Γράφει ο Δρ. Κωνσταντίνος Φίλης,
Δ/ντης Ερευνών Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων
Οι δύο βομβιστικές επιθέσεις στην Τουρκία έγιναν με αξιοσημείωτη ταχύτητα προϊόν εκμετάλλευσης εκ μέρους της ηγεσίας της χώρας.
Με ελλιπή στοιχεία (κρίνοντας από αυτά που έχουν δημοσιοποιηθεί μέχρι σήμερα) οι αρχές έσπευσαν να χρεώσουν την επίθεση σε όλους αυτούς με τους οποίους αντιπαρατίθενται στο μέτωπο της Συρίας. Εν αρχή η κουρδική πολιτοφυλακή, YPG, εν συνεχεία ο Άσαντ και κατ’ επέκταση η Ρωσία που τον στηρίζει. Όλοι αυτοί, σύμφωνα με την Άγκυρα, φέρουν άμεση ή έμμεση ευθύνη για τις δύο τρομοκρατικές ενέργειες σε βάρος στρατιωτικών στόχων.
Η διαχείριση αυτή προσβλέπει μεν στην κινητοποίηση των συμμάχων της ώστε να σταθούν στο πλευρό της, στηρίζοντας τις επόμενες ενέργειες της, ωστόσο, καταδεικνύει κυρίως τα αδιέξοδα Ερντογάν. Ο τελευταίος ανησυχεί από την προέλαση Κούρδων και ασαντικού καθεστώτος, την άρνηση των ΗΠΑ να αποστασιοποιηθούν από τους Κούρδους της Συρίας, την εδραίωση της ρωσικής επιρροής και την υποχώρηση των αντιπολιτευόμενων δυνάμεων. Η Τουρκία αντιλαμβάνεται πως περαιτέρω αδράνεια από πλευρά της ίσως έχει μακροχρόνια οδυνηρές συνέπειες για τα συμφέροντα της στην ευρύτερη περιοχή. Έτσι, κάνοντας ένα μάλλον άλογο άλμα, επιχειρεί να εμπλέξει όλους τους «εχθρούς» της στις τελευταίες επιθέσεις προκειμένου αφενός να αιτιολογήσει την ανάγκη αντιποίνων, αφετέρου να καταστήσει τους εταίρους της κομμάτι την αντιπαράθεσης. Το δικαίωμα στην αυτοάμυνα, «οι σύμμαχοι μας που πρέπει να κάνουν κάτι πολύ παραπάνω από την προφορική καταδίκη» και η ανταπάντηση που θα λάβει χώρα «εντός και εκτός συνόρων», είναι μερικές από τις φράσεις κλειδιά που χρησιμοποίησαν Τούρκοι αξιωματούχοι.
Είναι εμφανές πως η Άγκυρα αναζητά εναγωνίως τρόπο μερικής εισβολής στη Συρία ώστε να μην αγνοηθεί στις διαβουλεύσεις σχετικά με το μέλλον της χώρας, αλλά και για πιο πρακτικούς λόγους: να μπορεί να επιβλέπει τις κινήσεις των Κούρδων και αν χρειαστεί να επέμβει αναλόγως, καθώς και να μην χαθεί η «επικοινωνία» με την αντιπολίτευση. Δεδομένης της παθητικότητας των ΗΠΑ, οι επιλογές για τον Ερντογάν συρρικνώνονται. Η επιβολή ζώνης ασφαλείας εντός της Συρίας για την καλύτερη διαχείριση των προσφύγων είναι για αυτόν το ενδεχόμενο που συγκριτικά με άλλα σενάρια έχει τις μικρότερες πολυπλοκότητες. Επικαλούμενος την ανθρωπιστική κρίση και τον πολλαπλασιασμό των προσφυγικών ρευμάτων, με το τελευταίο να «καίει» την Ευρώπη, μπορεί να προωθήσει την πρόταση συγκράτησης τους στη συριακή επικράτεια αντί της τουρκικής. Αυτό ασφαλώς θα συναντήσει αντιδράσεις από Ρωσία και Ιράν, μεταξύ άλλων, αλλά ίσως να αποτελεί τη μοναδική μονομερή ενέργεια που δεν θα προκαλέσει γενικευμένη σύρραξη, τουλάχιστον σε πρώτη φάση. Αν, επί παραδείγματι, το σουνιτικό μπλοκ του υπό τις ΗΠΑ συνασπισμού αποφάσιζε μία χερσαία επιχείρηση, ακόμη και περιορισμένης κλίμακας, χωρίς το πράσινο φως της Ουάσιγκτον, τότε ο πόλεμος δια πληρεξουσίων (proxy war) θα μετατρεπόταν σε ευθεία ένοπλη σύγκρουση- για αυτό ως σενάριο προσώρας μοιάζει εξαιρετικά αμφίβολο.
Οι σουνίτες σύμμαχοι των ΗΠΑ πιστεύουν ότι οι τελευταίες έχουν εγκλωβιστεί μονοδιάστατα στην εξουδετέρωση του ISIS, μην αποδίδοντας τη δέουσα σημασία στα λοιπά ενδοσυριακά μέτωπα. Αγωνιούν, λοιπόν, για την πορεία στο πεδίο των μαχών, αφού η ούτως ή άλλως κατακερματισμένη αντιπολίτευση μοιάζει ανίκανη να ανακόψει την ανάκτηση εδαφών από τους καθεστωτικούς, ενώ οι Κούρδοι, συνεπικουρούμενοι από ΗΠΑ και Ρωσία, διευρύνουν τα σημεία ελέγχου τους. Καθώς κρίνονται ως οι πλέον αξιόμαχοι για να αντιμετωπίσουν τις δυνάμεις τους Daesh, δεν πρόκειται, τουλάχιστον στο προβλεπτό μέλλον να αφεθούν στην τύχη τους, ακόμη και αν έχουν αποκλειστεί από τις διαπραγματεύσεις. Για αυτό, άλλωστε, δεν είχαν κανένα λόγο να αυτοστοχοποιηθούν, προβαίνοντας σε επιθέσεις εναντίον τουρκικών στόχων εντός της χώρας. Γιατί να ρίσκαραν τη σχέση τους με την Ουάσιγκτον, στην οποία επενδύουν για να δηλώσουν παρόντες στις εξελίξεις της επόμενης κατάστασης στη Συρία, όπως και αν αυτή διαμορφωθεί;
Καταληκτικά, στον απόηχο των πολύνεκρων ενέργειων, η Άγκυρα αποπειράται να μετακινήσει τις θέσεις των ΗΠΑ έναντι Ρωσίας και Κούρδων, καθώς και να τις σπρώξει προς ενεργότερη εμπλοκή τους στο Συριακό. Δείχνοντας ευάλωτη απέναντι στην τρομοκρατία, συνδέει την ασφάλεια της με την πάταξη του κουρδικού κινδύνου, τον οποίο προτίθεται να αντιμετωπίσει και μόνη εν ανάγκη. Σε περίπτωση, όμως, που δεν λάβει τη συναίνεση του Λευκού Οίκου, το εύρος και οι δυνατότητες των επιχειρήσεων εναντίον των Κούρδων της Συρίας περιορίζονται σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην μπορεί να διαφοροποιηθεί σημαντικά η τωρινή δυναμική των πραγμάτων στον συριακό εμφύλιο. Από την άλλη, το κανάλι επικοινωνίας και ενημέρωσης Μόσχας-Ουάσιγκτον ώστε να αποφεύγονται «συναντήσεις» στρατιωτικού τύπου δεν πρόκειται να διακοπεί για χάρη της Άγκυρας.