ΡΩΣΙΑ: Η Ορθοδοξία τα τελευταία χρόνια βιώνει μία σιωπηλή αλλά βαθιά γεωεκκλησιαστική ανακατάταξη, η οποία δεν αφορά μόνο το ζήτημα της Αυτοκεφαλίας της Ουκρανίας, αλλά απλώνεται σε όλο το φάσμα των Παλαίφατων Πατριαρχείων. Η Ρωσική Εκκλησία, διατηρώντας διακόψασα κοινωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, κινείται μεθοδικά και στρατηγικά σε βάθος δεκαετιών.
Ρεπορτάζ: Παντελής Χαριτάκης
Όπως διαμηνύουν υψηλόβαθμοι παρατηρητές, βρισκόμαστε ενώπιον ενός καλά οργανωμένου εκκλησιαστικού γεωπολιτικού σχεδίου, που σε αρκετές περιπτώσεις βρίσκει πρόσφορο έδαφος, λόγω ελλείψεων, φόβων και της απουσίας ισχυρής εθνικής κάλυψης.
Το προγεφύρωμα: Πατριαρχείο Αλεξανδρείας
Το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, υπό τον Πατριάρχη Θεόδωρο Β’, αποτέλεσε το πρώτο θύμα της «εκκλησιαστικής διείσδυσης» της Μόσχας. Η ίδρυση ρωσικών εξαρχιών στην Αφρική, με τη σύμπραξη τοπικών κοινοτήτων και κρατικών παραγόντων, κατέδειξε την πρόθεση του Πατριαρχείου Μόσχας να διαρρήξει τις παραδοσιακές δικαιοδοσίες και να εδραιωθεί ως εναλλακτικό «παγκόσμιο πνευματικό κέντρο». Οι Ρώσοι δεν αναγνωρίζουν πλέον τον Πατριάρχη Θεόδωρο ως τοπική εκκλησιαστική αρχή, και έχουν δημιουργήσει de facto παράλληλες δομές.
Σε αυτή τη διαδικασία φέρονται να συνεργάζονται μέλη της ρωσικής διπλωματίας, στελέχη της αιγυπτιακής κυβέρνησης και μέρος των κοπτών χριστιανών, οικοδομώντας ένα μέτωπο εναντίον του ελληνόφωνου Πατριαρχείου. Η κατάσταση φτάνει στο σημείο, σύμφωνα με εκκλησιαστικές πηγές, να υπονομεύεται ευθέως η παρουσία της Ελληνορθόδοξης Αδελφότητας στη Μονή Αγίας Αικατερίνης στο Σινά. Εκκλησιαστικοί παρατηρητές μιλούν ανοιχτά για ρωσο-κοπτικό δάκτυλο πίσω από την εμπλοκή στο Σινά.
Δείτε τη σχετική παρέμβαση στο Υπουργείο Εξωτερικών που έχει τεθεί υπόψη από εκκλησιαστικούς παράγοντες για τις εξελίξεις στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας.
Η Αντιόχεια σε ασφυκτική πίεση
Το Πατριαρχείο Αντιοχείας, με έδρα τη Δαμασκό, από δεκαετίες είχε υιοθετήσει μια προσεκτική σχέση με το φιλορωσικό καθεστώς Άσαντ, εξασφαλίζοντας σχετική προστασία έναντι των τζιχαντιστών. Σήμερα όμως, μετά τη γενική φθορά του κρατικού μηχανισμού και τη γεωπολιτική εγκατάλειψη της περιοχής, η Αντιόχεια βρίσκεται ουσιαστικά χωρίς πλάτη προστασίας, ακάλυπτη και εκτεθειμένη. Σε αυτό το κενό, όπως τονίζουν γνώστες της περιοχής, εισέρχεται με συνέπεια η Ρωσική Εκκλησία, συνομιλώντας με τις αραβόφωνες ορθόδοξες κοινότητες, οι οποίες σταδιακά απομακρύνονται από τον ελληνικό κλήρο και γίνονται δεκτικές στις προτάσεις πατερνιστικής προστασίας της Μόσχας.
Η παρουσία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ενισχύεται μέσω διπλωματικών, οικονομικών και θεολογικών εργαλείων. Χρηματοδοτούνται αποστολές, ανακαινίζονται ναοί και τοπικοί επίσκοποι πείθονται για την ανάγκη «εκκλησιαστικής πολυπολικότητας», εις βάρος του Φαναρίου.
Το Πατριαρχείο Αντιοχείας έχει απορρίψει την αναγνώριση της Αυτοκεφαλίας της Ουκρανίας, γεγονός που χρησιμοποιείται από τη Μόσχα ως σημείο τιμής και στρατηγικής εγγύτητας.
Το Ιεροσόλυμα και η ελληνικότητα σε άμυνα
Το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, με ιστορική ελληνική ηγεσία και βαθιά πνευματική παρακαταθήκη, αντιμετωπίζει την πιο σύνθετη απειλή: την απώλεια των ιεραποστολικών του προγεφυρωμάτων, κυρίως στην Αφρική, αλλά και τη διαρκή πίεση από αραβόφωνους πιστούς και διεθνή δίκτυα. Οι κινήσεις του Πατριάρχη Θεοφίλου αντιμετωπίζονται με καχυποψία, καθώς η Μόσχα του δείχνει «παραδείγματα καταρρεύσεως», όπως αυτό του Αλεξανδρείας. Ο 73χρονος ιεράρχης, με ελληνική συνείδηση, εξακολουθεί να δίνει μάχες, όμως οι συμμαχίες του έχουν φθαρεί και η ελληνικότητα του Πατριαρχείου αμφισβητείται ανοιχτά από μέρος των τοπικών κοινοτήτων.
Σύμφωνα με στοιχεία που περιήλθαν σε γνώση του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, ετοιμάζονται κοινές επιστολές υποστήριξης προς το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, από Ιερές Μητροπόλεις της Ελλάδας, σε μία προσπάθεια ενίσχυσης του ελληνικού ρόλου στη Μέση Ανατολή.
Η ρωσική διείσδυση στο Ιεροσόλυμα δεν είναι ακόμη καθολική, αλλά οι υποσχέσεις προστασίας, η οικονομική ισχύς και η ενίσχυση των ρωσόφωνων παρεκκλησίων, χτίζουν παράλληλες δομές. Το μεγαλύτερο όμως πλεονέκτημα του Πατριάρχη Ιεροσολύμων είναι η βαθιά γνώση του εθνικού παιχνιδιού και των ελληνικών συσχετισμών.
Φιλορωσική τάση ή επιβίωση;
Σε αυτό το τοπίο, η παρουσία της Ρωσικής Εκκλησίας σε Μέση Ανατολή και Αφρική δεν μπορεί να ιδωθεί μόνο με ερμηνείες καχυποψίας. Για πολλούς ιεράρχες, κυρίως σε εμπόλεμες και εχθρικές περιοχές, η ρωσική εκκλησιαστική υποστήριξη φαντάζει ως χείρα σωτηρίας. Το ρωσικό τυπικό, η αυστηρότητα, αλλά και η παραδοσιακή εικόνα ενός προστατευτικού πατερνισμού, συγκινεί – όχι μόνο τους αραβόφωνους, αλλά και αρκετούς Έλληνες κληρικούς που ζουν αποκομμένοι, αβοήθητοι, σε αποστολές υπό διάλυση.
Και το ερώτημα που τίθεται, όχι μόνο από την Μόσχα, αλλά και από την ίδια την πραγματικότητα είναι: εάν δεν προσφέρει κάλυψη το Φανάρι ή η Αθήνα, ποιος θα προστατεύσει τους διωκόμενους ορθοδόξους της Ανατολής;
Η αλήθεια είναι πως η Μόσχα ενεργεί με συνέπεια. Έχει σχέδιο, ανθρώπους, πόρους και ισχυρές κρατικές πλάτες. Δεν αρκεί λοιπόν μόνο η κριτική ή η έκκληση για ενότητα. Χρειάζεται πνευματική στρατηγική και γεωεκκλησιαστική αφύπνιση, ώστε τα Παλαίφατα Πατριαρχεία να μην μετατραπούν σε μουσειακά κατάλοιπα.
Η Ορθόδοξη γεωπολιτική δεν συγχωρεί την αδράνεια. Το Άγιον Όρος βλέπει και γνωρίζει. Οι ιεραποστολές δοκιμάζονται. Και όσο ο χρόνος κυλά, η ρωσική παρουσία μοιάζει με τη μόνη σταθερά για τις παραμεθόριες ψυχές της Ορθοδοξίας.