Γράφει ο Ανδρέας Μ. Καραγιάννης,
Συγγραφέας – Πολιτικός Επιστήμονας
Προέρχομαι από εύπορη σχετικά οικογένεια, μεγαλωμένος με οικιακές βοηθούς, ταξιδεύοντας σε χιονισμένα θέρετρα, φοιτώντας σε ακριβά ιδιωτικά σχολεία.
Οι συναναστροφές μου επιφανειακές καιροσκοπικες, οι συζητήσεις μας άνευ περιεχομένου. Τί ρούχα θα φορέσουμε, σε ποιο μπαρ θα πάμε, Μύκονο ή Σπέτσες για Πάσχα, σκάφος φιλικής οικογένειας για καλοκαίρι. Μια στο τόσο κάνα τσιγαριλίκι έτσι για επανάσταση στο καπνιστηριο του σχολείου, κάνα σκισμένο παντελόνι για ποζερια. Η μόνη μου επαφή με την επανάσταση της ηλικίας μου κάνας νερατζοπολεμος μεταξύ κολεγίου-μωραιτη. Η πιο κοντινή μου επαφή με την παρανομία, κάνα πέταμα αυγών σε φρεσκοπλυμμενα πολυτελή αμάξια γειτόνων.
Μέσα μου συχνά πυκνά σιχαινομουν τη δήθεν ζωή της τάξης μου. Έπλαθα σενάρια φανταστικά, προσπαθούσα να αποδώσω κάποιο νόημα στις γνωσιολογικές επιδράσεις που μου έρχονταν. Η κατάθλιψη και η αναγκαστική επίσκεψη σε ψυχολόγο μία στο τόσο, επιβεβλημένα. Πάντα είχα όρεξη για ζωή, αντιπαθούσα τα μαθήματα, κρυφά λάτρευα τη φιλοσοφία. Κοελιο, Μπουκοφσκι, δύο από τις ασφαλείς σταθερές της αστικής μου φιλοσοφικής επανάστασης. Σπάνια γέλαγα σαν παιδί. Ήμουν περισσότερο κλεισμένος στον εαυτό μου(κάτι που σε αυτά τα σχολεία θεωρούνταν μαγκιά) , δεν είναι ότι δεν είχα κάτι να πω, δεν είχα κάποιον να το καταλάβει.
Ήθελα να ζήσω.
Η μέρα που άλλαξε ολοκληρωτικά τη ζωή μου ήρθε μεσα από μία πρόσκληση για παρτυ ενός παλιού εξωσχολικού φίλου από τη γειτονιά. Εκεί, εγώ με την τελευταία λέξη της μόδας ντυμένος, καθισμένος παράμερα με μια μπύρα στο χέρι, έρχομαι για πρώτη φορά επαφή με το πεπρωμένο μου. Μια κοπέλα ψηλόλιγνη, πολύχρωμα ντυμένη, απλοϊκή, με ένα μαύρο μπλουζάκι με κόκκινα γράμματα, αβαφη και απεριποιητη με πλησιάζει. “Δεν έχεις δουλειά εδώ ” μου λέει. “Ορίστε?” της λέω. “Αυτό που σου λέω, έλα μαζί μου να σε πάω σε ένα παρτυ που όμοιο του δεν υπάρχει, όμοιο για σένα “. Το ρίσκαρα, την ακολούθησα, φύγαμε με ένα ταξί από ψυχικό και αρχίσαμε να κατηφορίζουμε. Η Αθήνα την νύχτα, σαν να την έβλεπα για πρώτη φορά, με φόβιζε και με γοήτευε ταυτόχρονα. Αφήσαμε το ταξί κάπου χαμηλά στη Σόλωνος. . Η ψηλόλιγνη κοπέλα με οδηγούσε με τα πόδια από την Εμ.Μπενακη στη Καλλιδρομιου, στη καρδιά των στενών δρόμων των Εξαρχείων. Μπήκαμε σε ένα φαινομενικά εγκαταλελειμμένο παλιό σπίτι. Μεσα σε μία μισοσκοτεινη σάλα, έπαιζε μία σιγανή απόκοσμη μουσική, παιδιά ντυμένα “εναλλακτικά” μιλούσανε έντονα, για πολιτική οικονομία ανατροπή επανάσταση. Τόσο πάθος τόση ένταση τοσο μίσος ταξικό για το κεφάλαιο το σύστημα. Φωνές κραυγές. Στη μέση ένας μεσήλικας καλοντυμένος φαινόταν ο αρχηγός. Δεν μίλαγε μόνο σιγονταρε. Η κοπέλα με παρουσίασε σε αυτόν λέγοντας “κοίτα τι σου έφερα “. Αρχίσαμε να μιλάμε με τον άνθρωπο αυτό, η κουβέντα κράτησε ώρες μέρες μήνες, ο Κοελιο έφυγε, τον διαδέχθηκε ο Μπακουνιν ο Μαρξ, οι καταραμένοι ποιητές.
Αυτός ο άνθρωπος με ξεδίπλωσε όσο κανείς. Με έμαθε τι πραγματικά ήθελα. Την αναρχία, τη βίαιη ταξική πάλη της ανατροπής. Ποτέ δε μου πε το όνομα του, ούτε και όταν με περίμενε απέξω από το δημόσιο κτίριο όπου ήθελα, έπρεπε να να βάλω εκρηκτικό μηχανισμό. Έπρεπε να στείλω ένα μήνυμα, να πεθάνουν άμαχοι, μητέρες παιδιά, αθώοι, παράπλευρες απώλειες για να νικηθεί η φαύλη ελιτοκρατια με την οποία μεγάλωσα και από την οποία τοσο σωστά με έβγαλε αυτός ο άνθρωπος. Πλέον μίλαγα πολύ, φώναζα δυνατά κραύγαζα. Ήμουνα ο πραγματικός μου εαυτός ή έτσι νόμιζα.
Όταν τα “σκυλιά” του συστήματος με συλλαβανε, ακόμα φώναζα, τους χτυπούσα σαν αφηνιασμένος. Οταν ήρθαν κλαίγοντας οι γονείς μου στο κρατητήριο, δεν τους έβλεπα, ακόμα φώναζα.
Οταν από μια χαραμάδα του κελιού μου έβλεπα στην τηλεόραση να με παρουσιάζουν σα κτήνος, έβλεπα τα αθώα θύματα παιδιά που σκότωσα, ακόμα φώναζα, πιο δυνατά.
Οταν σε μια ανάκριση κοίταξα λίγο πίσω μου και είδα τον άνθρωπο, τον καλοντυμένο μεσήλικα στα στενά των Εξαρχείων, τον απελευθερωτη μου, να μιλάει συνωμοτικά, σχεδόν γελώντας με ένα σκυλί του συστήματος, τότε η κραυγή μου έγινε σιωπή. Σταμάτησα να φωνάζω. Σωπασα. Κατάλαβα ότι είχα πέσει στη παγίδα. Καταλαβα ότι όλες οι δήθεν δικές μου ιδέες ηταν καθοδηγούμενες, φυτευτη ιδεολογία, πάθος, για να με ελέγχει το παρακράτος και να με χρησιμοποιούν για αποσταθεροποίηση σε περιόδους πολιτικής αβεβαιότητας έτσι ώστε να συμμορφωθούν οι νοικοκυραίοι και να συσπειρωθούν γύρω από το φόβο του Κράτους, δείχνοντας με το δάκτυλο τον κακό. Εμένα.
Ήμουνα το αναγκαίο κακό. Ήμουνα παγιδευμένος.
Οταν γύρισα στο κελί μου, το μίσος για τον εαυτό μου, το ότι την πάτησα, τη ζωή που έχασα, μάταια, που διαλέχτηκα σαν εμπόρευμα, πλημμύρισαν την ψυχή μου. Το ένστικτο όμως της επιβίωσης, της ψυχικής επιβίωσης, με έκαναν να φτιάξω μια άλλη αλήθεια, πιο βολική για τη φριχτή καθημερινότητα μου.
Συνέχισα να φτιάχνω εχθρούς, να πολεμώ το διαβρωμένο σύστημα μεσα μου. Είχα γαλουχηθεί με ενα σκεπτικό, ειχα τιμωρηθεί, είχα χάσει τη ζωή μου για αυτο το ψέμα. Για τον Μπακουνιν, το Μαρξ.
Έπιασα γερά τα κάγκελα, και άρχισα πάλι να φωνάζω, πιο δυνατά.