Πρόσφατα, σε δηλώσεις του ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος μίλησε για το γερμανικό και για το γαλλικό μοντέλο χωρισμού Εκκλησίας-Κράτους, υπογραμμίζοντας ότι εκείνος προτιμά το γερμανικό.
Ας δούμε τι ισχύει στις δύο αυτές χώρες, αλλά και στην Ευρώπη συνολικότερα, μεταξύ Εκκλησίας και κράτους.
Στην Ευρώπη υπάρχουν τρία μοντέλα σχέσεων ανάμεσα στις θρησκείες και στο κράτος:
1. Το μοντέλο των Κρατικών Εκκλησιών (Αγγλία, Δανία, Φινλανδία)
2. Το μοντέλο του απόλυτου διαχωρισμού της Εκκλησίας από το Κράτος (Γαλλία, Ολλανδία, Ιρλανδία)
3. Το μεικτό μοντέλο του «διαχωρισμού με συνεργασία» (Γερμανία, Βέλγιο, Αυστρία, Ισπανία, Ιταλία)
Γαλλικό και γερμανικό μοντέλο
Στις 3 Οκτωβρίου στη Γερμανία γιορτάζουν εθνική γιορτή. Κάθε χρόνο, οι εκδηλώσεις ξεκινούν με οικουμενική λειτουργία, στην οποία συμμετέχουν εκπρόσωποι όλων των θρησκειών αλλά και ο αρχηγός του κράτους. «Αυτό στη Γαλλία θα ήταν αδιανόητο», σχολιάζει ο καθηγητής Ιστορίας του Παρισιού, Étienne François, για να δείξει την διαφορά στην πράξη. «Στη Γερμανία, δεν υπάρχει αρνητική προκατάληψη απέναντι στις θρησκείες, όπως στη Γαλλία», προσθέτει.
Τι ισχύει στη Γερμανία: Ουδέτερο κράτος, αλλά με συνεργασία
Στη Γερμανία υπάρχει λοιπόν διαχωρισμός Εκκλησίας Κράτους αλλά δεν επικρατεί η άποψη ότι η θρησκεία είναι μια εντελώς ιδιωτική υπόθεση. Μετά την προτεσταντική μεταρρύθμιση, η Γερμανία επέλεξε να διατηρήσει έναν ισχυρό δεσμό ανάμεσα στις πολιτικές δομές και τις δύο Εκκλησίες, την Καθολική και την Προτεσταντική. Το Κράτος έγινε όλο και περισσότερο «ουδέτερο», αλλά συνέχισε να θεωρεί ότι οι θρησκείες είναι ουσιώδεις παράγοντες της κοινωνικής και πολιτισμικής ζωής.
Επομένως, στη Γερμανία, με τον Νόμο του 1949 το κράτος θεωρείται «ουδέτερο» απέναντι στις Εκκλησίες, αλλά απέδωσε στην Καθολική Εκκλησία, στην Προτεσταντική Εκκλησία και στην εβραϊκή κοινότητα ένα καθεστώς «συμμετοχής στο κοινωνικό καλό». Οι Εκκλησίες αυτές επιδοτούνται για να φέρουν εις πέρας κοινωνικό και εκπαιδευτικό λειτούργημα: παιδικοί σταθμοί, γηροκομεία, σχολεία και κέντρα βοήθειας για μετανάστες που ανήκουν στις Εκκλησίες, χρημοτοδοτούνται από τον γερμανικό προϋπολογισμό, αφού οι πιστοί πολίτες φορολογούνται για τον σκοπό αυτό.
Πρόκειται για τον λεγόμενο «εκκλησιαστικό φόρο» (Kirchensteuer), τον οποίο υποχρεούνται να πληρώνουν όλοι οι Γερμανοί πολίτες, που ανήκουν στην Ευαγγελική ή στην Καθολική Εκκλησία. Από τον φόρο αυτόν απαλλάσσονται τα μέλη των υπόλοιπων Χριστιανικών Εκκλησιών (Ορθόδοξοι κλπ.) ή οι οπαδοί των άλλων θρησκειών, όπως είναι π.χ. οι μουσουλμάνοι.
Οσοι δηλώσουν ότι είναι άθρησκοι ή άθεοι ή ανήκουν σε άλλο θρήσκευμα ή δόγμα απαλλάσσονται από το φόρο. Είναι χαρακτηριστικό ότι με βάση στοιχεία του 2015 πάνω από μισό εκατομμύριο Γερμανοί δήλωσαν… άθεοι για να γλιτώσουν το «χαράτσι». Σύμφωνα με τα στοιχεία, περίπου 200.000 Γερμανοί Προτεστάντες και 178.000 Καθολικοί παραιτήθηκαν το 2013 από μέλη της Εκκλησίας τους, κυρίως για να μην πληρώνουν εκκλησιαστικό φόρο.
Ο φόρος αυτός χρεώνεται και πληρώνεται ως ποσοστό του εισοδήματος του κάθε δηλωμένου Καθολικού ή Προτεστάντη Γερμανού πολίτη, ανεξάρτητα από τις πραγματικές πεποιθήσεις του ή από το αν συμμετέχει ή όχι στην λειτουργική ζωή της Εκκλησίας του, εφ’ όσον, από την στιγμή της βάφτισής του, θεωρείται αυτόματα μέλος της Εκκλησίας του.
Μια άλλη διαφορά με το γαλλικό μοντέλο είναι ότι στη Γερμανία η Θεολογία εξακολουθεί να διδάσκεται στα δημοτικά, στο λύκειο και στα δημόσια πανεπιστήμια με στόχο την εκπαίδευση διδασκάλων.
Και στην Ιταλία πληρώνουν φόρο οι πιστοί
Στην Ιταλία το σύστημα για την φορολόγηση υπέρ της εκκλησίας ονομάζεται «οκτώ τις χιλίοις» (otto per mille). Είναι το ποσοστό επί του συνολικού φόρου εισοδήματος, όπου δίνεται η προαιρετική επιλογή στο φορολογούμενο για το που θέλει να αποδοθεί ο φόρος. Ο φορολογούμενος μπορεί να επιλέξει να δώσει το ποσό ή στο κρατικό ταμείο, ή σε 4 Εκκλησίες (Καθολική, Αντβεντιστών της Εβδόμης Ημέρας, Ένωση Βαλδένσιων και Μεθοδιστών Εκκλησιών, Ευαγγελική Λουθηρανική Εκκλησία) ή στην Ένωση Εβραϊκών Κοινοτήτων.
Τι λένε ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ για φόρο πιστών
Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος τάχθηκε υπέρ του γερμανικού μοντέλου στις σχέσεις της Εκκλησίας με το Κράτος, σε πρόσφατες δηλώσεις του. Όπως είπε χαρακτηριστικά: «Θρησκευτικά ουδέτερο είναι το γερμανικό κράτος. Θα ήθελα να ζήσω στη Γερμανία και να είμαι θρησκευτικά ουδέτερος. Είναι θρησκευτικά ουδέτερο κράτος, συνεργάζονται, βοηθάει την Εκκλησία άριστα».
Ο Αρχιεπίσκοπος δεν έκανε ωστόσο λόγο για φόρο επί των πιστών που θα χρηματοδοτεί την Ορθόδοξη Εκκλησία και τα άλλα δόγματα.
Ο μόνος που έχει μιλήσει στο παρελθόν για «φόρο πιστών» (χριστιανόσημο) ήταν ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Τάσος Κουράκης ο οποίος είχε μιλήσει για εκκλησιαστικό φόρο προκαλώντας το 2013 σάλο.
Στις 22 Ιανουαρίου 2013, στο συνέδριο «Εκκλησία και Αριστερά», στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσαλονίκης, ο Τάσος Κουράκης αναφερόμενος στην μισθοδοσία των κληρικών μίλησε για το παράδειγμα άλλων ευρωπαϊκών χωρών όπως η Γερμανία, η Ιταλία, η Ισπανία και η Ιρλανδία που έχουν διαφορετικές μορφές προαιρετικού «εκκλησιαστικού φόρου». Σε γενικές γραμμές οι χώρες αυτές προσφέρουν τη δυνατότητα στους φορολογούμενους να επιλέξουν σε ποια εκκλησία θα δοθεί ένα μικρό ποσοστό των φόρων τους μέσω της ετήσιας δήλωσης (ή αν θέλουν απ’ ευθείας στο κράτος).
Ας σημειωθεί ότι στις χώρες αυτές ο πολίτης δεν δηλώνει θρησκεία, αλλά αυτή ορίζεται (και στη φορολογική του δήλωση) από τον τρόπο με τον οποίο έχει βαπτιστεί.
Μπορεί να εφαρμοστεί στην Ελλάδα ό,τι ισχύει στη Γερμανία ή την Ιταλία;
Ο ΣΥΡΙΖΑ στήριξε τότε τον Τάσο Κουράκη αλλά είπε ότι είναι προσωπικές του απόψεις.
Η τότε κυβέρνηση της ΝΔ κάλεσε τον Αλέξη Τσίπρα να απομακρύνει από τη θέση του τον τομεάρχη Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ Τάσο Κουράκη «ή να δηλώσει ευθέως ότι υιοθετεί πλήρως τα λεγόμενά του». Ακόμη, η ΝΔ υποστήριξε ότι είναι «τουλάχιστον υποκριτικό αυτοί που μανιωδώς πολέμησαν την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες των Ελλήνων να ζητούν τώρα μετ’ επιτάσεως το θρήσκευμα να προσδιορίζεται στη φορολογική δήλωση», βάζοντας έτσι οριστικά ταφόπλακα στη συζήτηση για διαχωρισμό Εκκλησίας Κράτους.
Το ΠΑΣΟΚ με ανακοίνωσή του έστειλε μήνυμα στην Εκκλησία ότι «ο εφημεριακός κλήρος δεν πρέπει να έχει καμία απολύτως ανησυχία για τη μισθοδοσία του» και πρόσθεσε: «Επειτα από μεγάλη προσπάθεια που έγινε να μη διαχωρίζονται και να μην καταχωρίζονται οι πολίτες με βάση τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, είναι μεγάλο θεσμικό λάθος συντηρητικού χαρακτήρα να ξαναγυρίζουμε σε πρακτικές καταγραφής και διλήμματα δήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων, ιδίως όταν αυτό συνοδεύεται από φορολογικό κόστος».
Μετά την συμφωνία Τσίπρα-Ιερώνυμου η συζήτηση για την χρηματοδότηση της Εκκλησίας και των ιερέων επανέρχεται. Ο πρωθυπουργός δεσμεύτηκε ότι η μισθοδοσία θα καλύπτεται από το κράτος με τη μορφή επιδότησης, κι αυτό δεν αποτελεί πραγματικό βήμα για τον χωρισμό Εκκλησίας – Κράτους. iefimerida.gr