Είναι η πρώτη μελέτη που επιβεβαιώνει ότι υπάρχει σχέση ανάμεσα στο χρόνιο στρες και στη βραχυχρόνια μνήμη.
Οι ερευνητές του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Οχάιο, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή νευροεπιστήμης Τζόναθαν Γκοντμπάουτ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό νευροεπιστήμης “Journal of Neuroscience”, δήλωσαν ότι τα πειράματα αυτού του είδους μπορεί να ανοίξουν το δρόμο σε νέες θεραπείες για όσους ανθρώπους υποφέρουν από απώλεια μνήμης π.χ. λόγω μετατραυματικής αγχώδους διαταραχής (θύματα «μπούλινγκ», στρατιώτες, εργαζόμενους σε στρεσογόνο περιβάλλον κ.α.).
«Η μελέτη μας αφορά το χρόνιο στρες, όχι το στρες που προκαλείται παροδικά, όταν κανείς π.χ. δίνει μια ομιλία ή συναντά κάποιον άγνωστο άνθρωπο», διευκρίνισε ο Γκονμπάουτ.
Τα πειράματα έδειξαν ότι τα ποντίκια που είχαν για καιρό εκτεθεί στη στρεσογόνα συμπεριφορά άλλων επιθετικών τρωκτικών, δυσκολεύονταν να θυμηθούν πού βρισκόταν η έξοδος διαφυγής σε έναν λαβύρινθο, παρόλο που πριν ξεκινήσει η περίοδος πρόκλησης στρες, δεν είχαν κανένα πρόβλημα να τη θυμηθούν. Το πρόβλημα μνήμης των ποντικιών διαρκούσε περίπου ένα μήνα, ενώ και αργότερα έδειχναν σημάδια αντικοινωνικότητας.
Η έρευνα έδειξε επίσης ότι τα στρεσαρισμένα πειραματόζωα είχαν αισθητές αλλαγές στον εγκέφαλό τους, όπως ίχνη φλεγμονής λόγω της αντίδρασης του ανσοσοποιητικού συστήματός τους στην έξωθεν πίεση. Όσο μεγαλύτερη ήταν η φλεγμονή και η ανοσολογική αντίδραση (με παρουσία μακροφάγων κυττάρων στον εγκέφαλο), τόσο πιο έντονη ήταν η απώλεια μνήμης.
Οι επιστήμονες δοκίμασαν να δώσουν στα πειραματόζωα μια χημική ουσία που «φρέναρε» τη φλεγμονή. Τα συμπτώματα κατάθλιψης των ζώων δεν έφυγαν, αλλά εξαφανίσθηκε το πρόβλημα της μνήμης. Έτσι, οι ερευνητές ευελπιστούν ότι μελλοντικά θα ανακαλύψουν νέες φαρμακευτικές ή άλλες θεραπείες για τα προβλήματα μνήμης, στοχεύοντας στο να μπλοκάρουν τη διαδικασία εγκεφαλικής φλεγμονής λόγω του στρες.