Η στάση της Μέρκελ απέναντι στην Τουρκία
Η Μέρκελ δεν θέλει την Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ένωση και αντιτίθεται στην έναρξη των νέων συνομιλιών με την Τουρκία για να γίνει μέλος της Ε.Ε. Αυτό αποκάλυψε η ίδια η καγκελάριος της Γερμανίας σε βουλευτές του κόμματός της την Τρίτη (29.11.2016) σύμφωνα με την εφημερίδα Bild.
Αυτό σημαίνει ότι οι συνομιλίες έχουν ουσιαστικά λήξει, αναφέρει η εφημερίδα στο σημερινό φύλλο της, επικαλούμενη πηγές που συμμετείχαν στην κομματική συνάντηση.
Η Μέρκελ πρότεινε στα στελέχη του κόμματος να εξηγήσουν ξεκάθαρα αυτή την απόφαση σε ψηφοφόρους που ζητούν να μάθουν τη θέση του κόμματος ως προς την Τουρκία, γράφει η Bild.
Η αποκάλυψη για τη θέση της Μέρκελ σχετικά με τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία δεν έρχεται μόνο ενόψει των εκλογών του ’17 στη Γερμανία αλλά και μετά τις νέες επιθέσεις του Τούρκου προέδρου.
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν “βρυχήθηκε” ξανά την Τρίτη, όταν δήλωσε ότι η χώρα του “δεν έχει σφραγίσει το βιβλίο” ακόμα στο θέμα ένταξής της στην ΕΕ από την περασμένη εβδομάδα που το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρότεινε το “πάγωμα” των ενταξιακών συνομιλιών, αλλά πρόσθεσε ότι η Άγκυρα έχει άλλες προοπτικές, με άλλα μέλη.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ψήφισε την περασμένη εβδομάδα – με 479 ψήφους υπέρ και 37 κατά – να υιοθετήσει μια μη-δεσμευτική πρόταση για την αναστολή των συνομιλιών με την Τουρκία λόγω της “δυσανάλογης” αντίδρασης της κυβέρνησης στο αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου.
[irp posts=”80770″ name=”Ομπάμα: Αν ήμουν Γερμανός θα ψήφιζα την Μέρκελ”]
Οι Γερμανοί αξιωματούχοι κατακρίνουν τους διωγμούς του Ερντογάν εναντίον αντικαθεστωτικών και δημοσιογράφων μετά το πραξικόπημα, παρότι η Μέρκελ – η οποία έχει υπ’ όψιν της τα εκατομμύρια των προσφύγων που διαμένουν ακόμα στην Τουρκία – τόνισε την Παρασκευή την ανάγκη να σεβαστεί και η Τουρκία αλλά και η ΕΕ τις δεσμεύσεις μεταξύ τους.
Ο Ερντογάν έχει αφήσει να εννοηθεί ότι μπορεί να ακυρώσει μια συμφωνία φιλοξενίας εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών εντός των τουρκικών συνόρων με αντάλλαγμα την υπόσχεση ταχύτερων ενταξιακών συνομιλιών, μετακίνηση Τούρκων πολιτών σε χώρες της ΕΕ χωρίς ταξιδιωτική θεώρηση (βίζα) και χρηματοδότηση.
Μετά από το πραξικόπημα, η κυβέρνηση έθεσε υπό κράτηση ή απέλυσε πάνω από 125.000 άτομα – μεταξύ των και στρατιωτικοί, εκπαιδευτικοί, δικαστές, δημοσιογράφοι και Κούρδοι ηγέτες – ισχυριζόμενη ότι υποστήριξαν το πραξικόπημα, ενώ οι αντίπαλοί της, όπως οργανώσεις δικαιωμάτων και μερικοί Δυτικοί σύμμαχοι, την κατηγορούν για προσπάθεια εξάλειψης κάθε διαφωνίας προς στο καθεστώς.