Το πρόβλημα που έχουν οι πολιτικές διάνοιες δεν είναι οι εχθροί τους, αλλά οι ίδιοι. Δεν πέφτουν εξαιτίας ελιγμών των αντιπάλων τους, αλλά εξαιτίας δικών τους λαθών. Έχουν κερδίσει τα πάντα, έχουν πηδήξει όλα τα εμπόδια, κι αρχίζουν να βαριούνται. Αυτό που έχουν δεν τους είναι αρκετό. Και κάπου εκεί αρχίζουν τα προβλήματα.
Επί μια δεκαετία, από το 2002 ως το 2012, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν περπατούσε πάνω στο νερό. Δημιούργησε τις συνθήκες για μια διψήφια ανάπτυξη, που μετέτρεψε την Τουρκία σε μια ευρασιατική «τίγρη». Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στην Άγκυρα θα πραγματοποιηθεί το φθινόπωρο η ετήσια σύνοδος της ομάδας G20. Το κράτος δικαίου σημείωσε σημαντικές προόδους. Προκειμένου να αντιμετωπίσει τον στρατό, ο Ερντογάν έκανε ανοίγματα στην Ευρώπη. Και, το σημαντικότερο απ’ όλα, απέδειξε ότι το Ισλάμ, η δημοκρατία και η ανάπτυξη όχι μόνο δεν είναι ασυμβίβαστα όπως υποστηρίζουν κάποιες Κασσάνδρες στη Δύση, αλλά ενισχύουν το ένα το άλλο.
Με λίγα λόγια, για πρώτη φορά εδώ κι έναν αιώνα, η Τουρκία έδειχνε να έχει επιστρέψει: Μια Τουρκία όχι εκδικητική και βίαιη, αλλά κληρονόμος των καλύτερων στοιχείων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Την ώρα που ο αραβικός κόσμος βυθιζόταν στον αυταρχισμό και τον σκοταδισμό, η Τουρκία του Ερντογάν πρόσφερε έναν άλλο δρόμο, ένα μοντέλο, μια ελπίδα.
Όσο για τον ίδιο τον Ερντογάν, τι σημασία είχε αν ήταν περισσότερο ισλαμιστής από δημοκράτης ή το αντίθετο; Αυτό που μετρούσε ήταν ότι είχε καθυποτάξει τον στρατό και είχε δώσει στους Κούρδους μια ελπίδα αναγνώρισης της ταυτότητάς τους και των δικαιωμάτων τους ύστερα από δύο δεκαετίες εμφυλίου πολέμου που κόστισε τη ζωή 40.000 ανθρώπων.
Όλα αυτά έχουν τεθεί υπό αμφισβήτηση μετά την επίθεση που πραγματοποιήθηκε στις 20 Ιουλίου στο Σουρούτς, αποδόθηκε στην οργάνωση «Ισλαμικό Κράτος», και είχε ως αποτέλεσμα να βρουν τον θάνατο 32 νέοι Κούρδοι. Ο Ερντογάν κήρυξε αμέσως τον πόλεμο εναντίον του ΙΚ, αλλά και εναντίον του ΡΚΚ, με το οποίο το 2012 είχε συμφωνηθεί ανακωχή. Στην πραγματικότητα, η τουρκική αεροπορία έχει πραγματοποιήσει τρεις επιδρομές εναντίον των τζιχαντιστών και 400 εναντίον των Κούρδων ανταρτών…
Ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» αποδείχθηκε ένας διπλωματικός και πολιτικός ελιγμός. Ο βασικός στόχος ήταν να κινητοποιηθεί το εθνικιστικό εκλογικό σώμα και να απομονωθούν οι μετριοπαθείς Κούρδοι του HDP, ώστε ο Ερντογάν να πάρει την εκδίκησή του για τη σχετική ήττα των βουλευτικών εκλογών της 7ης Ιουνίου. Κηρύσσοντας τον πόλεμο εναντίον του PKK, ο Ερντογάν βάζει στο τραπέζι τα ρέστα του, όπως κάνει ένας παίκτης του πόκερ που απειλείται με χρεοκοπία: Την οικονομική ανάπτυξη, που αποδυναμώνεται συνεχώς, την ειρήνη με τους Κούρδους, την εικόνα της χώρας του. Κι όλα αυτά, με την υποθετική ελπίδα μιας εκλογικής νίκης την 1η Νοεμβρίου.
Σήμερα, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι πιο μόνος από ποτέ στο τεράστιο παλάτι του. Στην Τουρκία, οι πρώην σύντροφοί του από την αδελφότητα Φετουλάχ Γκιουλέν, η προοδευτική νεολαία και οι Κούρδοι τον έχουν εγκαταλείψει. Στο εξωτερικό, οι Δυτικοί έχουν απογοητευτεί, το Ισραήλ δεν του έχει πια εμπιστοσύνη, οι ηγέτες της Αιγύπτου, της Τυνησίας και της Σαουδικής Αραβίας δεν τον συγχωρούν για την υποστήριξή του προς τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, ενώ η Ρωσία και το Ιράν τού καταλογίζουν ότι προσπάθησε να ανατρέψει τον αγαπημένο τους Άσαντ. Όσο για τους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους, θέλουν το κεφάλι του.
Στις συνθήκες αυτές, αμφιβάλλει κανείς για το κατά πόσον οι εκλογές της 1ης Νοεμβρίου, αν τελικά διεξαχθούν, θα επιφέρουν οποιαδήποτε βελτίωση. Το πρόβλημα της Τουρκίας είναι ότι ο Ερντογάν είναι πιο ανθεκτικός από εκείνη: Αυτός που θα σπάσει πρώτος δεν θα είναι εκείνος, αλλά η χώρα του.
Πηγή: Le Monde
Φωτογραφία Reuters
*O Κριστόφ Αγιάντ είναι επικεφαλής του διεθνούς τμήματος της Μοντ