Σε στρατηγικό αδιέξοδο βρίσκονται εδώ και πολλούς μήνες ο Αλέξης Τσίπρας και το στενό του επιτελείο, αδυνατώντας να κερδίσουν έστω και κάποιες μονάδες στις δημοσκοπήσεις από την κυβερνητική φθορά και να ανασάνουν πολιτικά.
Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των μετρήσεων προκαλούν μεγάλο πονοκέφαλο στο κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης όταν βλέπουν στην πιο δύσκολη φάση της πανδημίας το βασικό πολιτικό τους αντίπαλο να κυριαρχεί και την κοινωνία να τους έχει γυρίσει την πλάτη.
Παράλληλα, οι έντονες εσωκομματικές αντιπαραθέσεις και η παλιά φρουρά που για ένα σκεπτόμενο κομμάτι της κοινωνίας συνιστούν βαρίδια, αποτελούν τροχοπέδη για το μετασχηματισμό του κόμματος στη νέα κεντροαριστερά και στέλνουν στις καλένδες τα όποια μεγαλεπήβολα σχέδια για την προσέλκυση των κεντροαριστερών ψηφοφόρων.
Παράλληλα, οι εναγκαλισμοί με τα άκρα, η στήριξη των ανοιχτών συγκεντρώσεων εν μέσω πανδημίας, η πυροδότηση κλίματος έντασης και η αγωνία των στελεχών της Κουμουνδούρου να συμπαρασταθούν στο αίτημα Κουφοντίνα για μετάβαση σε φυλακές της αρεσκείας του καταδεικνύουν τις ιδεοληψίες και τις αγκυλώσεις με το χθες και την περίοδο του 3% και τη σύνδεση με πρακτικές που δεν συνάδουν με ένα σύγχρονο κόμμα της ευρωπαϊκής κεντροαριστεράς.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στο σημείο μηδέν και επιχειρεί να βγει στο φως με παλαιοκομματικές αντιλήψεις και με πρακτικές επαναστατικής γυμναστικής που αφήνουν όμως αδιάφορη την κοινωνία.
Οι πολίτες ζητούν σοβαρότητα, υπευθυνότητα και προγραμματικό λόγο για τα προβλήματα που τους απασχολούν. Οι τακτικές του μπάχαλου δεν οδηγούν πουθενά παρά μόνο στην πολιτική απαξίωση μιας ολόκληρης παράταξης.