«Μέρες πανελλαδικών εξετάσεων» για την Έφη Αχτσιόγλου, οι σημαντικότερες του έως σήμερα πολιτικού της βίου, εξελίσσονται το τελευταίο χρονικό διάστημα «με εξεταστέα ύλη» το νομοσχέδιο της κυβέρνησης για τα εργασιακά και τον Αλέξη Τσίπρα να θερμοπαρακαλάει γονατιστός από μέσα του να αποτύχει η υποψήφια νέα ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ στην κοινοβουλευτική της παρουσία, ώστε και την αποτυχία να της χρεώσει και από το κάδρο των διαδόχων του να την απομακρύνει.
Του Χρήστου Υφαντή
Σε αυτό το εξαιρετικά σύνθετο πολιτικό και κομματικό σκηνικό η κυρία Αχτσιόγλου ετοιμάζεται να δώσει τις εξετάσεις της ζωής της σε ένα πολιτικό αντικείμενο που (υποτίθεται) το γνωρίζει πολύ καλά, το έχει διαχειριστεί από υπουργική καρέκλα, ανεξαρτήτως των ελάχιστων έως ανύπαρκτών επιτυχιών της (ό,τι κι αν αναφέρει η Βικιπαίδεια) και είναι σε θέση να στηρίξει κοινοβουλευτικά «την … πεθερά όλων των μαχών» που ο Αλέξης Τσίπρας ετοιμάζεται να δώσει για να διασώσει τον ΣΥΡΙΖΑ και την καρέκλα του από την πολιτική καταστροφή.
Η «Έφη όλων των επίδοξων πολιτικών διαδόχων του τσιπρισμού» ξέρει, το νιώθει, πως η πετυχημένη κοινοβουλευτική παρουσία της απέναντι στην επιδιωκόμενη αλλαγή που οδηγεί στο τέλος στην ψηφιοποίηση ενός σημαντικού τμήματος της εργασίας, δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση για περισσότερους από έναν λόγους.
Η κυβέρνηση εμφανίζεται να φέρνει στην ελληνική κοινωνία ένα αέρα ψηφιακής, πολύ ή λιγότερο, εξέλιξης των εργασιακών σχέσεων, μια σύγχρονη εκδοχή των παραδοσιακών εργατικών διευθετήσεων (οχτάωρο, υπερωρίες κ.λ.π.) και μια νέα τάξη πραγμάτων στην νομιμοποιημένη συνδικαλιστική δραστηριότητα, που ανατρέπει το σημερινό καθεστώς των αποκομμένων από την βάση τους εργατικών συνδικάτων, που έχουν μετατραπεί σε φορείς αδράνειας, οπισθοδρόμησης και συντήρησης.
Η κυρία Αχτσιόγλου θα χρειαστεί να ανακαλύψει η ίδια μια νέα πολιτική ισορροπία στην αξιωματική αντιπολίτευση ανάμεσα στον κλασσικό αρχειομαρξισμό των παλαιοκομμουνιστικών παραδόσεων και στις σύγχρονες ανάγκες για μια ευέλικτη και ανοιχτή στις ψηφιακές κατακτήσεις αγορά εργασίας, υπόθεση καθόλου απλή, καθώς όλες οι ανάλογες επιλογές προσκρούουν στον νεοσταλινισμό των παλιών συντρόφων και στον εργασιακό ακτιβισμό των γκρουπούσκουλων που έχουν συσσωρευτεί στον ΣΥΡΙΖΑ και έλκονται από ένα πολιτικό λουδιτισμό της κακιάς ώρας.
Σε αυτό το πολύ δύσκολο ταξίδι επενδύει τις ελπίδες του ο Αλέξης Τσίπρας, ώστε και την Έφη να κάψει από διάδοχο (και μάλιστα πρώτη στη σχετική λίστα) και την δική του (και της ομάδας του) παραμονή στην προεδρική καρέκλα ακόμη και μετά τις επόμενες (χαμένες ήδη) εκλογές να διασφαλίσει, έστω και ως μονόφθαλμος ανάμεσα στους τυφλούς.
Ο Αλέξης Τσίπρας γνωρίζει άριστα το προφανές: ο ίδιος και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πρακτικά αδύνατο να ηγηθούν της πολυδιαφημισμένης εργατικής αντεπίθεσης στο νομοσχέδιο για τα εργασιακά, επειδή, εκτός των άλλων, η παρουσία τους στο συνδικαλιστικό κίνημα (όπως σήμερα καταγράφεται) είναι από αστεία έως ανύπαρκτη, άρα δεν συντρέχουν προϋποθέσεις να ελέγξει πολιτικά και να καθοδηγήσει συνδικαλιστικά το κίνημα ο ΣΥΡΙΖΑ, μέσα κι έξω από τη Βουλή.
Γνωρίζει, επίσης, πως σε ανάλογα νομοθετικά κείμενα στο παρελθόν οι «απαντήσεις» των συνδικάτων και της αριστεράς δόθηκαν στους δρόμους και στις πλατείες, εκεί όπου λειτουργεί άριστα η συναισθηματική ταύτιση με τα ακραία συνθήματα και όχι στη Βουλή, όπου ο συνθηματικός λόγος χάνεται ανάμεσα στις απαιτήσεις για καθαρές απαντήσεις σε συγκεκριμένα πολιτικά ζητήματα.
Αφήνοντας στις πλάτες της Έφης την κοινοβουλευτική απάντηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην ουσία του νομοσχεδίου, ο Τσίπρας κρατάει για τον εαυτό του την πολυτέλεια των γενικόλογων ατέρμονων μονολόγων και την δυνατότητα να βγει ο ίδιος άβρεχος από την κοινοβουλευτική αντιπαράθεση και να ρίξει το «ειδικό του βάρος» στους δρόμους, μήπως καταφέρει να ψαρέψει σε θολά νερά μια κάποια πολιτική αποδοχή «ηγούμενος», έστω και φωτογραφικά ή τηλεοπτικά, των λαϊκών αντιδράσεων.
Δύσκολη αποστολή, καθώς στο πεζοδρόμιο η ιστορική και πολιτική παράδοση του ΚΚΕ, ακόμη και με τον Κουτσούμπα επικεφαλής, δεν παλεύεται, είναι εκτός συναγωνισμού και – το σημαντικότερο- το βασικό κόμμα του νεοσταλινισμού δεν αισθάνεται καμία υποχρέωση να συμβάλλει στην πολιτική επιβίωση του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα, το αντίθετο συμβαίνει.
Στην ουσία, ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ρίχνει την κυρία Αχτσιόγλου «στο λάκκο των λεόντων» με βέβαιη, σχεδόν, την θεαματική ήττα και θα παρατηρεί αμέτοχος από το θεωρείο τη μάχη που θα εξελιχθεί με τους κυβερνητικούς εκπροσώπους προσβλέποντας να τσαλακωθεί όσο χρειάζεται «η εκλεκτή των μηχανισμών του κόμματος», ώστε να πάψει οριστικά να αποτελεί αντίπαλο για την προεδρική καρέκλα ή να κοπούν προσώρας τα φτερά της.
Η ίδια η Έφη Αχτσιόγλου παραμένει ψύχραιμη, δείχνει να αντιλαμβάνεται την ένταση των στιγμών και τη μεγάλη μάχη στην οποία θα κληθεί να πάρει μέρος και προς στιγμή έχει αφήσει εκτός οπτικής την διαδοχή στον ΣΥΡΙΖΑ. Προσβλέπει σε μια στιβαρή παρουσία εντός της Βουλής, ώστε να βελτιώσει ακόμη περισσότερο την αποδοχή της από τον κομματικό οργανισμό αλλά και συγκεκριμένες ομάδες συμφερόντων στον επιχειρηματικό χώρο και να αλλάξει προς όφελος της το αποτέλεσμα μιας αναμέτρησης που μόνο εύκολη δεν είναι.
Η υπόθεση αναμένεται να προκαλέσει και ισχυρές εσωκομματικές αναταράξεις, ειδικά αν διαπιστωθεί ότι η αξιωματική αντιπολίτευση στερείται ουσιωδώς ενός σύγχρονου λόγου για τις εργασιακές σχέσεις και παραμένει προσδεμένη στα αξιώματα του αρχειομαρξισμού των αρχών του εικοστού αιώνα ανεμίζοντας το σφυρί και το δρεπάνι απέναντι στον υπολογιστή και στο 5G.
Οι επόμενες μέρες αναμένονται με μεγάλο ενδιαφέρον στον ΣΥΡΙΖΑ και στην υπόλοιπη εγχώρια αριστερά.