Ερντογάν: Ο Τούρκος πρόεδρος είναι πλέον πιο εξασθενημένος, τα περιθώρια ελιγμών του συρρικνώνονται, ειδικότερα εναντίον όσων κρίνονται απαραίτητοι, όπως οι ΗΠΑ.
Ακόμη κι αν σκληρύνει τη ρητορική του απέναντι στην Ελλάδα, οι περιορισμοί που προκύπτουν από το νέο πολιτικό τοπίο αναφορικά με τη σχέση του με τη Δύση σχεδόν απαγορεύουν περιπέτειες. Εντούτοις, η κατάσταση στο Κυπριακό καθίσταται πιο ανησυχητική
Οπρόεδρος Ερντογάν υπέστη τη μεγαλύτερη σε έκταση και ουσία ήττα του από το 2002 και μετά. Δεν είναι πια ανίκητος. Ζήτησε λευκή επιταγή για τον «αιώνα της Τουρκίας» και δεν την έλαβε.
Δεν είναι μόνο η απώλεια των τριών δήμων, της Κωνσταντινούπολης, της Άγκυρας και της Σμύρνης, αλλά η επικράτηση του CHP -για πρώτη φορά από το 1977- σε εθνικό επίπεδο. Μάλιστα, οι διαφορές στους τρεις δήμους είναι από μεγάλες έως συντριπτικές και έτσι δεν επιτρέπουν κανένα περιθώριο αμφισβήτησης όχι του αποτελέσματος αλλά της βούλησης των Τούρκων πολιτών.
Ο Ερντογάν πλήρωσε την κακή πορεία της οικονομίας, με την κατάσταση να επιδεινώνεται το τελευταίο εξάμηνο και ασφαλώς πρέπει να προβληματιστεί γιατί ενώ μέχρι σήμερα κρινόταν ως ο καταλληλότερος να διαχειριστεί τα προβλήματα της χώρας, ακόμη κι αν ο ίδιος τα είχε προκαλέσει, πλέον φαίνεται ότι ένα σημαντικό μέρος των συμπατριωτών του, του γυρνάει την πλάτη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα στην Τουρκία το 70% των αγαθών είναι πιο ακριβά σε ευρώ απ’ότι στην Ελλάδα, με το 1/3 μισθών της χώρας μας. Ειρωνεία είναι ότι ο Ερντογάν κανονικοποίησε την οικονομική του πολιτική μετά τις πρόσφατες προεδρικές εκλογές, ωστόσο, τα λάθη του παρελθόντος δεν του επέτρεψαν να δώσει ένα γενναίο πακέτο παροχών προς τους συμπατριώτες του, όπως έκανε πριν από κάθε εκλογική αναμέτρηση για να ανατρέψει το αποτέλεσμα.
Ειδικότερα δε στην Κωσταντινούπολη βρέθηκε αντιμέτωπος με την επιλογή του στο παρελθόν να κατεβάσει τον μέσο όρο ηλικίας των συνταξιούχων, διευκολύνοντας τη λήψη σύνταξης σε ηλικίες ακόμη και κάτω των 50, με αποτέλεσμα το 30% των ψηφοφόρων της μεγαλύτερης πόλης της Τουρκίας να ανήκουν σε αυτή την κατηγορία και οι περισσότεροι να μην επιλέξουν τον κυβερνητικό υποψήφιο, γιατί ο Ερντογάν δεν μπορούσε να τους υποσχεθεί αύξηση των συντάξεων τους.
Από τα αποτελέσματα φαίνεται ότι το κόμμα του υιού Ερμπακάν, που τελικά κατήλθε αυτόνομα στις εκλογές, έλαβε ποσοστό που στέρησε σε εθνικό επίπεδο την πρωτιά από το AKP.
Πλέον ο Ερντογάν έχει μεν αρκετό χρόνο για να ζυγίσει τις επιλογές του μέχρι τις επόμενες εκλογές το 2028, όμως βγαίνει λαβωμένος από την χθεσινή αναμέτρηση και πιθανόν θα χρειαστεί να αναθεωρήσει κάποιες από τις επιλογές του. Τα δύο βασικά ερωτήματα είναι:
α) αν θα αλλάξει την οικονομική του πολιτική, θεωρώντας υπεύθυνους όσους την εξορθολόγισαν ή θα επιμείνει σε αυτή, λαμβάνοντας όμως δυσάρεστες αποφάσεις, που θα πρέπει να γίνουν ακόμη πιο αντιλαϊκές τα επόμενα χρόνια, και
β) κατά πόσο θα στραφεί και πάλι προς τους εθνικιστές και πως αυτό θα επηρεάσει την εξωτερική πολιτική.
Το προφανές και αναμενόμενο είναι με ή χωρίς το πράσινο φως των Αμερικανών να εντείνει τις επιχειρήσεις σε βάρος των Κούρδων σε Ιράκ και Συρία. Επειδή όμως είναι πλέον πιο εξασθενημένος, τα περιθώρια ελιγμών του συρρικνώνονται, ειδικότερα εναντίον όσων κρίνονται απαραίτητοι, όπως οι ΗΠΑ. Απλώς, επειδή παράλληλα έχει περισσότερη ανάγκη τον Μπαχτσελί και ενδεχομένως και την Ακσενέρ για να προχωρήσει με την τροποποίηση του Συντάγματος και γενικότερα για να έχει μία ομαλή προεδρική θητεία, θα είναι δυσκολότερο να κάνει συμβιβασμούς, πολλώ δε μάλλον γενναίους, με τρίτες δυνάμεις. Αν πότε το είχε σκεφτεί.
Ακόμη πάντως κι αν σκληρύνει τη ρητορική του απέναντι στην Ελλάδα, οι περιορισμοί που προκύπτουν από το νέο πολιτικό τοπίο αναφορικά με τη σχέση του με τη Δύση σχεδόν απαγορεύουν περιπέτειες. Και βέβαια αρκετοί στο εξωτερικό χαίρονται τώρα που ο Ερντογάν «κόντυνε» πολιτικά και δεν του είναι πλέον τόσο εύκολο να επιβάλλει την ατζέντα του. Η κυβέρνηση του Ισραήλ έσπευσε να το εκφράσει αυτό με διπλωματικά άκομψο τρόπο μέσω του υπουργού εξωτερικών της.
Πάντως, η κατάσταση στο Κυπριακό καθίσταται πιο ανησυχητική, γιατί ο Τούρκος πρόεδρος έχει κατοχυρώσει μεγαλύτερους βαθμούς ανοχής από πλευράς Δύσης και το εν λόγω ζήτημα αποτελεί αγαπημένο θέμα των εθνικιστικών κύκλων της Τουρκίας. Απαιτείται επομένως μεγάλη προσοχή και προς τούτο πρέπει να σταλεί ένα σαφές μήνυμα προς την Αγκυρα ότι η Αθήνα δεν θα δεχτεί την προσπάθεια επιβολής τετελεσμένων στην Κύπρο.
Κωνσταντίνος Φίλης – kathimerini.gr