Τα άτομα που έχουν υψηλό «ζάχαρο» διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για άνοια, ακόμη και αν αυτό είναι ρυθμισμένο.
Αυτό δείχνει μία νέα μελέτη που δημοσιεύεται στο περιοδικό Neurology και πραγματοποιήθηκε από ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ με επικεφαλής την καθηγήτρια Νευρολογίας, Βέρα Νόβακ.
Για τις ανάγκες της μελέτης, οι ερευνητές παρακολούθησαν 65 άτομα, ηλικίας 57-75 ετών για δύο χρόνια, εκ των οποίων οι 35 έπασχαν από διαβήτη τύπου 2.
Στην αρχή και στο τέλος της μελέτης, οι εθελοντές συμπλήρωσαν τεστ αξιολόγησης νοητικών ικανοτήτων και υποβλήθηκαν σε μαγνητικές τομογραφίες εγκεφάλου για να εξεταστεί ο όγκος του και η ροή αίματος σε αυτόν. Υποβλήθηκαν επίσης σε αιματολογικές εξετάσεις, για να καταγραφούν τα επίπεδα σακχάρου και διάφοροι δείκτες φλεγμονής στο σώμα τους.
Όπως διαπιστώθηκε από τις εξετάσεις, μετά από δύο χρόνια, οι επιδόσεις των διαβητικών ασθενών επιδεινώθηκαν, ανεξάρτητα από το πόσο καλά ρύθμιζαν το «ζάχαρο».
Συγκεκριμένα, οι διαβητικοί πετύχαιναν 12% χαμηλότερες επιδόσεις στα τεστ μνήμης και σκέψης σε σύγκριση με τις επιδόσεις που είχαν στην αρχή της μελέτης.
«Η ρύθμιση του σακχάρου δεν αναχαιτίζει τη νοητική εκφύλιση που σχετίζεται με τον σακχαρώδη διαβήτη», συμπλήρωσε η Νόβακ. «Χρειαζόμαστε φάρμακα που θα βελτιώνουν τη λειτουργία των αιμοφόρων αγγείων και άρα τη νόηση και τις εγκεφαλικές λειτουργίες των ασθενών».
Πώς σχετίζεται το ζάχαρο με την εγκεφαλική λειτουργία
Κάθε τι που κάνουμε, από το να κουνήσουμε ένα δάκτυλο έως το να σκεφτούμε, χρειάζεται αύξηση στην παροχή αίματος σε συγκεκριμένο κάθε φορά τμήμα του εγκεφάλου.
Τα αυξημένα επίπεδα σακχάρου στο αίμα προκαλούν φθορές στα αγγεία, καθιστώντας τα λιγότερο ελαστικά και επομένως μειώνοντας την ικανότητά τους να ανταποκρίνονται στις ανάγκες για ροή αίματος και οξυγόνου στον εγκέφαλο.
Για το λόγο αυτό, οι ερευνητές επισημαίνουν πόσο σημαντική είναι η πρόληψη του διαβήτη τύπου 2.