Η υπερφαγία είναι η εθιστική, υπερβολική κατανάλωση φαγητού και μία από τις βασικές αιτίες της παχυσαρκίας.
Το άτομο καταναλώνει εκτός ελέγχου τεράστιες ποσότητες τροφής σε σύντομο χρόνο, είτε καταναλώνει τροφή κατά τη διάρκεια της ημέρας πολύ συχνά.
Τρώει ακόμη και αν νιώθει υπερβολικά πλήρης, είναι όμως αδύνατο να σταματήσει να το κάνει. Επίσης δεν καταγράφει, ούτε ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τις γεύσεις των τροφών.
Η υπερφαγία μπορεί να συνδέεται με κατάθλιψη και συνήθως ξεκινά στην εφηβεία ή την πρώτη ενήλικη ζωή.
Μπορεί επίσης να ξεκινήσει μετά από ένα τραυματικό γεγονός ή απώλεια αγαπημένου προσώπου.
Μία πρόσφατη έρευνα του Rutgers University, υποστηρίζει ότι για την προτίμηση στις λιπαρές τροφές ως πηγή απόλαυσης και όχι για την ικανοποίηση, ευθύνεται η απουσία ενός συγκεκριμένου πεπτιδίου στον οργανισμό.
Μπορεί δηλαδή να μην νιώθουμε πείνα, αυτό όμως δεν μας εμποδίζει να καταναλώσουμε ένα τεράστιο γλυκό ή ένα μεγάλο γεύμα, όπως μας υπαγορεύει η έλλειψη μιας συγκεκριμένης ορμόνης.
Πρόκειται για την ορμόνη γλυκαγόνη (GLP-1 ), η οποία όταν βρέθηκε σε χαμηλά επίπεδα στο κεντρικό νευρικό σύστημα του δείγματος που εξετάστηκε (ποντίκια), εκείνα κατέφευγαν στην υπερκατανάλωση φαγητού και ιδιαίτερα λιπαρών τροφών. Μάλιστα η κατανάλωση δεν ήταν ανάλογη των ενεργειακών τους αναγκών (λάμβαναν πολλές περισσότερες από τις αναγκαίες θερμίδες). Αντίθετα, η αποκατάσταση των επιπέδων της ορμόνης που ρυθμίζει τις διατροφικές επιλογές του οργανισμού στα πειραματόζωα, είχε ως αποτέλεσμα την αλλαγή της συμπεριφοράς τους ως προς το φαγητό.
Οι επιστήμονες που συμμετείχαν στην έρευνα ισχυρίζονται πως το γιατί τρώμε, το πόσο τρώμε και το πότε σταματάμε, αποτελούν συμπεριφορές που ελέγχονται από το κεντρικό νευρικό μας σύστημα. Η κατανόηση του πώς αυτό ρυθμίζει την πρόσληψη φαγητού μπορεί να αποδειχθεί σωτήρια για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας και τα πρόσφατα ευρήματα έβαλαν ένα λιθαράκι προς αυτή την κατεύθυνση. Μάλιστα αυτή η εσωτερική διαδικασία του οργανισμού συμβαίνει στα σημεία εκείνα του εγκεφάλου που συνδέονται με άλλες περιπτώσεις εθισμού, όπως η κατανάλωση αλκοόλ, η λήψη ναρκωτικών και νικοτίνης, γεγονός που επιτρέπει στους ειδικούς να ελπίζουν σε πολλαπλή χρήση της ανακάλυψής τους.