίων γυναίκες και παιδιά, και ο βομβαρδισμός ενός τρένου που μετέφερε πετρέλαιο ντίζελ. Σε ένα άλλο περιστατικό στη Χομς ένα λεωφορείο της αστυνομίας ανατινάχτηκε με αποτέλεσμα το θάνατο δύο αστυνομικών. Ένας αγωγός καυσίμων και κάποιες μικρές γέφυρες χτυπήθηκαν επίσης».
Ο Ολλανδός ιερέας Frans van der Lugt, επί μακρόν κάτοικος Συρίας που σκοτώθηκε στη Χομς τον Απρίλιο του 2014, είχε σημειώσει τον Ιανουάριο του 2012:
«Από την αρχή τα κινήματα διαμαρτυρίας δεν ήταν αποκλειστικά ειρηνικά. Από την αρχή είδα ένοπλους διαδηλωτές να κινούνται παράλληλα με τους υπόλοιπους συγκεντρωμένους και να πυροβολούν πρώτοι τους αστυνομικούς. Πολύ συχνά η βία των δυνάμεων ασφαλείας ήταν η αντίδραση στη βία των ένοπλων ανταρτών».
Λίγους μήνες νωρίτερα, τον Σεπτέμβριο του 2011, είχε παρατηρήσει:
«Από την αρχή είχαμε το πρόβλημα των ενόπλων ομάδων που αποτελούσαν επίσης μέρος της αντιπολίτευσης… Η αντιπολίτευση στο δρόμο είναι πολύ ισχυρότερη από κάθε άλλη μορφή εναντίωσης. Και αυτή η αντιπολίτευση είναι οπλισμένη και συχνά κτηνώδης και βίαιη, μόνο και μόνο για να ρίξει το φταίξιμο στην κυβέρνηση».
Εκτός αυτών, γνωρίζουμε πλέον πως ό,τι κι αν συνέβη στη Συρία, σίγουρα δεν ήταν “λαϊκή επανάσταση”. Ο συριακός στρατός παρέμεινε ακέραιος, ακόμη και μετά τις πολυάριθμες αναφορές στον τύπο περί μαζικών λιποταξιών. Εκατοντάδες χιλιάδες Σύριοι συνέχισαν να διαδηλώνουν εκφράζοντας τη στήριξή τους στον Πρόεδρο της χώρας, αν και αυτές οι διαδηλώσεις αποσιωπήθηκαν. Οι κρατικοί θεσμοί και η κυβέρνηση και η επιχειρηματική ελίτ έχουν σε μεγάλο βαθμό παρεμείναν πιστοί στον Άσαντ. Οι μειονοτικές ομάδες -Αλαουίτες, Χριστιανοί, Κούρδοι, Δρούζοι, Σιίτες και το κόμμα Μπάαθ που είναι πλειοψηφικά σουνιτικό – δεν στράφηκαν ενάντια στην κυβέρνηση και δεν συμμετείχαν στην αντιπολίτευση. Οι μεγάλες αστικές περιοχές και τα πληθυσμιακά κέντρα παραμένουν υπό την προστασία και τον έλεγχο του κράτους, με λίγες εξαιρέσεις.
Άλλωστε, μια γνήσια επανάσταση δεν μπορεί να έχει κέντρα επιχειρήσεων στην Ιορδανία και στην Τουρκία. Ούτε μπορεί μια λαϊκή επανάσταση να χρηματοδοτείται, να εξοπλίζεται και να ενισχύεται από το Κατάρ, τη Σαουδική Αραβία, τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία.