ΤΟΥΡΚΙΑ: Λίγο περισσότερο από έναν χρόνο πριν, η Dogus Holding ήταν στην επικαιρότητα για όλους τους σωστούς λόγους. Χάρη σε έναν επιδεικτικό σεφ, με αγάπη στο μασάζ κρέατος, το Nusr-et, μία αλυσίδα εστιατορίων ιδιοκτησίας της τουρκικής κοινοπραξίας έγινε μόδα. Ο σεφ που ίδρυσε το Nusr-et έγινε γνωστός ως Salt Bae και η αλυσίδα του άνοιξε υποκαταστήματα στη Νέα Υόρκη και το Μαϊάμι.
Αλλά από τότε, η Dogus πουλάει τα μερίδιά της σε κάποια από τα ακριβά ενεργητικά της, συμπεριλαμβανομένων και της μείωσης των θέσεών της στη d.ream, το τμήμα της με αντικείμενο τη διασκέδαση, που έχει στην ιδιοκτησία της το Nusr-et και άλλες αλυσίδες εστιατορίων.
H Dogus, μία από τις μεγαλύτερες τουρκικές εταιρείες, ούτε έχει αρνηθεί ούτε έχει επιβεβαιώσει τις ευρέως διαδεδομένες αναφορές για αναδιάρθρωση του χρέους της. Ωστόσο, οι οικονομολόγοι και οι αναλυτές φοβούνται ότι η εταιρεία θα μπορούσε να είναι το «καναρίνι στα ορυχεία» για τα προβλήματα εταιρικού χρέους της Τουρκίας.
Για χρόνια, η οικονομική ανάπτυξη έχει τροφοδοτηθεί από τη φθηνή διεθνή πίστωση. Οι επιχειρήσεις πήραν μεγάλα δάνεια σε δολάρια ή ευρώ. Αλλά με το νόμισμα να υποχωρεί, το κόστος εξυπηρέτησης αυτού του χρέους εκτοξεύεται.
Η μεταβλητότητα της λίρας τροφοδοτεί ευρύτερες ανησυχίες για την υγεία της οικονομίας – ανησυχίες που έκαναν τον Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να προκηρύξει την περασμένη εβδομάδα πρόωρες εκλογές τον Ιούνιο, λένε οι αναλυτές.
«Το εταιρικό χρέος είναι σήμερα σχεδόν 70% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας», είπε ο Ugras Ulku, του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών με έδρα την Ουάσιγκτον. «Περισσότερο από το μισό είναι σε ξένο νόμισμα. Κάθε φορά που η λίρα αποδυναμώνεται, ακόμη και αν δεν έχουμε δει ευρύτερες χρεοκοπίες, η υποτίμηση τρώει τα κέρδη ή στρεβλώνει τους ισολογισμούς».
Καθώς η Κεντρική Τράπεζα είχε μια κρίσιμης σημασίας συνεδρίαση νομισματικής πολιτικής αυτή την εβδομάδα, εν όψει εκλογών, ο κ. Ulku προειδοποιεί ότι η κατάσταση θα μπορούσε να γίνει ακόμη χειρότερη, αν η λίρα, η οποία έχει χάσει περίπου 7% της αξίας της έναντι του δολαρίου φέτος, συνεχίσει να υποτιμάται.
Η Τουρκία ήταν η πιο γρήγορα αναπτυσσόμενη οικονομία του G20 πέρυσι, καθώς τα κυβερνητικά κίνητρα την έβγαλαν από την πτώση που ακολούθησε την απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016. Η ετήσια ανάπτυξη ΑΕΠ ήταν 7,4%. Ωστόσο, η Άγκυρα έχει αντιμετωπίσει αυξανόμενες προφορικές προειδοποιήσεις από επενδυτές και οικονομολόγους για μη ισορροπημένη ανάπτυξη.
Η ισχυρή εγχώρια ζήτηση χωρίς παράλληλη ανάπτυξη στις εξαγωγές, έχει δημιουργήσει ένα ευρύ έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο ήταν στο 5,6% του ΑΕΠ στα τέλη του 2017, σε σύγκριση με το 3,8% της προηγούμενης χρονιάς.
Για να καλύψει τη διαφορά, η Τουρκία χρειάζεται ξένη χρηματοδότηση. Η νευρικότητα για το πολιτικό κλίμα έχει μειώσει τις μακροπρόθεσμες άμεσες ξένες επενδύσεις. Αντ’ αυτού, η Τουρκία βασίζεται σε βραχυπρόθεσμες ροές «ζεστού χρήματος», που μπορεί να στεγνώσει, αν το κλίμα στις παγκόσμιες οικονομικές αγορές ξαφνικά αλλάξει. Τα αποθέματα ξένου συναλλάγματος της Κεντρικής Τράπεζας βρίσκονται κάτω από 90 δισ. δολάρια – καλύπτοντας μόνο το μισό του χρέους που λήγει ή που χρειάζεται να μετακυλιστεί.
Αυτοί οι παράγοντες βαραίνουν πολύ για τη λίρα. Τα τελευταία πέντε χρόνια, η αξία του νομίσματος έχει υποδιπλασιαστεί σε σχέση με το δολάριο.
[irp posts=”181752″ name=”Τουρκία: Θέμα κυρώσεων από το ΝΑΤΟ για τους S-400″]
Η αδυναμία της λίρας παρακίνησε τη Moody’s να εκδώσει ενημερωτικό σημείωμα αυτόν τον μήνα, προειδοποιώντας ότι η εξέλιξη είναι για την οικονομία «credit negative». Τον Μάρτιο, ο οίκος αξιολόγησης υποβάθμισε το τουρκικό κρατικό χρέος από Ba1 σε Ba2, δύο βαθμίδες κάτω από το επενδυτικό επίπεδο.
Τα προβλήματα του νομίσματος επιδεινώνονται από το πολιτικό σκηνικό. Ο κ. Ερντογάν έχει, εδώ και χρόνια, στραφεί κατά των υψηλών επιτοκίων, περιορίζοντας τη δυνατότητα παρέμβασης της Κεντρικής Τράπεζας, για να δώσει ώθηση στο νόμισμα.
Ωστόσο, με τις εκλογές σε δύο μήνες, ο Πρόεδρος θεωρείται ότι μάλλον δεν θα θέλει να έχει η λίρα περαιτέρω μεταβλητότητα, η οποία θα προκαλούσε ανησυχίες μεταξύ των ψηφοφόρων.
Έρευνα του Reuters δείχνει ότι οι αναλυτές ανέμεναν άνοδο 50 μονάδων βάσης στο υψηλό επιτόκιο, όταν η επιτροπή νομισματικής πολιτικής ανακοίνωσε την απόφασή της για τα επιτόκια την Τετάρτη (σ.σ. εν τέλει ήταν 75 μονάδες βάσης). Ωστόσο, υπάρχουν ανησυχίες ότι δεν θα είναι αρκετό, για να σταματήσει τη γενικότερη πτωτική τάση των επόμενων μηνών.
Κάποιοι αναλυτές παραμένουν αισιόδοξοι, υποστηρίζοντας ότι ο εταιρικός τομέας της Τουρκίας και οι τράπεζες είναι θεμελιωδώς δυνατοί. Αναφέρονται στα χαμηλά επιτόκια των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τους υγιείς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας στον τραπεζικό τομέα και την ισχυρή ρυθμιστική δομή που υπάρχει μετά την οικονομική κρίση το 2000 και το 2001.
Ο Ates Buldur, τραπεζικός αναλυτής της Credit Suisse, είπε ότι, ενώ η υποτίμηση της λίρας προκαλεί κάποιο άγχος στους ισολογισμούς, δεν υπάρχει αιτία για ανησυχία, αναφέρει το Euro2day.gr.
«Οι περισσότερες από αυτές τις εταιρείες έχουν ισχυρά ενεργητικά και συνεχιζόμενες δραστηριότητες», είπε. «Οι αναχρηματοδοτήσεις οδηγούν σε καθυστέρηση των τόκων και των εισπράξεων κεφαλαίου, όπως και σε υψηλότερες γενικές προβλέψεις σε κάποιες περιπτώσεις… αλλά γενικότερα το συνολικό outlook ποιότητας των ενεργητικών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ανάπτυξη του πραγματικού ΑΕΠ στην Τουρκία και αυτή δείχνει ικανοποιητική προς το παρόν».
Άλλοι, ωστόσο, ανησυχούν ότι τα προβλήματα που ανέφερε η Dogus αντανακλούν ένα πρόβλημα με πιο βαθιές ρίζες. «Η οικονομία υποφέρει λόγω ενός θεμελιώδους ζητήματος που δεν έχει αλλάξει τον τελευταίο μισό αιώνα», είπε ο Bulent Gultekin, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβανίας, ο οποίος διετέλεσε διοικητής Κεντρικής Τράπεζας τη δεκαετία του 1990.
«Κάθε κυβέρνηση πιέζει για υψηλότερη ανάπτυξη, αλλά ο ρυθμός αποταμίευσης δεν είναι αρκετά υψηλός για να τη στηρίξει. Οπότε, η οικονομία βασίζεται στο ξένο κεφάλαιο. Η πραγματικότητα είναι ότι η τουρκική οικονομία πηγαίνει από τη μία κρίση στην άλλη – σε μία κρίση συναλλαγματικής ισοτιμίας. Τις είχαμε το 1960, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, το 1994 και το 2001».
Πρόσθεσε: «Το ζήτημα είναι αν αυτή θα είναι μία κανονική προσαρμογή ή απότομη».