Κάθε πρωί στο μισογκρεμισμένο Χαλέπι κάποιοι άνθρωποι πηγαίνουν σε όσα κρεοπωλεία λειτουργούν ακόμη ανάμεσα στα βομβαρδισμένα ερείπια κι αγοράζουν όσα περισσότερα κομματάκια κρέας και κόκαλα τούς επιτρέπουν τα ελάχιστα χρήματα που διαθέτουν. Αξίας μισού ή ακόμα κι ενός ολόκληρου ευρώ, στις καλές μέρες.
Συχνά αν ο καταστηματάρχης τύχει να είναι συμπονετικός, τούς δίνει και κάμποσα απομεινάρια ακόμα δωρεάν. Οι συγκεκριμένοι κάτοικοι δεν αγοράζουν το κρέας για τον εαυτό τους. Η τροφή προορίζεται για τα άλλα, αμέτρητα θύματα του πολέμου στην Συρία, για τα οποία κανείς στον υπόλοιπο κόσμο δεν μαθαίνει πολλά: Τα εγκαταλελειμμένα κατοικίδια που ξέμειναν πίσω.
Από τους ελάχιστους κατοίκους που απομένουν πια στο Χαλέπι, είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού όσοι έχουν ακόμα το κουράγιο και την δυνατότητα να ενδιαφερθούν, μέσα σε αυτές τις συνθήκες, και για άλλους, λιγότερο τυχερούς ακόμα κι από τους ίδιους.
Κάποιοι τούς λένε ότι τα χρήματα και ο κόπος τους θα ήταν καλύτερα να ξοδεύονταν βοηθώντας αποκλειστικά ανθρώπους που είναι θύματα του πολέμου κι όχι ζώα. Όμως, οι ίδιοι θεωρούν ότι στην Συρία άνθρωποι και ζώα υποφέρουν μαζί. Και όλοι έχουν δικαίωμα στην ευσπλαχνία. Και την κοινή μάχη για την επιβίωση.
Οι διεθνείς οργανώσεις διάσωσης ζώων τονίζουν ότι, σε κάθε περίπτωση, όσοι βοηθούν τα ζώα στις εμπόλεμες ζώνες βοηθούν ουσιαστικά και τους ανθρώπους. Η τύχη και η επιβίωση των αγροτών είναι συνδεδεμένη με την τύχη των ζώων τους και όσον αφορά τα παρατημένα αδέσποτα, αυτά ήταν μέχρι πρότινος αγαπημένα μέλη οικογενειών που είτε έγιναν πρόσφυγες, είτε έχασαν τη ζωή τους.
Η αλήθεια είναι ότι οι άνθρωποι που εγκατέλειψαν τα σπίτια τους ως πρόσφυγες, δεν ήθελαν να το κάνουν χωρίς τα κατοικίδιά τους. Πολλοί προσπάθησαν να τα πάρουν μαζί τους με κάθε τρόπο.
Υπάρχουν μαρτυρίες για Σύρους πρόσφυγες που περπάτησαν ακόμα και 500 χιλιόμετρα μαζί με τα κουτάβια τους. Άλλες για πρόσφυγες που κατάφεραν και πήραν τη γάτα ή τον σκύλο τους μαζί στις βάρκες της ελπίδας με προορισμό την Ελλάδα.
Σκύλοι και γάτες, που μέχρι πρότινος ζούσαν με τις ανθρώπινες οικογένειές τους στα σπίτια τους, έχουν ενωθεί και περιπλανώνται σε μια πόλη – φάντασμα. Πεινασμένα, τρομαγμένα και συχνά ακρωτηριασμένα.
Οι άνθρωποι που προσπαθούν να ταϊσουν όσα περισσότερα ζωάκια μπορούν έχουν πολλές ιστορίες να πούνε.
Στα σημεία που συγκεντρώνονται τα αδέσποτα, μαζεύονται παιδιά απ’ όλα τα μέρη της πόλης, μόνο και μόνο για να τα δουν, να τα χαϊδέψουν και να παίξουν μαζί τους. Τα παιδιά, εξ’ ίσου ταλαιπωρημένα και πεινασμένα και τα ίδια, γνωρίζουν ότι διακινδυνεύουν να διασταυρωθούν με πυρά ή και βόμβες αντάρτικων ομάδων. Παραβλέπουν τα ρίσκα μόνο και μόνο για να παίξουν λίγες στιγμές με τα ζωάκια.
Το World Animal Protection έχει φτιάξει ερωτηματολόγια πάνω στο τι θα έπαιρναν οι άνθρωποι μαζί τους αν αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Τα κατοικίδιά τους είναι πάντα στην κορυφή της λίστας. Όμως, αναπόφευκτα σε τέτοιες «άγριες» καταστάσεις, τα ζώα συνήθως μένουν πίσω. Τότε τα περιμένει ένας αργός θάνατος μέσω λιμοκτονίας, τραυματισμού ή αρρώστιας.
Τα παραδείγματα και τα δράματα πολλά. Το 1989 στην Νικαράγουα, εν μέσω των αιματηρών συγκρούσεων που είχαν ξεσπάσει στην χώρα, απελπισμένοι κάτοικοι προσπαθούσαν να περάσουν τα σύνορα με την Κόστα Ρίκα, αλλά τα τελευταία 100 μέτρα της μεθορίου ήταν σπαρμένα με νάρκες.
Τότε ο κόσμος έδεσε τα ζώα που έφερνε μαζί του, άλογα και βοοειδή, σε δέντρα. Με το σκεπτικό ότι θα ήταν κατ’ αρχάς ευκολότερο και περισσότερο ασφαλές για όλους να περάσουν το ναρκοπέδιο χωρίς αυτά. Και με σκοπό να γυρίσουν σύντομα πίσω για να τα πάρουν.
Στην πράξη, όμως, τα δεμένα ζώα παρέμειναν εκεί και λιμοκτονούσαν αβοήθητα. Τα θέμα έπαιξε τότε στην τηλεόραση και δυο πιτσιρικάδες από την Κόστα Ρίκα αποφάσισαν να τα βοηθήσουν παρά τους κινδύνους. Κατάφεραν, περπατώντας ανάμεσα σε νάρκες, να φτάσουν στο σημείο και να βρουν τα ζώα που, στην απελπισία τους, είχαν φάει ακόμα και τους φλοιούς από τα δέντρα. Τα περισσότερα ήταν ήδη νεκρά.
Οι δυο νεαροί έδεσαν όσα ζούσαν ακόμη και ξεκίνησαν να τα οδηγούν μέσα από το ναρκοπέδιο στην Κόστα Ρίκα. Ως εκ θαύματος τα κατάφεραν χωρίς να πατηθεί ούτε μια νάρκη!
Η τύχη των ζώων στις εμπόλεμες ζώνες είναι από τις πιο θλιβερές και πιο αθέατες πλευρές της συνολικής τραγωδίας.
Στο ρημαγμένο από κάθε άποψη Αφγανιστάν, εγκαταλελειμμένα σκυλιά και γάτες νόσησαν από λύσσα. Χωρίς επιτήρηση και κτηνιάτρους, περίπου 1.000 άνθρωποι πεθαίνουν ετησίως ακόμα σήμερα στην χώρα, επειδή δαγκώθηκαν από ζώο που έχει μολυνθεί.
Στην πράξη είναι σχεδόν αδύνατο, ακόμη και για διεθνείς οργανώσεις διάσωσης ζώων, να περάσουν μέσα από τις εμπόλεμες ζώνες τους επιστήμονες, τα φάρμακα και τα μηχανήματα που είναι απαραίτητα για να αντιμετωπιστούν τέτοια προβλήματα.
Κάποιοι, ειδικά σ’ αυτά τα χρόνια του πολέμου στην Συρία, προσπάθησαν να «φυγαδεύσουν» ζώα από την Μ. Ανατολή προς την Αμερική ή στην Ευρώπη για να τα σώσουν. Όμως, σύμφωνα με τους κανονισμούς τα ζωάκια θα πρέπει προηγουμένως να έχουν εμβολιαστεί και να πληρούν τις υγειονομικές απαιτήσεις μιας άλλης χώρας. Κτηνίατροι και εμβόλια, όμως, σπανίζουν στις εμπόλεμες ζώνες.
Μια ανέλπιστη τύχη, πάντως, χαμογέλασε σε περίπου 800 σκυλιά από το Αφγανιστάν και 40 από το Ιράκ. Με υπεράνθρωπες προσπάθειες και θυσίες ανθρώπων που κινητοποιήθηκαν σε Μ. Ανατολή και Δύση, αυτοί οι σκύλοι σώθηκαν και μεταφέρθηκαν στην άλλη άκρη του κόσμου. Οι περισσότεροι βρίσκονται σήμερα στις ΗΠΑ, όπου έγιναν άριστοι σκύλοι συντροφιάς, κυρίως βετεράνων πολέμου, που πάσχουν από μετατραυματικό στρες, εγκεφαλικά τραύματα ή αναπηρίες.