Βασίλης Γιαννακόπουλος, γεωστρατηγικός αναλυτής και συγγραφέας του βιβλίου «Ισλαμικό Κράτος – Οι ρίζες, η δημιουργία και η απειλή του Χαλιφάτου»
Πολλά έχουν γραφεί για τους λόγους που οδήγησαν τη σαουδαραβική μοναρχία να αποφασίσει την εκτέλεση του εξέχοντα σιίτη ιερωμένου Nimr Baqir al-Nimr, με την κατηγορία της τρομοκρατίας, γεγονός το οποίο προκάλεσε την κλιμάκωση της έντασης μεταξύ των δύο περιφερειακών δυνάμεων (Σαουδικής Αραβίας και Ιράν).
Η απάντηση στο ερώτημα «ποια σαουδαραβικά συμφέροντα θα προωθούσε αυτή η απόφαση του Ριάντ;» είναι σχεδόν ασαφής. Ωστόσο, είναι γνωστά τα αίτια της μακροχρόνιας ιρανο-σαουδαραβικής «συγκρουσιακής σχέσης». Περιφερειακές διενέξεις Οι κατά καιρούς δηλώσεις ορισμένων ηγετών της Σαουδικής Αραβίας επιβεβαιώνουν ότι το Ριάντ αντιλαμβάνεται την περιφερειακή εξωτερική πολιτική της Τεχεράνης ως μέρος μιας επεκτατικής θρησκευτικής ατζέντας, η οποία στοχεύει στην ενδυνάμωση των σιιτών μουσουλμάνων της περιοχής εις βάρος των σουνιτών.
Από την πλευρά τους, οι Ιρανοί ηγέτες κατηγορούν τους Σαουδάραβες ομολόγους τους για παρόμοια θρησκευτικά κίνητρα και παραμένουν ιδιαίτερα σκεπτικοί για τη συνεργασία του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (Gulf Cooperation Council – GCC) με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το Ριάντ αφενός εμφανίζεται ιδιαίτερα επικριτικό σχετικά με την υποστήριξη που παρέχει η Τεχεράνη προς το αλαουιτικό καθεστώς του Assad, αφετέρου προβληματίζεται για την πιθανότητα ενδυνάμωσης των ιρανο-αμερικανικών σχέσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να υπονομεύσουν ως ένα βαθμό τις στενές και μακροχρόνιες αμερικανο-σαουδαραβικές σχέσεις συνεργασίας. Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι σχεδόν βέβαιο ότι το Ιράν δεν θα άφηνε ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία και θα παρουσίαζε μια περισσότερο διεκδικητική συμπεριφορά στην περιοχή του Κόλπου και της υπόλοιπης Μέσης Ανατολής.
Πέραν αυτών, η υποστήριξη των Σαουδαράβων προς τη σουνιτική μοναρχία του Μπαχρέιν (με την έναρξη της Αραβικής Άνοιξης στις αρχές του 2011, η σιιτική πλειοψηφία του Μπαχρέιν ξεκίνησε μεγάλες διαδηλώσεις ενάντια στη σουνιτική μοναρχία, η οποία έκτοτε προέβη σε χιλιάδες συλλήψεις και συστηματικά βασανιστήρια, με αποτέλεσμα να σημειωθούν δεκάδες ανθρώπινες απώλειες), και η αντιπάθειά τους τόσο προς την κεντρική κυβέρνηση της Βαγδάτης, όσο και προς τους φιλο-ιρανούς Ιρακινούς σιίτες πολιτοφύλακες, αντανακλούν την καχυποψία του Ριάντ όχι μόνο απέναντι στις προθέσεις της Τεχεράνης, αλλά και στην υφιστάμενη αλληλεγγύη μεταξύ των σιιτικών κοινοτήτων της ευρύτερης περιοχής. Μάλιστα, το σαουδαραβικό βασίλειο έχει κατά καιρούς επικρίνει τις πιέσεις που ασκεί η Ουάσιγκτον προς την ηγεσία του Μπαχρέιν, προκειμένου να ληφθούν υπόψη τα αιτήματα της σιιτικής κοινότητας.
Παράλληλα, στη γειτονική Υεμένη, παρότι οι εκεί σιίτες Houthis, γνωστοί και ως «Υποστηρικτές του Θεού» (Ansar Allah), διαφέρουν σημαντικά ως προς το υπόβαθρο και τα θρησκευτικά τους πιστεύω από τους Ιρανούς σιίτες, εντούτοις, το Ριάντ τους έχει χαρακτηρίσει ως εταίρο της Τεχεράνης για την εφαρμογή ενός σχεδίου, με στόχο την αποσταθεροποίηση της Υεμένης και του σαουδαραβικού βασιλείου. Ως εκ τούτου, το Ριάντ επεμβαίνει συχνά στην Υεμένη, προκειμένου, όπως ισχυρίζεται, να εξουδετερώσει την ανάδυση πιθανών ασύμμετρων απειλών, τις οποίες εντοπίζει κυρίως στους Υεμενίτες σιίτες και στην Αλ Κάιντα της Αραβικής Χερσονήσου (Al-Qaeda in the Arabian Peninsula).
Ως γνωστόν, ένας στρατιωτικός συνασπισμός υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας που στηρίζει την κυβέρνηση της Υεμένης, διεξάγει εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά των φιλο-ιρανών Υεμενιτών σιιτών ανταρτών, οι οποίοι κατέλαβαν την πρωτεύουσα Σαναά το Σεπτέμβριο του 2014.
Πυρηνικές ανησυχίες
Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ως θετικές τις δημόσιες δηλώσεις και αντιδράσεις των Σαουδαράβων αξιωματούχων, σχετικά με τη συμφωνία των χωρών P5+1 (Ηνωμένες Πολιτείες, Ρωσία, Κίνα, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο και Γερμανία) με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Συνολικά, όμως, η σαουδαραβική ηγεσία παραμένει επιφυλακτική για τις πραγματικές προθέσεις του Ιράν. Μάλιστα, κάποιοι μη επίσημοι αλλά επιφανείς Σαουδάραβες έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι το βασίλειο ίσως επιδιώξει να ξεκινήσει ένα δικό του πυρηνικό πρόγραμμα, ανάλογο με το αντίστοιχο ιρανικό.
Εκτός αυτού, το τελευταίο εξάμηνο του 2015, παρατηρήθηκε μια δυσπιστία από σαουδαραβικής πλευράς για το «Κοινό Συνολικό Σχέδιο Δράσης» (Joint Comprehensive Plan of Action – JCPOA), δηλαδή τη διεθνή συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα που υπογράφηκε στη Βιέννη (14 Ιουλίου 2015), μεταξύ του Ιράν και των χωρών P5+1. Ωστόσο, κατά την επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον (Σεπτέμβριος 2015), ο βασιλιάς Salman Al-Saud εξέφρασε την υποστήριξή του για το JCPOA, το οποίο, όταν υλοποιηθεί, αναμένεται να αποτρέψει(;) το Ιράν από το να αποκτήσει πυρηνικά όπλα και να συμβάλλει στην ενίσχυση της περιφερειακής ασφάλειας.
Το σαουδαραβικό βασίλειο, όπως και η Τουρκία, ανήκει στην ομάδα των χωρών που πιθανόν θα επιδίωκαν να αναπτύξουν ένα πυρηνικό πρόγραμμα για την κατασκευή πυρηνικών όπλων, στην περίπτωση κατά την οποία το Ιράν αποκτούσε πυρηνικά όπλα ή διατηρούσε την ικανότητα να το πράξει στο άμεσο μέλλον. Πρακτικά όμως, πόσο εφικτή θα ήταν μια τέτοια επιλογή από το Ριάντ; Ποιες θα ήταν οι αντιδράσεις των περιφερειακών κρατικών δρώντων και των Ηνωμένων Πολιτειών; Ποιος θα του παρείχε την απαραίτητη πυρηνική τεχνολογία; Μήπως, το Ριάντ αναζητήσει πυρηνική τεχνολογία από το Πακιστάν; Προς το παρόν, και αυτά τα ερωτήματα, αν και ιδιαίτερα σημαντικά, είναι αδύνατον να απαντηθούν. Πάντως, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι Σαουδάραβες αξιωματούχοι του King Abdullah City for Atomic and Renewable Energy – KA CARE (ιδρύθηκε το 2010, με το βασιλικό διάταγμα A/35, 25 χλμ νοτιοδυτικά του Ριάντ, με σκοπό την ανάπτυξη προγραμμάτων ατομικής ενέργειας και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας) ανακοίνωσαν σχέδια για την ανάπτυξη 16 εργοστασίων πυρηνικής ενέργειας έως το 2040, σε μια προσπάθεια να μειωθεί η εγχώρια κατανάλωση πετρελαίου και φυσικού αερίου για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Επίσης, το Μάρτιο του 2015, ιδρύθηκε μια αργεντινο-σαουδαραβική κοινοπραξία, η οποία θα παρέχει την απαραίτητη πυρηνική τεχνολογία στο πρόγραμμα πυρηνικής ενέργειας του βασιλείου. Τον ίδιο μήνα, ο βασιλιάς Salman και η πρόεδρος της Νότιας Κορέας Park Geun-hye υπέγραψαν διμερείς συμφωνίες «αμοιβαίας πυρηνικής συνεργασίας για ειρηνικές χρήσεις», οι οποίες περιελάμβαναν ένα μνημόνιο κατανόησης (MoU) για την κατασκευή δύο μικρών νοτιο-κορεατικών αντιδραστήρων SMART (επένδυση συνολικού κόστους 100 εκατομ. δολαρίων).
Τον Ιούνιο του 2015, υπεγράφη άλλη μια συμφωνία με την Rosatom (κρατική εταιρεία πυρηνικών της Ρωσίας), για μελλοντική ρωσο-σαουδαραβική συνεργασία στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας.
Τέλος, να τονίσουμε ότι η Σαουδική Αραβία δεν έχει υπογράψει το «Επιπρόσθετο Πρωτόκολλο» για τη μη διάδοση των πυρηνικών, το οποίο, όταν επικυρώνεται και τίθεται σε ισχύ από μια χώρα, δίνει τη δυνατότητα στους επιθεωρητές της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ) να διεξάγουν απροειδοποίητες επιθεωρήσεις στις πυρηνικές της εγκαταστάσεις. Ωστόσο, η επιβολή οικονομικών κυρώσεων στη Σαουδική Αραβία, σε περίπτωση που το πυρηνικό της πρόγραμμα προκαλέσει προβλήματα στη μη διάδοση των πυρηνικών, είναι σίγουρο ότι θα προβληματίσει τη διεθνή κοινότητα, δεδομένου του κεντρικού ρόλου του βασιλείου στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου, του τεράστιου πλούτου του, καθώς και του παγκόσμιου επενδυτικού βεληνεκούς του.
Αναμφισβήτητα λοιπόν, η εξωτερική πολιτική της Τεχεράνης σε περιφερειακό επίπεδο και η ανάπτυξη του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος χαρακτηρίζονται ως μείζονες προκλήσεις για την ασφάλεια της Σαουδικής Αραβίας, η οποία συνιστά στρατηγικό εταίρο των Ηνωμένων Πολιτειών στη Μέση Ανατολή (αντίστοιχα, στην ίδια περιοχή, το Ιράν συνιστά στρατηγικό εταίρο της Ρωσίας). Επομένως, η εκτέλεση του Nimr Baqir al-Nimr δεν είναι παρά η αφορμή στην πρόσφατη κλιμάκωση της έντασης μεταξύ σουνιτών και σιιτών, σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή και το μουσουλμανικό κόσμο.
Δεδομένου δε ότι η Σαουδική Αραβία ανήκει στο δυτικό πολυεθνικό στρατιωτικό συνασπισμό που διεξάγει αντι-τζιχαντιστικές επιχειρήσεις στη Συρία, ενώ το Ιράν ανήκει στο ρωσο-σιιτικό στρατιωτικό συνασπισμό, γίνεται φανερό ότι η ένταση στις σχέσεις των δύο χωρών, εκτός του ότι προκάλεσε συσπείρωση των σουνιτικών και σιιτικών δυνάμεων με κίνδυνο να προκύψει άλλη μια σοβαρή κρίση στην περιοχή, είναι βέβαιο ότι θα επηρεάσει αρνητικά και το αποτέλεσμα της προσεχούς διπλωματικής δραστηριότητας, για την επίλυση των συγκρούσεων στη Συρία και την Υεμένη.