Το άγχος αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του οργανισμού μας. Σε χαμηλά επίπεδα ευνοεί, ως κινητήρια δύναμη την καθημερινότητά μας.
Για παράδειγμα συμβάλει στο να βγούμε από το σπίτι στην ώρα μας και να διεκπεραιώσουμε τις υποχρεώσεις μας. Σε έκτακτες περιπτώσεις, πχ. σε ένα απρόσμενο ερωτικό ραντεβού ή σε καταστάσεις που απαιτούν αποτελεσματική διαχείριση, όπως μια συνέντευξη για δουλειά, μας ωθεί να προετοιμαστούμε κατάλληλα για να αποδώσουμε τα μέγιστα και να γίνουμε πιο δημιουργικοί.
Επιστημονικοί υπεύθυνοι κειμένου : Τιτίκα Μητσοπούλου, ψυχολόγος, MSc και Βιβή Σωτηροπούλου, Δρ ψυχολογίας.
Από την άλλη μεριά, το άγχος σε υψηλά επίπεδα λειτουργεί ως τροχοπέδη στην επίτευξη του «ευ ζειν». Το έντονο άγχος μπορεί να πλήξει την βούλησή μας και να καθυστερήσει την επίτευξη των στόχων μας, να αποδιοργανώσει την συμπεριφορά μας και να αποπροσανατολίσει την επικοινωνία μας, να επιφέρει δυσάρεστες σωματικές αλλαγές, όπως δυσκολία στην αναπνοή και ταχυκαρδία, επιπρόσθετη σύγχυση και κούραση. Όταν η ποσότητα και η διάρκεια του άγχους αυξάνει, το άγχος γίνεται από λειτουργικό παθολογικό και η καθημερινότητά μας χρωματίζεται από σημαντικούς περιορισμούς, που υποβαθμίζουν την ποιότητα της ζωής μας
Στην επαγγελματική ζωή το υπερβολικό άγχος μπορεί να μειώσει την παραγωγικότητα, να θέσει εμπόδια στην προσωπική μας εξέλιξη και να οδηγήσει μέχρι και στην επαγγελματική εξουθένωση. Υψηλός βαθμός άγχους στην εργασία επηρεάζει την λήψη αποφάσεων, την διαχείριση του χρόνου μας και μπορεί να μας κάνει απρόσεκτους, νευρικούς και ευερέθιστους. Προκειμένου να προφυλάξουμε τον εαυτό μας από επιπρόσθετη πίεση μπορεί να καθυστερήσουμε την ολοκλήρωση ενός έργου, να γίνουμε αδιάφοροι ή εριστικοί με τους συναδέλφους μας, να αποφύγουμε να διεκδικήσουμε όσα μας αναλογούν και να παραιτηθούμε από τους στόχους μας. Όποια ενίσχυση και ευχαρίστηση πιθανά μας παρέχει η δουλειά μας κινδυνεύει να αντικατασταθεί από δυσφορικά συναισθήματα και απώλεια εμπιστοσύνης στις ικανότητές μας.
Στην επικοινωνία τα αποτελέσματα του έντονου άγχους είναι εξίσου επιβλαβή και αυξάνουν τον κίνδυνο διαπροσωπικών και οικογενειακών προστριβών. Η υπομονή μας μειώνεται και μπορεί να προκληθούν αλλαγές στον τρόπο που συνομιλούμε ή συμπεριφερόμαστε στους άλλους ανθρώπους. Εμφανίζονται συχνότερα διαμάχες και αυξάνονται οι δυσκολίες στην κατανόηση και την επίλυση των συγκρούσεων.
Στην κοινωνική ζωή το άγχος μπορεί να οδηγήσει σε παρεξηγήσεις με φιλικά πρόσωπα εξαιτίας των αποφυγών κοινωνικών καταστάσεων και συναναστροφών. Η απομάκρυνση όμως ή σε ακραίες περιπτώσεις η απομόνωση από τον κοινωνικό περίγυρο, περιορίζει σημαντικά τη δύναμη, την χαρά και την ευχαρίστηση που θα μπορούσαμε να λάβουμε με το αζημίωτο από το φιλικό μας περιβάλλον, επιφέροντας παράλληλα ισχυρά πλήγματα στην αυτοεκτίμηση μας.
Το άγχος έχει σημαντικές επιπτώσεις και στη σεξουαλική ζωή.
Το σεξ έχει την ιδιότητα να επιδρά, εξομαλύνοντας τις εντάσεις που προκύπτουν στη σχέση μεταξύ δύο ανθρώπων. Όταν το άγχος ξεπερνά κάποια όρια, τότε είναι δυστυχώς η αιτία για την εμφάνιση μειωμένης σεξουαλικής επιθυμίας που συχνά οδηγεί σε αραίωση της συχνότητας των επαφών ενός ζεύγους. Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι η σταδιακή απομάκρυνση των δύο μελών που στο βάθος του χρόνου αρχίζουν να εμφανίζουν προβλήματα στην μεταξύ τους γενικότερη επικοινωνία και κατ’ επέκταση σημάδια συναισθηματικής αποστασιοποίησης ο ένας από τον άλλον. Επίσης, μέσω του σεξ οι άνθρωποι καλύπτουμε και τις ανάγκες τρυφερότητας που έχουμε, οπότε όταν αραιώνουν οι επαφές μεγαλώνουν τα αισθήματα μοναξιάς που μπορεί να οδηγήσουν σε επιδείνωση της γενικότερης διάθεσης.
Επομένως, είναι φανερό ότι το άγχος στις περιπτώσεις που ξεφεύγει από τα φυσιολογικά ανεκτά όρια που το κάνουν λειτουργικό και απαραίτητο στη ζωή μας, έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στους βασικούς τομείς λειτουργικότητας όπως η εργασία, η επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους, η κοινωνική ζωή και οι στενές διαπροσωπικές σχέσεις. Όταν συμβαίνει αυτό, ένας άνθρωπος αισθάνεται ότι υστερεί σε σημαντικούς τομείς της ζωής, οδηγείται σε μειωμένη αυτοεκτίμηση, αυξημένα επίπεδα κούρασης εξαιτίας της συνεχούς προσπάθειας για καλύτερη επίδοση, αισθήματα αναποτελεσματικότητας και απελπισίας που είναι πιθανό να καταλήξουν σε σωματικά προβλήματα και ψυχικές διαταραχές όπως οι συναισθηματικές διαταραχές και οι διαταραχές άγχους.
Είναι σημαντικό λοιπόν, να ασκούμαστε σε τεχνικές διαχείρισης άγχους ούτως ώστε να μπορούμε να κρατούμε τις ισορροπίες μεταξύ «του καλού και του κακού άγχους» για τη μεγιστοποίηση της λειτουργικότητας μας, ακόμη και σε συνθήκες που δεν μπορούν να γίνουν εύκολα ελεγχόμενες από το άτομο όπως οι συνθήκες των καιρών που διανύουμε.