Παραμένει στο επίκεντρο του πολιτικού ανταγωνισμού η υπόθεση της ΔΕΗ και, όπως αναμένεται, θα απασχολήσει την επικαιρότητα και το επόμενο διάστημα
Παραμένει στο επίκεντρο του πολιτικού ανταγωνισμού η υπόθεση της ΔΕΗ και, όπως αναμένεται, θα απασχολήσει την επικαιρότητα και το επόμενο διάστημα, είναι τέτοιο το μέγεθος της εταιρείας και τόση η σημασία της για τη χώρα που, είναι λογικό, να προσελκύει τις αντιπολιτευτικές κορώνες και το ενδιαφέρον της κοινωνίας.
Του Χρήστου Υφαντή
Οι πρώτες προειδοποιητικές βολές από την πλευρά της αντιπολίτευσης, υπό την πολιτική «ηγεσία» του Αλέξη Τσίπρα, την πρόθυμη αποδοχή των ακραίων χαρακτηρισμών από τη Φώφη Γεννηματά και την soft επιλογή του Δημήτρη Κουτσούμπα, παρέμειναν στο πεδίο των ιστορικών συμβολισμών της μεταπολίτευσης, το δίπολο «η κακιά δεξιά και η καλή αριστερά» πρωταγωνίστησε στην επικοινωνία, μπήκε στην εξίσωση και «το συμφέρον του λαού», το οποίο (υποτίθεται) καταπατείται «από το ξεπούλημα της ΔΕΗ» και η εικόνα ήρθε κι έδεσε στο γνωστό «προοδευτικό, φιλολαϊκό και δημοκρατικό» παραμύθι.
Σε δεύτερη ανάγνωση, όταν ξεκίνησε, τόσο από την κυβέρνηση, όσο (και σπουδαιότερο) από τα social media και τους χρήστες τους, να αποδομείται το αντιπολιτευτικό αφήγημα στο πρόσωπο του Αλέξη Τσίπρα και της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και σε όσα ο ίδιος, ως πρωθυπουργός «πενταετούς θητείας» έπραξε σε βάρος της ΔΕΗ, συνεπώς και του ελληνικού λαού, η εικόνα διαφοροποιήθηκε άρδην.
Οι σημαντικές αποκαλύψεις για τις πολιτικές της Κουμουνδούρου σε βάρος της εταιρείας (και των υπόλοιπων δημόσιων εταιρειών) και οι παρανοϊκοί σχεδιασμοί της (να πωληθεί το 17% του ΤΑΙΠΕΔ και τα έσοδα να πάνε υπέρ της μείωσης του χρέους, δηλαδή να τα εισπράξουν οι πιστωτές), όπως τους αποτύπωσε στο διαβόητο δικό της μνημόνιο, διέρρηξαν πλήρως την αντιπολιτευτική μυθολογία, αποκατέστησαν την ορθή πληροφόρηση, εξισορρόπησαν «τη βάρκα της επικοινωνίας που έγερνε» και επέτρεψαν στην κυβέρνηση να αντεπιτεθεί και να διαχειρίζεται αυτή, πλέον, την επικοινωνιακή εικόνα του θέματος.
Η εξέλιξη δεν ήταν ούτε αναμενόμενη ούτε αποδεκτή από τον ΣΥΡΙΖΑ, τον τραυμάτισε βαρύτατα στο μαλακό του υπογάστριο, που εξακολουθεί να προκύπτει από την κωμική διακυβέρνηση του, περιόρισε στο ελάχιστο τις υπέρ του αποδόσεις της πρώτης εντύπωσης και έστειλε στο βαθύ κράτος της Κουμουνδούρου σήματα υπέρ μιας επανασχεδίασης της πολιτικής του για το ζήτημα, ώστε να μην καταστεί πολιτικά και επικοινωνιακά απόκληρος με όσα υποστηρίζει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή η ηγετική ομάδα υπό τον Τσίπρα, ξεκίνησε και αναζητεί ένα νέο αφήγημα, περισσότερο προσαρμοσμένο στα αυστηρά οικονομικά στοιχεία που συγκροτούν την υπόθεση, χωρίς εκείνες τις επαναστατικές αστειότητες των πρώτων ημερών, ικανό να ξεπλύνει, ως ένα βαθμό, την κυβερνητική πολιτική «της πρώτης φοράς αριστεράς» στο θέμα και, ταυτόχρονα, να επιτρέψει ένα σοβαρό πλήγμα σε βάρος του Κυριάκου Μητσοτάκη και των διαχειριστών της εταιρείας.
Δυστυχώς, για τους επικεφαλής της επικοινωνίας της Κουμουνδούρου η αναζήτηση τους είναι μια χαμένη εξαρχής υπόθεση, τέτοιο αφήγημα δεν υπάρχει, δεν μπορεί να κατασκευαστεί, ούτε να προκύψει. Τα δεδομένα της υπόθεσης ΔΕΗ σε βάθος εφταετίας είναι συντριπτικά για τον ΣΥΡΙΖΑ και τις επιλογές του, είναι χαίουσες πληγές που καταβλήθηκε τεράστια προσπάθεια για να κλείσουν, η μνήμη τους είναι ζωντανή και ισχυρή, συνεπώς άνθρακες (ή μάλλον λιγνίτης) ο θησαυρός.
Το θέμα θα έρθει στη Βουλή, είναι αναγκασμένος ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ που το σήκωσε τόσο ψηλά, να το φέρει, το ενδιαφέρον εξακολουθεί να είναι μεγάλο και καθώς η διαδικασία της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας (με τους όρους που ανακοινώθηκαν) θα πλησιάζει η κοινωνία των πολιτών θα αυξάνει την απαίτηση της να πληροφορηθεί όλες τις πτυχές της ιστορίας.
Η προοπτική μιας συζήτησης στη Βουλή δεν αντιμετωπίζεται στον ΣΥΡΙΖΑ το ίδιο ανυπόμονα, όπως τις πρώτες μέρες, οι αρχικές εντυπώσεις έχουν υποχωρήσει σημαντικά, ο ενθουσιασμός «τους βρήκαμε μπόσικους και θα τους κοπανήσουμε» είναι σε αποδρομή, άλλες, δεύτερες και τρίτες σκέψεις ξεκινούν να απασχολούν τους επιτελείς.
Στην Κουμουνδούρου είναι διάχυτη η ανησυχία για μια δημόσια εντός του Κοινοβουλίου συζήτηση για ένα τόσο σύνθετο και σκληρό στην αντιπαράθεση θέμα, πέραν των ουσιαστικών στοιχείων που αποδείχθηκε πως δεν ευνοούν την παραδοσιακή επαναστατική γυμναστική μεγάλες αμφιβολίες εκφράζονται και για το εάν ο ίδιος ο κ. Τσίπρας είναι ικανός στοιχειωδώς να αντιμετωπίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε ένα γήπεδο που είναι προνομιακό για την κυβέρνηση και εντελώς εχθροπαθές για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Σε μια συζήτηση, που δεν θα περιοριστεί σε συνθήματα με την οκά και σε τσιτάτα της σταλινογενούς οικονομικής παράδοσης «εξηλεκτρισμός ίσον σοσιαλισμός», αλλά θα εξελιχθεί στο καθαρό, στο αυθεντικό πεδίο των οικονομικών επιλογών στον ύστερο καπιταλισμό, όλοι στον ΣΥΡΙΖΑ είναι βέβαιοι πως «ο πρόεδρας δεν τα λέει», την πεποίθηση αυτή τίποτε δεν μπορεί να την αλλάξει, απλώς μετράνε, ως εκτίμηση, ήδη, το εύρος των απωλειών που θα έχουν από την εικόνα (την επαναλαμβανόμενη) ενός Τσίπρα χαμένου στη μετάφραση, που θα παριστάνει τον πολιτικό ηγέτη και επιχειρεί να πείσει την κοινωνία των πολιτών «πόσο κακή είναι η επιλογή της κυβέρνησης».
Για το λόγο αυτό στην Κουμουνδούρου δεν δείχνουν να βιάζονται για την κουβέντα αυτή, σχεδόν παρακαλάνε, για να μην πιούν το πικρό ποτήρι, να αλλάξει η ατζέντα και το θέμα να πάει γι’ αργότερα και προσεύχονται να σταματήσουν τα social media να θυμίζουν τις αριστερές αμαρτίες τους όταν ανακοίνωναν την μεταφορά στο Υπερταμείο που ήθελε η Μέρκελ της δημόσιας περιουσίας (της ΔΕΗ περιλαμβανομένης) για τα επόμενα 99 χρόνια (από το 2017).
Μόνο εκείνη η περιβόητη φράση της Άννας Βαγενά «τι είναι 99 χρόνια, θα περάσουν, εδώ πέρασαν 400 χρόνια σκλαβιάς στους Τούρκους» δεν λέει να φύγει από τη συλλογική μνήμη και κυνηγάει ως Ερινύα «τον λαοπρόβλητο ηγέτη»…