Του Μωχαμάντ Αλή Αμίρ-Μοεζί από το Άρδην τ. 101-102 που κυκλοφορεί
Μετά τον θάνατο του Μωάμεθ το 632, δύο αντίπαλα κόμματα διεκδικούν την κληρονομιά της πνευματικής και εγκόσμιας εξουσίας του. Αυτή είναι η απαρχή της σύγκρουσης σουνιτών και σιιτών, μία πάλη ανάμεσα σε δύο δόγματα του ισλάμ που σημάδεψε την ιστορία του αραβομουσουλμανικού κόσμου.
Ο ανταγωνισμός μεταξύ σιιτών και σουνιτών ανάγεται στις απαρχές του ισλάμ. Ποιες είναι οι αιτίες αυτού του σχίσματος;
Αυτή η διαμάχη ξέσπασε μετά τον θάνατο του προφήτη, το 632. Δεδομένου ότι δεν είχε ορίσει τυπικά κάποιον κληρονόμο, το ζήτημα της διαδοχής του, εγκόσμιας και πνευματικής, αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης στο εσωτερικό της κοινότητας των πιστών. Η πλειοψηφία των μουσουλμάνων ορίζει τον νέο αρχηγό τους σύμφωνα με τη φυλετική παράδοση: ένα συμβούλιο προυχόντων που αποτελούνταν από τους συντρόφους του Μωάμεθ και τα πιο ισχυρά μέλη των φυλών της Μέκκας ορίζει τον γηραιό και σοφό Αμπού Μπακρ, από τη φυλή των Κουραϊσιτών, τη φυλή του προφήτη, ο οποίος γίνεται ο πρώτος χαλίφης (καλίφα σημαίνει διάδοχος). Όμως μία ομάδα μουσουλμάνων θεώρησε αυτόν τον διορισμό σφετερισμό, ένα πραξικόπημα. Και αυτό γιατί οι Κουραϊσίτες είχαν στην αρχή αντιταχθεί στον Μωάμεθ και πολέμησαν εναντίον του, προκαλώντας την έξοδό του από τη Μέκκα προς τη Μεδίνα και στη συνέχεια προσχώρησαν στο ισλάμ μόνο αφού νικήθηκαν από τα στρατεύματα του προφήτη. Αυτοί οι αντίπαλοι των Κουραϊσιτών εκτιμούν πως ο νόμιμος διάδοχος του Μωάμεθ είναι ο νεαρός Αλής, εξάδελφος και γαμπρός του. Όχι μόνο ο προφήτης, επανειλημμένα, κατ’ αυτούς, τον είχε ορίσει κληρονόμο του, αλλά δεδομένου ότι η διαδοχή των προφητών αποτελούσε μία θεϊκή υπόθεση, όπως αναφέρεται στο κοράνι, αυτή θα πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με θεϊκά κριτήρια και όχι μέσα από μία ανθρώπινη ψήφο.
Οι οπαδοί του Αλή θα αποκληθούν από την πλειοψηφία, που θα πάρει το όνομα των σουνιτών, ως η αλ-σία, η «φράξια», όρο που οι σουνίτες χρησιμοποιούν με υποτιμητικό τόνο και δημιούργησε την κατασκευασμένη από τους δυτικούς λέξη σιιτισμός. Επί πολλές δεκαετίες, πολυάριθμες μάχες διεξήχθησαν μεταξύ των οπαδών των Κουραϊσιτών και εκείνων του Αλή και των απογόνων του. Το 656, ο Αλής κατόρθωσε να οριστεί χαλίφης, αλλά πέντε χρόνια αργότερα δολοφονήθηκε από ένα μέλος των χαριτζιστών, παλαιών οπαδών του, που είχαν αποστατήσει –δεκάδες εχθρικές αιρέσεις συνυπάρχουν και πολεμούν η μία την άλλη κατά τη διάρκεια των πρώτων αιώνων του ισλάμ, πέρα από την κύρια αντίθεση ανάμεσα στους σιίτες και τους σουνίτες. Μετά τον θάνατο του Αλή, ένας Κουραϊσίτης δημιούργησε το χαλιφάτων των Ομεαϊαδών. Και οι διεκδικήσεις των οπαδών του Αλή θα ενταφιαστούν οριστικά όταν ο Χουσεΐν, ο δεύτερος γιος του Αλή και της Φατιμάς, της κόρης του προφήτη, σκοτώθηκε το 680 από τους Ομεαϋάδες στην Κάρμπαλα, στο σημερινό Ιράκ, που αποτελεί έκτοτε έναν από τους ιερούς τόπους των σιιτών.
Γιατί αυτή η πάλη για τη διαδοχή του Μωάμεθ, η οποία λύθηκε ήδη από τον έβδομο αιώνα, κατέληξε σε μια μόνιμη αντιπαράθεση μεταξύ σιιτών και σουνιτών;
Διότι το διακύβευμα αυτής της διαμάχης δεν ήταν αποκλειστικά πολιτικό. Αυτή η σύγκρουση αποτελεί το θεμέλιο της συνάρθρωσης ανάμεσα στο πολιτικό και το θρησκευτικό πεδίο που χαρακτήριζε πάντοτε τη μουσουλμανική θρησκεία. Τα πρώτα χρόνια του ισλάμ σημαδεύτηκαν από δύο σημαντικά γεγονότα που έχουν μελετηθεί ευρύτατα. Από τη μία πλευρά τους αναρίθμητους πολέμους μεταξύ μουσουλμάνων –πολύ πιο αιματηροί από εκείνους που έχουν διεξαχθεί με τους μη μουσουλμάνους– και οι οποίοι θα διαρκέσουν πάνω από τρεις αιώνες. Και, την ίδια εποχή, πραγματοποιείται η αργή και περίπλοκη επεξεργασία των ιερών κειμένων του κορανίου και των Χαντίθ (το σύνολο των λόγων και των πράξεων του προφήτη). Αλλά εκείνο που ελάχιστα έχει υπογραμμιστεί είναι πως αυτά τα φαινόμενα είναι στενά δεμένα μεταξύ τους: οι συγκρούσεις ανάμεσα στην εξουσία των καλιφών και τους οπαδούς του Αλή προκάλεσαν δογματικές αντιθέσεις που διέσχισαν τους αιώνες και βρίσκονται πάντα στην καρδιά των συγκρούσεων που παρατηρούμε σήμερα.
Οι πολέμαρχοι, όπως ήταν οι πρώτοι καλίφες και ο Αλής, έπαιξαν ένα θεμελιώδη ρόλο στη διατύπωση των κορανικών κειμένων και πολλές ανταγωνιστικές εκδοχές του κορανίου και των Χαντίθ, που αντανακλούσαν τους πολιτικούς ανταγωνισμούς της εποχής, κυκλοφορούσαν στα πρώτα χρόνια του ισλάμ. Ο Αλής διατύπωσε τη δική του εκδοχή του κορανίου, η οποία και εξαφανίστηκε και η οποία, σύμφωνα με επιγενέστερες σιιτικές πηγές, ήταν πιο αυθεντική και πιο πιστή στις αποκαλύψεις του προφήτη.
Πάντα σύμφωνα με αυτούς τους σιίτες συγγραφείς, ορισμένα αποσπάσματα του κορανίου του Αλή υπογράμμιζαν την εγγύτητα ανάμεσα στον Μωάμεθ και τον Αλή, ενώ άλλα αποσπάσματα χαρακτήριζαν τους «συντρόφους» του προφήτη, που κατέλαβαν την εξουσία μετά τον θάνατό του, ως τους εχθρούς του. Επρόκειτο για αποσπάσματα ενοχλητικά για την εξουσία των χαλιφών, που τα εξαφάνισαν από την οριστική εκδοχή του κορανίου, την οποία γνωρίζουμε σήμερα και η οποία χωρίς αμφιβολία επιβλήθηκε στα τέλη του έβδομου αιώνα από τον Ομεϊάδη χαλίφη Αμπ Αλ Μαλίκ. Αυτή η αμφισβήτηση του επίσημου κορανίου και των συντρόφων του προφήτη, που θεωρούνται άγιοι από το πλειοψηφικό ρεύμα του ισλάμ, εξηγεί την καταστολή και τις σφαγές που ασκούσε επί αιώνες η σουνιτική εξουσία εναντίον των οπαδών του Αλή, που κατηγορούνταν ως αιρετικοί και βεβηλωτές των θείων.
Οι σιίτες έχουν λοιπόν κάποιο διαφορετικό κοράνι;
Όχι, διότι κατέληξαν να αποδεχθούν και να υιοθετήσουν το επίσημο κοράνι, αλλά η βαθύτατη δογματική διαφορά τους από τους σουνίτες δεν εξαφανίστηκε ποτέ. Η κεντρική μορφή του σιιτικού ισλάμ, περισσότερο και από τον προφήτη είναι ο ιμάμης, ο «καθοδηγητής»: Αυτή η ιερή προσωπικότητα, αντικείμενο μεγάλης λατρείας, ενός μυστικού έρωτα που θυμίζει τη λατρεία των χριστιανών για τον Χριστό, είναι το πηδάλιο και το αγκυροβόλιο ενός δόγματος βαθύτατα διαλεκτικού.
Για τους σιίτες κάθε πραγματικότητα διαθέτει δύο επίπεδα: Ένα επίπεδο εμφανές (ζαχίρ) και ένα κρυφό επίπεδο (μπατίν). Πίσω από το γράμμα του κορανίου υπάρχει ένα κρυφό πνεύμα του ιερού βιβλίου, μια εσωτερική μυστική διάσταση της θρησκείας την οποία οι ιμάμηδες, ο Αλής και οι διάδοχοί του, μέσω της μύησης, μεταδίδουν σε μία μειοψηφία μυημένων, την αφρόκρεμα της κοινότητας. Σε αυτήν τη δυιστική αντίληψη του κόσμου επικάθεται μια δυαδική αντίληψη της ιστορίας: για τους σιίτες ο κόσμος ξεσκίζεται από έναν λυσσαλέο αγώνα μεταξύ της γνώσης και του σκοταδισμού, ανάμεσα στους οπαδούς του ιμάμη και τους αντιπάλους του.
Ως συνέπεια της ήττας και του βίαιου θανάτου των πρώτων ιμάμηδων, κατ’ εξοχήν του Αλή και του Χουσεΐν, οι σιίτες ανέπτυξαν μια τραγική αντίληψη αυτής της μάχης, καθώς και της ιστορίας. Αισθάνονται προορισμένοι να παραμένουν μειοψηφικοί και καταδιωκόμενοι, αντιστρέφοντας την αποτυχία της τζιχάντ σε μια ένδειξη επιλογής, αξιοδοτώντας το μαρτύριο. Έτσι, ταχύτατα, πολλοί σιίτες απομακρύνθηκαν από την πολιτική και ασκούσαν την απόκρυψη (τακίγια) της πίστης τους, ώστε να προστατέψουν τη ζωή τους μέσα σ’ αυτή την κυβέρνηση του Σατανά που αποτελούσε γι’ αυτούς το καλιφάτο κάτω από τη διοίκηση των σουνιτών.
Ωστόσο ο σιιτισμός μπορεί να αποτελεί και μία θεολογία άκρως πολιτική όπως το αποδεικνύει σήμερα το ιρανικό καθεστώς;
Πράγματι, από τη στιγμή που το σουνιτικό χαλιφάτο των Αββασιδών, διαδόχων των Ομεαϊαδών, άρχισε να αποδυναμώνεται και να κατακερματίζεται κατά τον δέκατο αιώνα, ο σιιτισμός σταδιακά επανασυνδέθηκε με την εξουσία. Αυτό αρχικώς έγινε από τους Ισμαηλίτες, που αντιπροσωπεύουν μία από τις κυριότερες πτέρυγες του σιιτισμού, οι οποίοι, αμφισβητώντας τον χαλίφη της Βαγδάτης δημιούργησαν ένα σιιτικό χαλιφάτο υπό τη δυναστεία των Φατιμιδών (909-1171). Αυτοί ίδρυσαν το Κάιρο για να εγκαταστήσουν εκεί την πρωτεύουσά τους και κατείχαν, στο απόγειο της δύναμής τους μία περιοχή που έφθανε από το Μαρόκο έως τη Συρία.
Έχοντας ως βάση τους το λαμπρό πνευματικό κέντρο που αποτελούσε το πανεπιστήμιο του τεμένους Αλ Αζχάρ στο Κάιρο, οι Φατιμίδες ασκούν μία ισχυρή προπαγάνδα (ντάουα) στο σύνολο του μουσουλμανικού κόσμου, ενώ παραμένουν σχετικά ανεκτικοί απέναντι στις άλλες εκδοχές του ισλάμ. Αντιθέτως, οι καρμάτες, αιρετικοί Ισμαηλίτες που ίδρυσαν την ίδια εποχή ένα δικό τους κράτος (903-1077) με κέντρο το Μπαχρέιν –ο πληθυσμός του οποίου παραμένει ακόμα και σήμερα πλειοψηφικά σιιτικός– και το οποίο εκτεινόταν σ’ όλον τον Περσικό Κόλπο από το Ομάν έως το Ιράκ, πραγματοποιώντας εξαιρετικά βίαιες επιδρομές ενάντια στους σουνίτες Αβασίδες και τους σιίτες Φατιμίδες, διεκδικούν έναν αγώνα ενάντια στις κοινωνικές ανισότητες: η θεματική της δικαιοσύνης προβάλλεται πολύ συχνά από τον πολιτικό σιιτισμό, μια και οι σιίτες, όντας μειοψηφικοί, πιστεύουν πως είναι θύματα της κοινωνικής ανισότητας. Ενώ ο πολιτικός σουνιτισμός προτιμά να εμμένει στην έννοια της τάξης.
Πάντοτε κατά την διάρκεια αυτού του δέκατου αιώνα, που αποκαλείται συνήθως «ο σιιτικός αιώνας του Ισλάμ», ακόμα και η Βαγδάτη, η καρδιά του χαλιφάτου των Αββασιδών, περνά υπό την επιρροή των σιιτών. Οι Μπουγίδες, μια δυναστεία περσικής καταγωγής, που κυριαρχούσε ήδη σ’ ένα τμήμα του Ιράν, ασκούν από το 945-1045 τον έλεγχο του σουνιτικού χαλιφάτου, το οποίο διατηρούν στην θέση του ενώ αφήνουν άθικτους λίγο πολύ τους σουνιτικούς πληθυσμούς. Στο Ιράν και στο Ιράκ, οι σιίτες μεταβάλλονται σιγά σιγά σε πλειοψηφία και ανήκουν στην πτέρυγα των δωδεκα-ιμαμιστών, που θεωρούσε ότι ο δωδέκατος ιμάμης εξαφανίστηκε και ο απόκρυφος ιμάμης, ο Μάχντι, πρόκειται να επανέλθει στο τέλος του κόσμου για να σώσει την ανθρωπότητα. Στο μεταξύ, οι σιίτες αποκτούν τη δυνατότητα να αναμειγνύονται με τους κύκλους της εξουσίας και οι θεολόγοι, που βρίσκονταν κοντά στους Μπουγίδες, επιδιώκουν να ορθολογικοποιήσουν το σιιτικό δόγμα και να το φέρουν πλησιέστερα στον σουνιτισμό, υποβαθμίζοντας την εσωτεριστική και μυστική του διάσταση.
Κατά την διάρκεια του δέκατου αιώνα, κατά τον οποίο οι σιιτικές δυναστείες και οι σιίτες διανοούμενοι κυριαρχούν, οι συγκρούσεις και οι σφαγές μεταξύ σουνιτών και σιιτών παραμένουν σχετικά περιορισμένοι. Αλλά, κατά τα μέσα του ενδέκατου αιώνα, η έλευση των Τούρκων, που ήρθαν από την κεντρική Ασία στη μεσανατολιτική πολιτική σκηνή, αναζωπυρώνει τη σύγκρουση. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι, που εισήλθαν το 1055 στη Βαγδάτη και εξεδίωξαν του Μπουγίδες, εμφανίζονται ως οι μεγάλοι υπερασπιστές της σουνιτικής ορθοδοξίας και καταδιώκουν τους σιίτες. Πολλοί από αυτούς κατέφυγαν τότε στα νότια του Ιράκ, γύρω από τις ιερές πόλεις, την Κάρμπαλα, τόπο του μαρτυρίου του Χουσεΐν και την Νατζάφ, στην οποία βρίσκεται ο τάφος του Αλή. Το νότιο Ιράκ, λίκνο του σιιτισμού, παρέμεινε έκτοτε το κύριο ιδεολογικό και πολιτικό τους προπύργιο.
Ωστόσο το Ιράν είναι σήμερα η μοναδική χώρα όπου ο σιιτισμός αποτελεί επίσημη θρησκεία. Σε ποια στιγμή αναπτύχθηκε;
Μετά το πρώτο στάδιο, τελικώς εφήμερο της ανόδου των σιιτών κατά τον δέκατο αιώνα, μία δεύτερη περίοδος ανοίγεται κατά τον 16ο αιώνα, με τη δημιουργία στο Ιράν της αυτοκρατορίας των Σαφαβιδών. Οι Σαφαβίδες, που είναι ωστόσο τουρκικής καταγωγής, είναι πεπεισμένοι σιίτες. Ο Ισμαήλ, ο ιδρυτής της δυναστείας, μυστικιστής εξημμένος, σφαγιάζει ακόμα και τους σουνίτες του Ιράν, για να εκδικηθεί τους σιίτες μάρτυρες των περασμένων αιώνων. Οι διάδοχοί του θα αποδειχθούν πιο ειρηνικοί αλλά θα μεταβάλουν τον σιιτισμό σε θρησκεία του ιρανικού κράτους, δημιουργώντας έναν σιιτικό κλήρο που θα μεταβληθεί σταδιακώς σε κράτος μέσα στο κράτος. Το πρόσωπο του μουσουλμανικού κόσμου αλλάζει άρδην: οι σιίτες, μέχρι τότε μία καταπιεσμένη μειονότητα, διαθέτουν πλέον τη χώρα τους, το Ιράν, στην οποία μπορούν να καταφύγουν οι ομόθρησκοί τους από το Ιράκ, τη Συρία…
Οι Σαφαβίδες σιίτες και οι Οθωμανοί σουνίτες θα συγκρούονται στα σύνορα που χωρίζουν τις αυτοκρατορίες τους στο Ιράκ και τον Καύκασο. Αυτή η αντιπαράθεση οφείλεται πριν απ’ όλα σε γεωπολιτικά κίνητρα, δεν παύει όμως να παρουσιάζεται από τους θεολόγους των δύο στρατοπέδων ως ένας πόλεμος ενάντια στον θρησκευτικό αντίπαλο. Ωστόσο, μετά από κάποιο καιρό οι Οθωμανοί, πάντοτε πραγματιστές, κατόρθωσαν να εγκαθιδρύσουν ένα modus vivendi με τους γείτονές τους και οι σφαγές έλαβαν τέλος. Και μέχρι τη σύγχρονη εποχή, αυτό το modus vivendi μεταξύ σιιτών και σουνιτών γενικά επικράτησε, παρ’ όλο που οι προσπάθειες θρησκευτικής προσέγγισης, όπως εκείνες που ανέλαβαν οι θεολόγοι του Αλ Αζχάρ στα τέλη του 19ου αιώνα, απέτυχαν όλες.
Γιατί λοιπόν οι εντάσεις αφυπνίστηκαν και παροξύνθηκαν τόσο βίαια μετά τις απαρχές του 21ου αιώνα;
Οι αιτίες δεν είναι θρησκευτικές, αλλά γεωπολιτικές. Ακόμα και η ισλαμική επανάσταση στο Ιράν δεν είχε στην πραγματικότητα αναζωπυρώσει τη σύγκρουση. Και πολλοί σουνίτες έτρεφαν συμπάθεια προς τον Χομεϊνί, σύμβολο μιας μουσουλμανικής εξουσίας ικανής να αντιπαρατεθεί στην αμερικανική εξουσία. Το σημείο της αφετηρίας αυτής της κλιμάκωσης ήταν η ρωσική εισβολή στο Αφγανιστάν και, ακόμα περισσότερο, προφανώς, εκείνη των Αμερικανών στο Ιράκ το 2003 και οι ακρότητες που την ακολούθησαν. Το σύνολο της Μέσης Ανατολής αποσταθεροποιήθηκε σε βάθος και ο ισλαμισμός εκμεταλλεύτηκε αυτή την αποσταθεροποίηση για να επεκταθεί έχοντας ως ανταγωνιστικούς πόλους το σιιτικό Ιράν και την ουαχαμπιτική Σαουδική Αραβία, η ιδεολογία της οποίας είναι θεμελιωδώς αντισιιτική. Μέσα σε μερικά χρόνια, οι φαντασιώσεις των περασμένων αιώνων επανήλθαν ορμητικά: για τον σουνίτη, που υφίσταται την προπαγάνδα του ουαχαμπιτών, ο σιίτης είναι και πάλι ένας αιρετικός. Για τον σιίτη ο σουνίτης έχει γίνει και πάλι ένας καταπιεστής βίαιος και αλαζονικός.
Τα σχίσματα του σιιτισμού
Μετά τον θάνατο κάθε ιμάμη, οι συγκρούσεις για τη διαδοχή του προκαλούσαν αναρίθμητα σχίσματα στο εσωτερικό του ίδιου του σιιτισμού. Από τις εκατό περίπου αιρέσεις του κατά τους πρώτους αιώνες μετά την Εγίρα, έχουν μείνει σήμερα τρία βασικά ρεύματα: Οι Ισμαηλίτες, επτα-ιμαμιστές, σήμερα στην πλειοψηφία τους οπαδοί του Αγά Χαν (σιίτες με επτά ιμάμηδες, που θεωρούν τον γιο του έκτου ιμάμη, τον Ισμαήλ, τον κρυφό ιμάμη, τον Μεσσία που θα εμφανιστεί με το τέλος του κόσμου). Οι Ιμαμίτες ή δωδεκα-ιμαμίτες (σιίτες με δώδεκα ιμάμηδες, που θεωρούν τον γιο του ενδέκατου ιμάμη, τον Μωάμεθ, ως τον Σωτήρα και τον τελικό κρίκο στην αλυσίδα των ιμάμηδων), η μεγαλύτερη πτέρυγα του σύγχρονου σιιτισμού, επίσημη θρησκεία του Ιράν και πλειοψηφική στο εσωτερικού του ιρακινού πληθυσμού. Τέλος οι Ζαϊγίτες, παρόντες κυρίως στην Υεμένη, οι οποίοι κατά τον θάνατο του τέταρτου ιμάμη ταυτίστηκαν με τον γιο του, Ζαγίντ.
Μετάφραση Γ.Κ.