Η ΚΑΥΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ-ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ-ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Κ. ΔΟΥΝΔΟΥΛΑΚΗ
ΜΑΣΤΕΡ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ Α.Π.Θ.
(Μελέτες Ορθοδόξου Θεολογίας) – ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΟΥΡΝΑΡΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΠΑ ΤΗΝ ΚΑΥΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
Προκειμένου να απαντηθούν τα παραπάνω ερωτήματα, επιτάσσεται αφετηριακά προσέγγιση του ζητήματος της καύσης στα υπομνήματα της αποκαλύψεως, δηλαδή στην Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας.
I. Η καύση των νεκρών στην Αγία Γραφή
Χωρία της Αγίας Γραφής που καταδικάζουν την καύση των νεκρών δεν υπάρχουν. Στις περιπτώσεις όμως της Π.Δ. όπου γίνεται αναφορά σε καύση, διαπιστώνεται ο αρνητικός χαρακτήρας της ως αποτρόπαιος ενέργειας και ποινής-συνέπεια ανόσιας και εγκληματικής πράξης. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του Λευϊτικού όπου «θυγάτηρ (αρραβωνιασμένη ή στεφανωμένη) άνθρωπου Ιερέως εάν βεβηλωθή του εκπορνεύσαι, το όνομα του πατρός αυτής βέβηλοι- επί πυρός κατακαυθήσεται». Βέβαια και σε άλλες περιπτώσεις διαπιστώνεται ο αρνητικός και «κολάσιμος» χαρακτήρας του φαινομένου. Χρήση της καύσης στην Π.Δ., διαπιστώνουμε, επίσης, σε περιπτώσεις έχθρων που ήθελαν οι αντίπαλοι τους να τους εξαφανίσουν πλήρως. Ενδεικτική είναι η περίπτωση στο Αμώς 2,1. Σύμφωνα με το συγκεκριμένο χωρίο, οι Μωαβίτες κατέκαυσαν τα οστά του βασιλιά της Εδώμ, μετά την εκταφή τους, παρασκευάζοντας με αυτά σκόνη για άσβέστωμα.
Δεν πρέπει πάντως να διαφύγει της προσοχής μας ότι οι περισσότερες των παραπάνω περιπτώσεων αναφέρονται σε καύσεις ζώντων, με εξαίρεση εκείνη στο βιβλίο του Αμώς.
Μία μόνο περίπτωση «καύσης», εκείνη που αναφέρεται στην αποτέφρωση των σωμάτων του Σαούλ και του υιού του -από τους κατοίκους Ιαμβίς του Γαλαάδ- πριν ενταφιαστούν παρουσιάζει ερμηνευτικές δυσκολίες: «και έλαβον το σώμα Σαούλ και το σώμα Ιωνάθαν του υιού αυτού… και κατακαίονσιν αυτούς εκεί και λαμβάνουσιν τα οστά αυτών και θάπτουσιν». Κάποιοι σχολιάζοντας την πράξη αυτή, τη θεωρούν απλά ως ένα μεμονωμένο-σχετικό με το θέμα περιστατικό κάποιοι άλλοι τη θεωρούν ως στοιχείο εκδίκησης. Εικασίες, επίσης, για χρήση της καύσης με σκοπό την ασφάλεια των σωμάτων από άλλες προσβολές των Φιλισταίων και την εύκολη απόκρυψη των οστών τους δεν εκλείπουν. Άλλοι, τέλος, σχολιάζοντας το περιστατικό αυτό, βλέπουν την καύση στα σώματα του Σαούλ και υιού του ως καύση αρωμάτων και μυρωδικών (θυμιάματος) -σύνηθες φαινόμενο για βασιλιάδες- κοντά στα σώματα των νεκρών.
Ο Φ. Κουκούλες αναφερόμενος στο ζήτημα της καύσης των νεκρών σε σχέση με την Κ.Δ., σημειώνει: «ουδαμού της Καινής Διαθήκης απαγορεύεται η καύσις των νεκρών, ουδαμού όμως και επιτρέπεται».
Άπαξ λεγόμενο στην Κ.Δ. αποτελεί ο όρος «καύση» στο Εβρ. 6,8 όπου σε συνάρτηση με άλλα χωρία, εκτιμάται ότι έχει εσχατολογική χροιά.
II. Η καύση των νεκρών στην Ιερά Παράδοση
1. Η καύση των νεκρών σε Πατέρες και Εκκλησιαστικούς Συγγραφείς
Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, όσοι κάνουν νύξη στο φαινόμενο της καύσης, εκφράζουν την αντίθεση τους προς αυτό. Ο Τατιανός τοποθετήθηκε κριτικά προς την καύση και ο Τερτυλλιανός (2° αι.), χαρακτήρισε την αποτέφρωση ως απάνθρωπη πράξη που απάδει στο χριστιανό, θέση που επαναλήφθηκε και από τον Ιερό Χρυσόστομο. Ενδεικτικό στοιχείο κριτικής θεώρησης της καύσης από τους Πατέρες παρουσιάζεται και στον Ευστάθιο Θεσσαλονίκης (12ο αι.). Χαρακτηριστικά ο Πατήρ αυτός συσχετίζει την αποτέφρωση με τον ειδωλολατρικό κόσμο: «εθος ην Έλλησι καίειν τους νεκρούς ο δη και εισέτι παραμένει τισι των βαρβάρων, εποίουν δε τούτο εκείνοι… ότι το μεν νεκρόν ου καθαρόν εδόκει, αγνισμός δε τις ην η δια πυρός δαπάνη του νεκρωθέντος, ότι και το πυρ αγνιστικόν διο και οι καθαρμοί δια πυρός εγίνοντο… δήλον δε ότι ου πάσιν ήρεσκεν η των νεκρών καύσις». Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης σημειώνει, τέλος, ότι όσοι προβαίνουν σε αποτέφρωση νεκρού, πρέπει να «κανονίζονται» ως φονιάδες.
2. Καύση και ανάσταση των νεκρών
Επιχειρώντας, κατά καιρούς, ορισμένοι εκκλησιαστικοί φορείς να ερμηνεύσουν τη μέχρι σήμερα αρνητική τοποθέτηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας προς το ζήτημα της αποτέφρωσης, εντάσσουν μεταξύ των επιχειρημάτων τους το αδύνατο της ανάστασης των νεκρών που αποτεφρώθηκαν. Κάποιοι άλλοι σχολιάζοντας, άστοχα, το Μθ. 3,9 ανεξάρτητα από τη συνάφεια του, ισχυροποιούν τη δυνατότητα ανάστασης στις περιπτώσεις αυτές.
Πως όμως η Ο.Ε. τοποθετείται στον προβληματισμό αυτό, δια στόματος των εκκλησιαστικών συγγραφέων;
Ενδεικτική, χαρακτηριστική περίπτωση έμμεσης θεώρησης -από μέρους των διωκτών- ότι η καύση λειτουργεί ανασταλτικά προς την ανάσταση των νεκρών, είναι εκείνη του Ευσεβίου Καισαρείας.
Ήδη το 2ο μ.Χ. αιώνα στο κείμενο του Μινούκιου Φήλικος «Οκτάβιος» -στο οποίο παρουσιάζεται η διαλογική επικοινωνία του εθνικού Καικίλιου με το χριστιανό Οκτάβιο- σημειώνεται ότι οι χριστιανοί δεν αποφεύγουν την καύση εξαιτίας της πίστης τους στην ανάσταση, αλλά εξαιτίας της παράδοσης του ενταφιασμού.
Άστοχη πρέπει να θεωρηθεί κάθε προσπάθεια «περιορισμού» της ανάστασης σε ορισμένες μόνο κατηγορίες κεκοιμημένων, διότι: «το μέν… αναστήναι της του θεού δυνάμεως έργον εστί» και αποτελεί «δωρεά» Εκείνου προς το κτίσμα για την ανάκτηση του αρχαίου κάλλους69. Η ανάσταση με τις «καθολικές» της διαστάσεις70 αποτελεί φυσική συνέχεια της μεταθανάτιας κατάστασης του άνθρωπου και αν απουσιάσει, «ουκ αν η των ανθρώπων ως ανθρώπων διαμένοι φύσις».
Η σύνδεση της καύσης των νεκρών με την ασέβεια, απιστία, και η θεώρηση ότι οι ασεβείς δε θα αναστηθούν, δεν είναι σύμφωνη με την παράδοση της Εκκλησίας. Ο Ωριγένης σημειώνει σχετικά: «Εντεύθεν οι απλούστεροι των πεπιστευκότων ορμώμενοι νομίζονσι τους ασεβείς της αναστάσεως μη τεύξεσθαι, τι νοούντες την ανάστασιν, και ποταπήν την κρίσιν φανταζόμενοι, ου πάνυ σαφηνίζοντες».
Ο Οικουμένιος θα σημειώσει επίσης για την «καθολικότητα» της ανάστασης: «Τι ουν, είποι τις, …μερική έσται η ανάστασις, ως των απίστων μη ανισταμένων; Ου τούτο, άλλ’ ότι πάντες μεν ανίστανται, ου πάντες δε αχθήσονται».
Συμπερασματικά κάποιος θα μπορούσε να διατυπώσει ότι η ανάσταση αποτελεί «αναφαίρετη δωρεά», προίκα του Θεού προς τον άνθρωπο εφόσον ο τελευταίος «αναστάσει τετίμηται». Άρα συμμετέχουν σε αυτήν και όσοι αποτεφρώθηκαν. Η αντίθετη περίπτωση θα αποτελούσε στοιχείο «κολόβωσης» της αγαπητικής αυτής έκφρασης της θεότητας προς τον άνθρωπο. Γίνεται, πάντως, αντιληπτό ότι ανάσταση σε εκείνους που εκούσια αποτεφρώθησαν δε συνεπάγεται δικαίωση της ενέργειας αυτής.
ΙΙΙ. Λόγοι αρνητικής τοποθέτησης της Ορθόδοξης Εκκλησίας για την καύση των νεκρών
Μολονότι η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία δεν επιχείρησε να συστηματοποιήσει τους λόγους που την ωθούν σε αρνητική τοποθέτηση προς την καύση, οι κατά καιρούς μελετητές του φαινομένου επιχείρησαν την καταγραφή τους.
Η επίκληση της πίστης στην ανάσταση του σώματος και ευρύτερα των νεκρών προς άρνηση της καύσης, κατέστη σαφές ότι δεν έχει «λογικά», πατερικά ερείσματα. Αλλά και η σύνδεση της αποτέφρωσης με ειδωλολατρικά έθιμα, μπορεί κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες να εξέφραζε την πραγματικότητα και να αποτελούσε επιχείρημα κατά της καύσης, όμως σήμερα δε θα μπορούσε να λειτουργήσει ανάλογα.
i) Η παράδοση του ενταφιασμού στους κόλπους της Ο.Ε. σε συνάρτηση με την ενσώματο ταφή του Χριστού -αν και από κάποιους θεωρούνται άστοχα «επιχειρήματα» προτάσσονται ως οι κυριότεροι λόγοι που ωθούν την Εκκλησία να τοποθετείται αρνητικά στην αποτέφρωση και να αποδέχεται τον ενταφιασμό των σωμάτων.
ii) Η αγιοπνευματική θεώρηση του ανθρωπίνου σώματος αλλά και ο καθαγιασμός του με το βάπτισμα, τη Θ. Ευχαριστία και τα λοιπά μυστήρια της Εκκλησίας, είναι ένας επίσης, παράγοντας που συνηγορεί υπέρ του σεβασμού του σώματος και συνεπώς με την πράξη του ενταφιασμού και όχι με την καύση.
iii) Την τελευταία πενταετία, μεταξύ των επιχειρημάτων που προβάλλονται κατά της καύσης των νεκρών, καταγράφεται και ο σεβασμός του ανθρωπίνου προσώπου, ως ψυχοσωματικής ενότητας που επεκτείνεται και στο σεβασμό του ανθρωπίνου σώματος.
iv) Στη συνάφεια αυτή εντάσσονται και τα άφθαρτα σώματα των αγίων, μαρτύρων και τα ιερά αυτών λείψανα με τα όποια καθιερώνονται οι ναοί. Ενδεικτικός είναι ο λόγος του Συμεών του Νέου Θεολόγου για τα σώματα των αγίων: «όταν έλθη το τέλος και χωρίσει η ψυχή από το σώμα, τότε η χάρις του αγίου πνεύματος, οικειοποιείται και αγιάζει καθολικώς όλο το κορμί., και δια τούτο τότε οστέα γυμνά και λείψανα των αγίων εκβλύζουσιν ιάματα και θεραπεύουν κάθε ασθένεια»
ν) Ο θάνατος αποτελεί «προαγωγή» ύπνο και κοίμηση για την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο Ιερός Χρυσόστομος σημειώνει σχετικά ότι: «επειδή… ήλθεν Χριστός, και υπέρ ζωής του κόσμου απέθανεν, ουκέτι θάνατος καλείται ο θάνατος, αλλά ύπνος και κοίμησις» και συνεχίζει: «δια τούτο και αυτός ο τόπος (εννοεί το νεκροταφείο) κοιμητήριον ωνόμασται, ίνα μάθης ότι οι τετελευτηκότες και ενταύθα κείμενοι, ου τεθνήκασιν, αλλά κοιμώνται και καθεύδουσιν». Η θεώρηση αυτή του θανάτου, αποτελεί -κατά την κρίση μας- ένα επίσης λόγο που ωθεί την Ο.Ε. στην αποδοχή του ενταφιασμού και στην «απόκρουση» της καύσης.
νi) Ο «παιδαγωγικός ρόλος» που ασκείται -κατά την Πατερική παράδοση- στους πιστούς από τη θέα των κεκοιμημένων και των κοιμητηρίων και ευρύτερα από τη «μνήμη θανάτου»· το «λογικό» αντίθετο της δυτικής κοινωνίας με τη «νευρωτική φοβία» για την επιθανάτια κατάσταση με τις μεταθανάτιες διαστάσεις της, δε θα μπορούσε να θεωρηθεί ανεξάρτητος από την αρνητική τοποθέτηση της Ο.Ε. για την καύση των νεκρών. Ειδικότερα, η εμμονή των δυτικών κοινωνιών να απωθήσουν έστω έμμεσα το θάνατο και τις ορατές αυτού ενδείξεις, τις ώθησε στην αποσιώπηση του θανάτου, στην προσπάθεια ωραιοποίησής του, ή -και στην ύστατη προσπάθεια- απώθησης του δια της αποτέφρωσης. Ας μη λησμονούμε ότι κατά την Ο.Ε. η θέα των κεκοιμημένων και των κοιμητηρίων, συντελεί θετικά στην αυτοθεώρηση, αναθεώρηση και επανατοποθέτηση των πιστών στο «μυστήριο της ζωής».
vii) Ουσιαστική θεωρείται, επίσης, η συμβολή του ενταφιασμού στην καλλιέργεια της τέχνης (αρχιτεκτονικής, αγιογραφίας κ.α.), σε αντίθεση με την αποτέφρωση που λειτουργεί ανασταλτικά προς κάθε ανάλογη μορφή πολιτιστικής προαγωγής.
viii) Τέλος, η επιφύλαξη που εκφράζεται από τους ιατροδικαστικούς κύκλους αναφορικά με την αποτέφρωση, ως μέσο συγκάλυψης δολοφονικών ενεργειών, είναι δυνατόν να αξιοποιηθεί από την Εκκλησία κατά της καύσης των νεκρών.
www.impantokratoros.gr