Βρίσκονται όντως στην τελική ευθεία οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδας και δανειστών;
Και υπάρχουν ουσιαστικές διαφωνίες ή πρόκειται για ένα παιγνίδι ισχύος και εντυπώσεων, διερωτάται ο Γερμανικός Τύπος.
«Σύγχυση για την πορεία των διαπραγματεύσεων» είναι ο τίτλος άρθρου στην ηλεκτρονική έκδοση του γερμανικού περιοδικού Der Spiegel.
«Η πορεία των συνομιλιών στη διαμάχη με την Ελλάδα αξιολογείται πολύ διαφορετικά από τους συμμετέχοντες. Ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας εξέπεμπε την Τετάρτη αισιοδοξία, λέγοντας ότι “βρισκόμαστε στην τελική ευθεία”. (…) Η δήλωση προκάλεσε δυσαρέσκεια στους Ευρωπαίους εταίρους. Μιλώντας στο ARD o Γερμανός υπ. Οικονομικών Β. Σόιμπλε εμφανίστηκε έκπληκτος για το ότι γίνεται λόγος για επικείμενη συμφωνία στην Αθήνα. (…) Από την πλευρά του ο υπ. Εξωτερικών Σταϊνμάγερ κάλεσε την κυβέρνηση Τσίπρα να βιαστεί. Κάθε μέρα είναι αποφασιστικής σημασίας, είπε ο σοσιαλδημοκράτης πολιτικός στη Λισαβόνα. (…) Και η Κομισιόν εντείνει τις πιέσεις προς την Αθήνα».
«8 μέρες μέχρι τη χρεοκοπία της Ελλάδας, η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε, αυτή τη φορά πραγματικά», σημειώνει σε σχετικό της ρεπορτάζ η γερμανική Tageszeitung.
«Οι Βρυξέλλες και πάλι στον πυρετό της Ελλάδας. Ενώ η χρεοκοπία που προαναγγελλόταν επί εβδομάδες (…) δεν επήλθε ούτε το Πάσχα αλλά ούτε και την Πεντηκοστή, όλα τα βλέμματα στρέφονται τώρα στην 5η Ιουνίου», γράφει η εφημερίδα.
Στο άρθρο επισημαίνεται ότι στην πραγματικότητα υπάρχουν πολλές και διαφορετικές προθεσμίες για την Ελλάδα: την 30η Ιουνίου εκπνέει η παράταση που έχει δοθεί προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία στις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις.
Στις 28 Απριλίου του 2054 η Ελλάδα θα καταβάλει την τελευταία δόση στο ευρωπαϊκό ταμείο διάσωσης. Μέχρι τότε, όπως επισημαίνει ο συντάκτης, θα υπάρξουν ακόμη πολλές εκπλήξεις. Και στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με την TAZ, υπάρχουν πολλές «δημιουργικές λύσεις».
Η Ελλάδα θα μπορούσε να δώσει μια προκαταβολή στο ΔΝΤ και να επιμηκύνει τις διαπραγματεύσεις μέχρι το φθινόπωρο.
«Πολύ πιο εύκολα θα ήταν βέβαια τα πράγματα αν η Ελλάδα λάμβανε επιτέλους την τελευταία δόση ύψους 7,2 δισ. ευρώ από το τρέχον πρόγραμμα (…) και να επέλθει επιτέλους ένα happy end. Διότι, σε αντίθεση με τα όσα ισχυρίζεται ο Σόιμπλε, ενδεχόμενη ελληνική χρεοκοπία δεν θα ήταν τόσο απροσδόκητη. Αντιθέτως, θα ήταν μια πολιτική απόφαση: το μερίδιο του ΔΝΤ που δεν καταβάλλεται (από τη δόση των 7,2 δισ.) θα κατέληγε αμέσως και πάλι στον δανειστή, καθώς ο τελευταίος είναι παράλληλα και πιστωτής, όπως άλλωστε η ΕΚΤ και το ευρωπαϊκό ταμείο διάσωσης και κατ’ επέκταση οι χώρες της Ευρωζώνης. (…) Το θέατρο της χρεοκοπίας λοιπόν είναι σκηνοθετημένο προκειμένου να προχωρήσει η Ελλάδα σε μεταρρυθμίσεις. Το τέλος αυτού του θεάτρου θα αφαιρούσε από τους Σόιμπλε και ΣΙΑ το τελευταίο μέσο πίεσης, την απειλή του Grexit. Συνεπώς η αντίστροφη μέτρηση πρέπει να συνεχιστεί. Και εάν δεν επιτύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα, θα παραταθεί μέχρι και τον τελικό του 2054», αναφέρεται στο δημοσίευμα.
Στο θέμα αναφέρεται και η Welt, σχολιάζοντας ότι ακόμη και οι σχετικές διαψεύσεις από τις Βρυξέλλες δεν κατάφεραν να επισκιάσουν την αισιοδοξία που εξέπεμψε η Αθήνα.
«Προφανώς οι αγορές είναι βέβαιες ότι οι Ευρωπαίοι δεν πρόκειται να αφήσουν την Ελλάδα να καταρρεύσει. Λίγο πριν από τη Σύνοδο των υπουργών Οικονομικών και κεντρικών τραπεζιτών του G7 στη Δρέσδη, ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Τζακ Λιου προειδοποιούσε για τον κίνδυνο καταστροφής για όλους τους εμπλεκόμενους σε περίπτωση που αποχωρήσει η Ελλάδα από την Ευρωζώνη».
Το σχόλιο της Süddeutsche Zeitung: «Οι συνομιλίες μεταξύ της Ελλάδας και των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών δεν διακρίνονται μόνον για την έλλειψη χρημάτων, αλλά κυρίως για την έλλειψη αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Όποιος όμως δεν εμπιστεύεται τον άλλο εν μέσω διαπραγματεύσεων, όποιος δεν καταφέρνει να καταλάβει έστω και λίγο τον άλλο και να μπει στη θέση του, δεν θα μπορέσει ποτέ να καταλήξει σε συμφωνία. (…) Εν τέλει μπορεί να επέλθει το Grexit όχι για αντικειμενικούς λόγους, αλλά επειδή στην προκειμένη κάποιοι δεν μπορούν να συνεννοηθούν και κυριαρχούν οι προσωπικές έριδες. Η Ευρώπη όμως είναι ένα πρότζεκτ στο επίκεντρο του οποίου τίθεται όχι μόνον η προσέγγιση των λαών, αλλά το γεγονός ότι οι πολιτικοί κατάφερναν πάντα να συνεννοηθούν, ακόμη και αν προηγουμένως ήταν δύσπιστοι έναντι του άλλου».