Η χώρα έχει Kυβέρνηση! Κανονική Κυβέρνηση, εκλεγμένη νόμιμα, δηλαδή νομιμοποιημένη πλήρως στην πολιτική ευθύνη της οποίας ανήκει η διαχείριση των ζητημάτων αν και πως ανταποκρίνεται στο έργο της της είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο, θέματα υπάρχουν, αλλά το ισοζύγιο είναι, προς στιγμήν, θετικό.
Η χώρα δεν έχει αντιπολίτευση, δηλαδή Αξιωματική Αντιπολίτευση, ο ρόλος της οποίας είναι και θεσμικός, είναι φορέας εξουσίας πέραν του ότι αποτελεί, συνήθως, την πρώτη εναλλακτική για τη δημοκρατική διαδοχή της Κυβέρνησης.
Του Χρήστου Υφαντή
Τη θέση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης έχει καταλάβει μια πολιτική χαβούζα. Ένα συνοθύλευμα αγράμματων, άχρηστων, άεργων ή επαγγελματιών ανέργων, ιδεοληπτικών, εμμονικών με το εκ Θεού ηθικό πλεονέκτημα ανά χείρας και την σίτιση στο κρατικό πρυτανείο σε πρώτη ευκαιρία.
Δεν είναι προς θάνατο, συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες, όπως αυτή της ελληνικής αριστεράς, που κάποτε διέπρεπε στις πολιτικές αναλύσεις και στις θεσμικές πρωτοβουλίες και τώρα κατάντησε να διακινεί με ακραίο μίσος, με ύποπτο φανατισμό, με άφατη ικανοποίηση σεξιστικά συνθήματα και δημόσιες προτροπές προς τον εκλεγμένο πρωθυπουργό «να πάει να γαμηθεί»…
Η σημερινή εκδοχή της κάποτε κραταιάς και ηθικά αριστεράς, ειδικά στο πρόσωπο της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, είναι η μεγαλύτερη, η ισχυρότερη, η καθολικότερη απόδειξη πως ο χώρος βιώνει μια περίοδο τρομακτικής παρακμής, έχει μπολιαστεί με όλα τα λούμπεν στοιχεία που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, έχει μετατραπεί σε μια κινούμενη λάσπη, σε ένα βόθρο χωρίς κανένα πολιτικό στοιχείο στην καθημερινή της παρουσία.
Τον ρόλο της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης έχουν αναλάβει και διακονούν κάτι αυτοκαταργημένοι δημόσιοι υπάλληλοι της μαζοποιημένης εκδοχής του αριστερού βολεμένου αρνητισμού, μερικοί επαγγελματίες επαναστάτες της κακιάς ώρας που συμψήφισαν την επαναστατική ορμή των νιάτων τους με ένα καλό γάμο και μια καλύτερη προίκα ( αν υπάρχει και μια μεζονέτα στην Κηφισιά τόσο το καλύτερο) και απόμειναν ρετάλια που ομνύουν για ξεκάρφωμα στον ιδανικοποιημένο Τσε, τον μεγαλύτερο ομοφοβικό της παγκόσμιας αριστερής κουλτούρας και κάποια υπολείμματα του «ιδιωτικού τομέα» που «αργούν λιγουλάκι στις συνεδριάσεις επειδή είχαν μια δουλίτσα στο υπουργείο για εκείνη τη σύμβαση…».
Το ίδιο υπουργείο που το βρίζουν ασύστολα στον αντιπολιτευτικό τους οίστρο, αλλά το αναζητούν «για εκείνο το εργάκι που λέγαμε…». Κλασσικοί οικονομισάριοι της αριστεράς των σαλονιών και της απουσίας κάθε ευθύνης.
Όλοι αυτοί αγκυρωμένοι σε μερικές ψάθινες από τις παλιακές καρέκλες, με τον τεράστιο εκτόπισμα της έδρας τους να εκφεύγει από τα τετραγωνικά της καρέκλας, υπολείμματα μιας «ένδοξης» εποχής, την οποία πούλησαν πολύ ακριβά και «κονόμησαν» στην κομματική και φιλελεύθερη οικονομία μισούν τους πάντες, επειδή μισούν βαθύτατα τον εαυτό τους.
Υπερασπίζονται ό,τιδήποτε στο θολωμένο τους μυαλό κρίνουν πως μπορεί να ακυρώσει τη συντηρητική εκδοχή της κυβερνητικής εξουσίας, συμμαχούν με κάθε αίτημα όσο παράλογο ή παρανοϊκό κι αν είναι, βάζουν πλάτη για να δικαιωθούν κατά συρροή δολοφόνοι, δηλώνουν ότι οι ψήφοι της Χρυσής Αυγής δεν μυρίζουν, συνηγορούν σε κάθε παλαβομάρα κάθε είδους δικαιωματιστών της κακιάς ώρας και – το χειρότερο από όλα- δεν έχουν το παραμικρό πρόβλημα να εντάξουν στο επίσημο λεξιλόγιο τους τη σκληρή ύβρη, την προσωπική απαξία, το ακραίο ψέμα, τις επιθέσεις στις οικογένειες των πολιτικών αντιπάλων τους, όταν για τους ίδιους διεκδικούν (και καλά κάνουν) να μην αντιμετωπίζονται με το κριτήριο της οικογενειακής ευθύνης. Είναι άρρωστοι.
Είναι ψυχοπαθολογικές περιπτώσεις που έχουν καταντήσει αρνητές της παθολογίας τους, «πρεζάκια» της κομματικής και κυβερνητικής (άμα τύχει) εξουσίας, ιδανικοί κι ανάξιοι εραστές της υποκουλτούρας των κομματικών φραξιών και της συναλλαγής με έπαθλο τις καρέκλες.
Η αδυναμία τους να δράσουν πολιτικά σε κανονικές συνθήκες αστικής δημοκρατίας έχει καταστεί παροιμιώδης. Ό,τι κι αν έχουν πει ή αναφέρει ή καταθέσει έως τώρα ως πρόταση αντιμετωπίστηκε από την κοινωνία των πολιτών με γέλιο και απαξία, αποδείχθηκε πως ανήκει στο παρελθόν, δεν διέγειρε κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ξεχάστηκε αμέσως, δείγμα πως το πρόβλημα τους να αναγνώσουν και να κατανοήσουν την κοινωνία του 21ου αιώνα είναι δομικό, προκύπτει από το dna της αριστερής πολιτικής κουλτούρας και την αδυναμία της να εξελιχθεί παράλληλα με την εξέλιξη του καπιταλισμού.
Οι ήττες τους είναι αλλεπάλληλες, αλλά, στην μακαριότητα της αριστερής τους νιρβάνας, δεν τους αγγίζουν. Από δικαιολογίες «να φάνε κι οι κότες», σημαντικότερη «ο κακός καπιταλισμός», οι ίδιοι ποτέ δεν ευθύνονται για κάτι, «η άτιμη κενωνία φταίει, που άλλους τους ανεβάζει και άλλους τους κατεβάζει στα τάρταρα».
Και στην υπόθεση των πυρκαγιών ξέρουν πως θα ηττηθούν πολιτικά, το έχουν πάρει απόφαση, το υπονοούν ήδη. Βλέπετε το μέγα προσδοκώμενο, οι θάνατοι από τις φωτιές, μαζικοί εάν είναι δυνατόν, δεν προέκυψε.
Και στην πολιτική φαίνεται πως ισχύει το δόγμα «χωρίς πτώμα δεν υπάρχει έγκλημα».
Η φύση, τα δάση, τα σπίτια, οι επιχειρήσεις είναι απώλειες, τεράστιες και σημαντικές, αλλά… δεν είναι πτώμα!
Η Κουμουνδούρου δεν έχει να διαχειριστεί ένα πτώμα διαθέσιμο για να ξεκινήσει να κλαίει και να απαιτήσει να κλάψει μαζί της η χώρα.
Οι «εκκενώσεις» του Μητσοτάκη της αφαίρεσαν και την τελευταία ελπίδα να ξεκινήσει να περιφέρει νεκρούς στους δρόμους για να ισοφαρίσει το έγκλημα στο Μάτι.