του Δ. Μακροδημόπουλου
Ποιο είναι το συμπέρασμα το οποίο συνάγεται από την στρατιωτική παρέμβαση της Ρωσίας στη Συρία και την ανατροπή των συσχετισμών εκεί; Είναι η απουσία της Ευρώπης ως πρωταγωνιστή στη διαμόρφωση των εξελίξεων.
Διότι παρεμβαίνει στα τεκταινόμενα μόνον με δηλώσεις των ηγετών των κρατών μελών της και τη συμβολική συμμετοχή στις αναποτελεσματικές αεροπορικές επιδρομές κατά του ISIS, αποδεικνύοντας ότι παραμένει στρατιωτικά και διπλωματικά υπό την κηδεμονία της Ουάσινγκτον και εντός των ορίων που καθορίζει ο εκάστοτε αμερικανός πρόεδρος. Αντίθετα η Μόσχα δεν παρεμβαίνει για πρώτη φορά ενεργά ανατρέποντας τη ροή των εξελίξεων. Είχε παρέμβει διπλωματικά και πριν δύο χρόνια όταν πίεσε τον Άσσαντ να θέσει το χημικό του οπλοστάσιο υπό διεθνή έλεγχο και απέτρεψε την εισβολή των ΗΠΑ και των άλλων «φίλων» της Συρίας ενώ ήταν πάντα παρούσα στις εξελίξεις της ευρύτερης περιοχής αμφισβητώντας τις επιλογές της Ουάσινγκτον. Έτσι, ενώ πριν έναν αιώνα, το 1916, με τη συμφωνία Σάικς – Πικό, Βρετανία και Γαλλία καθόρισαν τα σύνορα της περιοχής στη βάση των αμοιβαίων συμφερόντων τους εν όψει της αναμενόμενης διάλυσης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και διοίκησαν τα κράτη που προέκυψαν με τις Εντολές της Κοινωνίας των Εθνών, σήμερα έναν αιώνα μετά απουσιάζουν πλήρως από τη διαμόρφωση των εξελίξεων στην περιοχή, απλά ακολουθούν τις αποφάσεις άλλων.
Πού οφείλεται αυτή η έκδηλη αδυναμία της Ευρώπης να παρακολουθήσει και να συμμετάσχει στη διαμόρφωση των παγκόσμιων εξελίξεων; Στις συνέπειες των δύο παγκοσμίων πολέμων σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο που την έθεσαν υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ. Όπως σημειώνει ο Νίκος Ψυρούκης, ιστορικός, «όταν έμπαιναν οι ΗΠΑ στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο χρωστούσαν στην Ευρώπη 4,5 δις δολάρια. Με τον τερματισμό του πολέμου, η Ευρώπη χρωστούσε στις ΗΠΑ 10 δις δολάρια σε πολεμικά χρέη». Με το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο διαλύθηκαν οι αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες των ευρωπαϊκών κρατών δίνοντας τη δυνατότητα στο αμερικανικό κεφάλαιο να εισχωρήσει στις αγορές παντού εκεί όπου η αποικιοκρατία δεν τους επέτρεπε μέχρι τότε να δράσουν ενώ η καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων στην Ευρώπη αναζωογόνησε την αμερικανική οικονομία. Είναι χαρακτηριστικό πως στο διάστημα 1938 – 1944 το ετήσιο εθνικό εισόδημα των ΗΠΑ υπερδιπλασιάστηκε, από 41 δις δολάρια έφτασε στα 83 δις ενώ οι οικονομίες των εμπόλεμων ευρωπαϊκών κρατών κατέρρεαν και υπερχρεώνονταν στην Ουάσινγκτον ενώ με το ΝΑΤΟ οι ΗΠΑ υπέταξαν και στρατιωτικά την Ευρώπη. Αποδεικνύεται δηλαδή ιστορικά ότι οι Ευρωπαίοι, νικητές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν ουσιαστικά οι μεγάλοι ηττημένοι αφού χρεοκόπησαν οικονομικά από τις δαπάνες της διεξαγωγής του και τις καταστροφές και αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από τις αποικίες τους. Γιαυτό, σήμερα, το ευρωπαϊκό κεφάλαιο προσπαθεί, με τις συνεχείς διευρύνσεις της ΕΕ με κράτη ανίσχυρα οικονομικά, με την προοπτική μάλιστα ένταξης και ασθενέστερων (π.χ. Δυτικά Βαλκάνια) και με τα κύματα των προσφύγων, να δημιουργήσει στα γεωγραφικά όρια της Ευρώπης το ομοίωμα του παγκόσμιου καπιταλισμού, δηλαδή τη συνύπαρξη της καπιταλιστικής μητρόπολης με την περιφέρεια, για να εξασφαλίσει φθηνές πρώτες ύλες και φθηνή εργασία ώστε να καταστεί ανταγωνιστικό.
Κυρίως όμως οι τελευταίες εξελίξεις στη Συρία απέδειξαν ότι δεν μπορεί να ηγείται της Ευρώπης η Γερμανία, μια χώρα αδύναμη στρατιωτικά, γεγονός που περιθωριοποιεί την Ευρώπη και διπλωματικά. Ο Ούλριχ Μπεκ στο βιβλίο του «Από τον Μακιαβέλλι στη Μερκιαβέλλι» υποστηρίζει ότι: «Η νέα γερμανική εξουσία στην Ευρώπη δεν βασίζεται στη βία όπως παλαιότερα.…. Διότι, η εξουσία που εδράζεται στην οικονομία είναι πολύ πιο ευκίνητη: είναι πανταχού παρούσα χωρίς να χρειάζεται να κάνει εισβολή. Το δυναμικό εκβίασης που διαθέτει δεν πηγάζει από τη λογική του πολέμου αλλά της επαπειλούμενης οικονομικής κατάρρευσης». Όμως αν η επαπειλούμενη οικονομική κατάρρευση είναι το μέσον της ευημερίας της Γερμανίας σε βάρος των άλλων κρατών μελών, η οικονομική ισχύς μόνη της δεν αρκεί για να κατοχυρώσει τον παγκόσμιο ρόλο μιας χώρας ή μιας ηπείρου. Σε αυτή τη διαπίστωση συνηγορούν και τα συμπεράσματα από την ουκρανική κρίση.
Τα ευρωπαϊκά κράτη με προεξάρχουσα τη Γερμανία πειθάρχησαν στις κυρώσεις που αξίωσαν οι ΗΠΑ εναντίον της Ρωσίας, παρότι αυτές στρέφονταν κατά των ευρωπαϊκών συμφερόντων και όξυναν τις ενδοευρωπαικές αντιθέσεις. Η Γερμανία αντί να αντλήσει ισχύ από την πολιτική ένωση των ευρωπαϊκών κρατών προσπαθεί να ηγεμονεύσει σε βάρος τους. Μια ήπειρος, όπως η Ευρώπη, σε ύφεση χάριν των συμφερόντων μιας χώρας ή μιας ολιγομελούς ομάδας χωρών, είναι επόμενο να συμπαρασύρει και την ηγεμονεύουσα χώρα αφού η συνολική διαπραγματευτική της ισχύς σε παγκόσμιο επίπεδο θα απομειούται. Η Ευρώπη ήκμασε με τη βία και τον πόλεμο με την επιβολή της αποικιοκρατίας και υποβαθμίστηκε στο παγκόσμιο γίγνεσθαι μέσω της βίας των δύο Παγκοσμίων πολέμων. Επομένως η ισχύς αναπότρεπτα θα πρέπει να αποτελέσει συστατικό στοιχείο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Πώς όμως θα επιτευχθεί όταν η Ευρώπη παραμένει υπό τη στρατιωτική σκέπη του ΝΑΤΟ, και προωθεί τη Διατλαντική Ζώνη Ελεύθερου Εμπορίου (ΤΤΙP) που συνεχίζει να αναπαράγει την εξάρτηση των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων από τον παγκόσμιο ηγεμόνα;