Στις αρχές του 2012, πήγα να συναντήσω τον Αχμέτ Νταβούτογλου, τότε υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας, στο ξενοδοχείο Willard της Ουάσινγκτον. Συναντηθήκαμε στον δεύτερο όροφο, σε ένα δωμάτιο που προορίζεται συνήθως για διπλωμάτες που ταξιδεύουν, γνωστό ως «η φωλιά». Ο Νταβούτογλου με υποδέχθηκε θερμά, μου προσέφερε τσάι και με οδήγησε σε έναν καναπέ. Αλλά η συνέντευξη εξελίχθηκε σε καταστροφή.
Εκείνη την εποχή έγραφα ένα κομμάτι για το New Yorker σχετικά με τον εντεινόμενο αυταρχισμό του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, τότε πρωθυπουργού της Τουρκίας. Ο Νταβούτογλου νόμιζε ότι θα μιλούσαμε αποκλειστικά για την εξωτερική πολιτική της χώρας του, κι όταν τον ρώτησα για τους 70 δημοσιογράφους που κρατούνται στις τουρκικές φυλακές έσπευσε να υπερασπιστεί τον Ερντογάν. «Οι άνθρωποι αυτοί που κατηγορούν την κυβέρνησή μας για αυταρχισμό κάνουν λάθος», είπε. Ύστερα σηκώθηκε και κήρυξε το τέλος της συνομιλίας μας. Το τσάι μου ήταν ακόμη ζεστό.
Την περασμένη Πέμπτη, ο Νταβούτογλου παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία λόγω διαφορών με τον Ερντογάν, που είναι σήμερα Πρόεδρος. Στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε, εξέφρασε την πίστη του στον Πρόεδρο, η απογοήτευση όμως ήταν πρόδηλη στο πρόσωπό του. Παλιά ιστορία: Ο πιστός σατράπης, που κτίζει την καριέρα του καταγγέλλοντας όσους επικρίνουν το αφεντικό του, ανακαλύπτει μια μέρα ότι έχει πέσει κι αυτός σε δυσμένεια.
Ας μη χύσουμε λοιπόν πολλά δάκρυα για τον Νταβούτογλου, ο οποίος για χρόνια συμφωνούσε απολύτως με τη φίμωση των δημοκρατικών θεσμών από τον Ερντογάν.
Ας θρηνήσουμε αντίθετα για την τουρκική δημοκρατία, που έχασε έναν από τους τελευταίους μηχανισμούς ελέγχου του Τούρκου Προέδρου. Πράγματι, η Ιστορία ίσως να γράψει μια μέρα ότι με την παραίτηση Νταβούτογλου πέθανε και η τουρκική δημοκρατία.
Η εξέλιξη αυτή ήταν αναμενόμενη. Ο Ερντογάν έγινε για πρώτη φορά πρωθυπουργός το 2003, όταν το κόμμα του απέκτησε κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Εκείνη την εποχή, οι αναλυτές θεωρούσαν ότι θα αποτελούσε τη γέφυρα ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Η χώρα του ήταν μέλος του ΝΑΤΟ και φιλοδοξούσε να γίνει μέλος της ΕΕ. Οι Αμερικανοί Πρόεδροι, πρώτα ο Μπους και στη συνέχεια ο Ομπάμα, δεν φείδονταν επαίνων για τον Ερντογάν. Ήταν πολύ ευχαριστημένοι που είχαν έναν σύμμαχο σε μια εχθρική περιοχή του κόσμου.
Εκείνος, πάλι, δεν έκρυβε από την αρχή τις αντιδημοκρατικές του παρορμήσεις, κι ας έκαναν οι φίλοι του, ακόμη και στον Λευκό Οίκο, ότι δεν έβλεπαν. Το 2007, διέταξε μια σειρά ερευνών για το «βαθύ κράτος», που στην πραγματικότητα ήταν ένα πρόσχημα για να συλληφθούν εκατοντάδες επικριτές του, περιλαμβανομένων πανεπιστημιακών καθηγητών, δημοσιογράφων, αξιωματικών του στρατού και μελών ανθρωπιστικών οργανώσεων. Οι αποδείξεις εναντίον των περισσοτέρων απ’ αυτούς ήταν αδύναμες, αν όχι κατασκευασμένες. Την ίδια ώρα, ο Ερντογάν άρχισε να εξαπολύει επιθέσεις εναντίον των Εβραίων και να επιτρέπει στους τζιχαντιστές να περνούν τα σύνορα της χώρας του και να μεταβαίνουν στη Συρία.
Καθώς η Δύση απέφευγε να ασκεί κριτική, ο Ερντογάν συνέχισε αυτόν τον δρόμο. Το 2014, έχοντας συμπληρώσει τρεις πρωθυπουργικές θητείες, έθεσε υποψηφιότητα για την προεδρία, εκδηλώνοντας ταυτόχρονα την πρόθεσή του να τροποποιήσει το Σύνταγμα ώστε ο Πρόεδρος -δηλαδή αυτός- να αποκτήσει ευρείες εξουσίες. Τότε ήταν που επέλεξε τον Νταβούτογλου για την πρωθυπουργία, θεωρώντας ότι ο τελευταίος θα τον υπηρετούσε πειθήνια. Οι Τούρκοι ψηφοφόροι απέρριψαν όμως το δημοψήφισμα του Ερντογάν για την τροποποίηση του Συντάγματος και προς στιγμήν φάνηκε ότι οι φιλοδοξίες του είχαν ψαλιδιστεί.
Η ψευδαίσθηση δεν κράτησε πολύ: Γρήγορα έγινε φανερό ότι ο Ερντογάν δεν θα σταματήσει μέχρις ότου κερδίσει όλα όσα θέλει. Όταν βρέθηκα για ρεπορτάζ στην Τουρκία το 2012, πολλά στελέχη της αντιπολίτευσης μου είπαν ότι το πρότυπο του Ερντογάν δεν ήταν ο ισλαμικός κόσμος αλλά η Ρωσία, όπου ο Πούτιν χρησιμοποιεί τις εκλογές και άλλες δημοκρατικές δομές για να ενισχύσει την εξουσία του.
Ίσως το σημείο καμπής για την Τουρκία να ήταν το 2013. Εκείνη τη χρονιά έγιναν δύο πράγματα. Πρώτον, ολοκληρώθηκε η κατασκευή του νέου προεδρικού μεγάρου, με χίλια δωμάτια, πέντε δοκιμαστές φαγητού πλήρους απασχόλησης και κόστος 600 εκατομμυρίων δολαρίων. Δεύτερον, ο Ερντογάν έστειλε την αστυνομία να διαλύσει τις συγκεντρώσεις στο Πάρκο Γκεζί της Κωνσταντινούπολης, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν αρκετοί διαδηλωτές και να τραυματιστούν ή να συλληφθούν χιλιάδες.
Σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά, ο Νταβούτογλου παραιτήθηκε λόγω της εντεινόμενης επιθυμίας τού Ερντογάν να αποκτήσει περισσότερες προεδρικές εξουσίες. Αν αυτό είναι αληθές, τότε ο Ερντογάν δεν μπορεί να ανεχθεί πια ούτε την ελάχιστη αντίσταση που προέβαλε ο πρωθυπουργός του. Αυτό σημαίνει ότι, προς το παρόν τουλάχιστον, είναι παντοδύναμος. Ας ελπίσουμε ότι η παραίτηση του Νταβούτογλου θα αφυπνίσει τους Τούρκους ψηφοφόρους. Γιατί για την τουρκική δημοκρατία είναι μάλλον πολύ αργά πια.
Πηγή: ΑΠΕ/ΜΠΕ – The New Yorker
* Ο Ντέξτερ Φίλκινς είναι συνεργάτης του New Yorker από το 2011 (http://www.newyorker.com/contributors/dexter-filkins). Εργάστηκε στην Miami Herald και τους Los Angeles Times, πριν αναλάβει, το 2000, ανταποκριτής των New York Times στη Νέα Υόρκη, τη νότια Ασία και το Ιράκ. Το 2009, τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ ως μέλος ομάδας δημοσιογράφων της εφημερίδας που κάλυπταν Πακιστάν και Αφγανιστάν. Το βιβλίο του «The Forever War» βραβεύθηκε, το 2008, με το βραβείο National Book Critics Circle Award για δοκίμιο και ανακηρύχθηκε καλύτερο βιβλίο της χρονιάς από The New York Times, The Washington Post, Time και The Boston Globe.