Τρεις ημέρες μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα των Βρυξελλών, το ερώτημα που απασχολεί τους σχολιαστές είναι εάν οι επιθέσεις μπορούσαν να έχουν αποτραπεί. Οι απόψεις διίστανται.
Η βελγική De Morgen παρατηρεί: «Δεν χρειάζεται να ψάχνουμε τώρα αποδιοπομπαίους τράγους, εντούτοις το ερώτημα τι πήγε στραβά και πώς μπορούμε να προστατευτούμε καλύτερα είναι θεμιτό. Προκύπτουν ερωτήματα. Πολλά ερωτήματα. Εάν, για παράδειγμα, υπήρχαν όντως σαφείς και επανειλημμένες προειδοποιήσεις από το εξωτερικό γι΄ αυτές τις επιθέσεις, τότε αυτό είναι πρόβλημα. Ή εάν ευσταθούν τα όσα ισχυρίζεται ο τούρκος πρόεδρος Ερντογάν. Το ότι δηλαδή ένας από τους δράστες εκδόθηκε από τις τουρκικές αρχές στην Ολλανδία, ότι και το Βέλγιο είχε ενδείξεις για την τρομοκρατική του δράση, αλλά παρά ταύτα αφέθη ελεύθερος. Αυτό μάλιστα θα ήταν μεγάλο πρόβλημα».
Κριτική στις ευρωπαϊκές χώρες ασκεί η αυστριακή Die Presse: «Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ήδη λίγες ώρες μετά τις επιθέσεις ο γερμανός υπ. Εσωτερικών ντε Μεζιέρ ζητούσε να υπάρξει μια πιο εντατική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των ευρωπαϊκών αρχών ασφαλείας. ‘Πρέπει να ανταλλάσσουμε τις πληροφορίες, οι πληροφορίες υπάρχουν΄. Τι, δεν συμβαίνει ήδη αυτό; Μετά τη Μαδρίτη το 2004, το Λονδίνο το 2005, το Παρίσι το 2015 και άλλες επιθέσεις; Η ανταλλαγή δεδομένων που αφορούν την τρομοκρατία φέρεται να λειτουργεί μόλις μεταξύ πέντε από τις συνολικά 28 χώρες της ΕΕ. Να απορεί λοιπόν κανείς όταν κάπου στην Ευρώπη σκάει μια βόμβα, προκαλώντας το αιματοκύλισμα αθώων;».
«Ευρωπαίοι πολίτες οι τρομοκράτες»
Οι New York Times: «Φυσικά και η Ευρώπη πρέπει να λάβει άμεσα μέτρα για να προστατεύσει τους πολίτες της. Το κλειδί για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας βρίσκεται όμως στο να κερδίσει η Ευρώπη την εμπιστοσύνη της μεγάλης μουσουλμανικής κοινότητας».
Η ισπανική El Mundo: «Η Ευρώπη βρίσκεται μεταξύ ισλαμισμού και λαϊκισμού που αλληλοενισχύονται. Σε πολλές χώρες ακροδεξιές δυνάμεις εκμεταλλεύτηκαν τις επιθέσεις των Βρυξελλών για την εκστρατεία τους κατά της ιδέας μιας Ευρώπης χωρίς σύνορα. Το να αποδίδεις τον τζιχαντισμό στη μεταναστευτική πολιτική είναι άτοπο και άστοχο. Οι τρομοκράτες στις Βρυξέλλες ήταν ευρωπαίοι πολίτες και γνωστοί στις αστυνομικές αρχές. Δεν είχαν καμία σχέση με τους πρόσφυγες οι οποίοι προσπαθούν να διαφύγουν από τη φρίκη του πολέμου στις πατρίδες τους. Η ΕΕ θα πρέπει να ασκήσει πιέσεις σε συμμάχους της, όπως τη Σαουδική Αραβία και την Τουρκία προκειμένου αυτές να αντιμετωπίσουν με μεγαλύτερη σοβαρότητα το τζιχαντισμό. Το Ριάντ χρηματοδοτεί τη διάδοση ακραίων εκδοχών του ισλάμ, η Άγκυρα επιτρέπει την ανεμπόδιστη διέλευση τζιχαντιστών».
Αναγκαίες οι χερσαίες επιχειρήσεις κατά του ISIS
Η ισπανική El Pais σημειώνει: «Προφανώς έχουμε να κάνουμε με έναν εχθρό στο εσωτερικό, ο οποίος έχει αρκετά περιθώρια ελιγμών για να οικοδομήσει δίκτυα υποστηρικτών όπως εκείνο που προστάτευε τον Σαλάχ Αμπντεσλάμ τους τέσσερις αυτούς μήνες μετά τις επιθέσεις του Παρισιού. Γι΄ αυτό δεν είναι ούτε σκόπιμο αλλά και ούτε ενδείκνυται να βομβαρδίζεις περιοχές στη Μέση Ανατολή και στη βόρεια Αφρική ως απάντηση στο Ισλαμικό Κράτος».
Διαφορετική η προσέγγιση της Arab News από τη Σαουδική Αραβία: «Πραγματικά, πόσες βομβιστικές επιθέσεις πρέπει να γίνουν ακόμη σε δημόσιους χώρους για να αντιληφθούμε ότι βρισκόμαστε σε πόλεμο με παράφρονες φονταμενταλιστές; Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να σταματήσουν να αντιδρούν σε αυτό με ανούσια ρητορική και αναποτελεσματικά μέτρα ασφαλείας. Θα πρέπει να προσεγγίσουν το πρόβλημα όπως μια επιδημία ίωσης: να καταπολεμηθούν τα συμπτώματα αυτής της βίαιης και ακραίας ιδεολογίας με μια χαριστική βολή στο νευραλγικό κέντρο του Ισλαμικού Κράτους σε Ιράκ και Συρία. Παράλληλα πρέπει να διερευνηθούν τα αίτια αυτής της ριζοσπαστικοποίησης και να δοθεί μια έξυπνη απάντηση. Εάν κάποιος θέλει να εξοντώσει το ΙΚ, τότε αυτό σημαίνει χερσαίες δυνάμεις, είτε αρέσει στις κυβερνήσεις αυτού του κόσμου, είτε όχι».