Εξοδος: Η βραβευμένη στις Κάννες «Αποπλάνηση» της Σοφίας Κόπολα, συναντάει ένα αργεντίνικο γουέστερν με πολιτική χροιά. Ποικιλία στις πρεμιέρες τις εβδομάδας με την επιστροφή του Spiderman και δυο επαναπροβολές.
Στους κινηματογράφους η ευφυής κωμωδία του Γούντι Άλεν «Η Χάνα και οι αδερφές της» αλλά και ο «Υπηρέτης» σε σκηνοθεσία Τζόζεφ Λόουζι και σενάριο του νομπελίστα Χάρολντ Πίντερ.
Η αποπλάνηση, (The beguiled)
Σκηνοθεσία: Σοφία Κόπολα
Παίζουν: Νικόλ Κίντμαν, Κόλιν Φάρελ, Κίρστεν Ντανστ, Ελ Φάνινγκ
Περίληψη: Ένας πληγωμένος στρατιώτης κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφύλιου Πολέμου, και συγκεκριμένα το 1864, βρίσκει καταφύγιο, ώσπου να αναρρώσει, σε ένα σχολείο θηλέων οικότροφων στη Βιρτζίνια, όπου τον περιθάλπουν ως ηθικό τους χρέος. Η παρουσία του εκεί, όμως, ξυπνά στα κορίτσια και τις μοναχικές γυναίκες του σχολείου καταπιεσμένα ένστικτα, πάθη και ανάγκες, προκαλώντας μεταξύ τους ανταγωνισμούς και συγκρούσεις που φτάνουν στα άκρα.
Η νέα ταινία της Σοφίας Κόπολα, που κέρδισε κοινό και κριτικούς, αποσπώντας το βραβείο σκηνοθεσίας στο φετινό φεστιβάλ των Καννών, βασίζεται στο βιβλίο του Τόμας Κάλιναν «Ο προδότης» και στην ουσία αποτελεί το ριμέικ ενός γουέστερν του 1971, με πρωταγωνιστή τον Κλιντ Ίστγουντ.
Αυτή τη φορά η βραβευμένη δημιουργός μας μεταφέρει στο 19ο αιώνα, λίγα χρόνια αφότου ξέσπασε ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος, κι ανιχνεύει τις αιτίες της διαμάχης μέσα από την ιστορία ενός πληγωμένου στρατιώτη που αναζητάει καταφύγιο σε ένα σχολείο θηλέων. Εκεί θα συναντήσει μια ομάδα γυναικών, στερημένων και καταπιεσμένων, που στο πρόσωπό του βλέπουν μια ελπίδα.
Εκείνος για να επιβιώσει και να αποφύγει την παράδοσή του στον στρατό των εχθρών, θα «αποπλανήσει» τις νοσοκόμες του με μοιραία αποτελέσματα.
Η Κόπολα γυρίζοντας την ταινία σε φιλμ, χωρίς σχεδόν καθόλου μουσική υπόκρουση, εστιάζοντας ασφυκτικά στα σώματα των ηρώων της, μεταφέρει την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα του βιβλίου, που θα λέγαμε ότι ανήκει στην γοτθική λογοτεχνία κι αποτυπώνει τη βία της ερωτικής επιθυμίας, αλλά και τον πόλεμο των δυο φύλων. Χρησιμοποιώντας κατά βάση ως ηχητικό περιβάλλον εκρήξεις που ακούγονται από μακριά, υπενθυμίζει συνεχώς στον θεατή τον πόλεμο, όμως τελικά δεν καταφέρνει επαρκώς να συνδέσει την προσωπική ιστορία των γυναικών της με την εμφύλια διαμάχη.
Παρόλα αυτά με χειρουργική ακρίβεια καταδύεται στον ψυχισμό των προσώπων και δεν φοβάται να παρουσιάσει τις πιο σκοτεινές πλευρές τους σε κάθε βλέμμα τους. Καταφέρνει επίσης να δημιουργήσει μια αρρωστημένα ερωτική ατμόσφαιρα, χωρίς να κινηματογραφεί τολμηρές σκηνές, που τελικά λειτουργεί καθηλωτικά, γράφει το iefimerida.gr.
Η Νικόλ Κίντμαν εύθραυστη κι αυστηρή αποτυπώνει αφοπλιστικά τις εσωτερικές συγκρούσεις της ηρωίδας της Μάρθας, η Κίρστεν Ντανστ – αγαπημένη ηθοποιός της Κόπολα- ακολουθεί τη διαδρομή της γυναικείας φύσης μέσα στο ερωτικό παιχνίδι σε όλες της τις εκφάνσεις, κι ο Κόλιν Φάρελ πετυχαίνει εξαιρετικά τη μεταστροφή του γοητευτικού εισβολέα σε πληγωμένο θηρίο.
Ο Πιλότος, (Koblic)
Σκηνοθεσία: Σεμπάστιαν Μπόρενζταϊν
Παίζουν: Ρικάρντο Νταρίν, Όσκαρ Μαρτίνεζ, Ίνμα Κουέστα
1977, Αργεντινή. Η στρατιωτική δικτατορία αποφασίζει να εκτελέσει πολιτικούς κρατουμένους, ρίχνοντάς τους στη θάλασσα από πολεμικά αεροσκάφη. Ο Τόμας Κόμπλικ είναι ένας πιλότος σε μία από τις μοιραίες πτήσεις. Όταν συνειδητοποιήσει τη μοίρα των επιβατών του, θα βρεθεί σε ένα από τα πια πιο αγωνιώδη σταυροδρόμια της ζωής του.
Καθώς η δικτατορία απλώνει τα πλοκάμια της σε όλη τη χώρα, ο Κόμπλικ προσπαθεί να κρυφτεί στην άγρια και διεφθαρμένη Αργεντινή.
Ένα καλοπαιγμένο και σφιχτοδεμένο δράμα με στοιχεία γουέστερν που εκτυλίσσεται στην ταραγμένη περίοδο της αργεντίνικης δικτατορίας.
Ο Τόμας Κόμπλικ είναι ένας πιλότος που το καθεστώς τον εξανάγκασε να πιλοτάρει αεροπλάνα, τα οποία μετέφεραν πολιτικούς κρατούμενους.
Κατά τη διάρκεια της πτήσης όμως, οι αιχμάλωτοι έπρεπε να βουτήξουν στο κενό.
Εκείνος ζει στοιχειωμένος από τις εικόνες φρίκης και προσπαθεί να αλλάξει ζωή.
Όταν βρεθεί σε μια επαρχία της χώρας, θα γνωρίσει μια νέα γυναίκα, που ζει δέσμια ενός άντρα, και μεταξύ τους θα γεννηθεί ένας έρωτας. Το πάθος τους όμως θα γίνει η αιτία ενός ανθρωποκυνηγητού και ο Κόμπλικ θα βρεθεί στο στόχαστρο ενός αδίστακτου και απόλυτα διεφθαρμένου αστυνομικού της περιοχής, αλλά και ολοκλήρου του συστήματος.
Ο Σεμπάστιαν Μπόρενζταϊν μέσα από μια προσωπική ιστορία συνδέει το άτομο με την κοινωνία και αναρωτιέται για το αν όλες οι επιλογές μας είναι τελικά ζήτημα πολιτικής απόφασης.
Περιγράφοντας υπαινικτικά την περιρρέουσα κατάσταση της πατρίδας του εκείνη τη σκοτεινή περίοδο, φέρνει το άτομο απέναντι στην πραγματικότητα και στήνει ένα δράμα, που έχει αισθητικά στοιχειά γουέστερν, αλλά κατά βάση πραγματεύεται το δικαίωμα της επιλογής και την προσωπικής ευθύνη.
Χρησιμοποιεί γι’ αυτό τον λόγο ως αφορμή την ερωτική ιστορία του ήρωά του, προκειμένου να αποκαλύψει έναν μηχανισμό εξουσίας, όπου το άτομο καλείται να αποδεχτεί ή να απορρίψει. Με μια εκπληκτική φωτογραφία, δημιουργεί έντονο σασπένς και διαχειρίζεται με ποιητική σχεδόν διάσταση τη βία, κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή, ενώ χωρίς επαναστατικές φιοριτούρες, οδηγεί τον Κόμπλικ σε μια υπέρβαση των ορίων.
Ο Ρικάρντο Νταρίν με εσωτερική ένταση αποδίδει τον ρόλο του πιλότου, προσδίδοντάς του μια τραγική διάσταση, ο μοναδικός Όσκαρ Μαρτίνεζ είναι υποβλητικός και σκοτεινός στον ρόλο του αστυνομικού , ενώ η Ίνμα Κουέστα δυστυχώς δεν έχει πολλές ευκαιρίες από το σενάριο να αναπτύξει τον χαρακτήρα της.
Απροσδόκητος Έρωτας, (Hampstead )
Σκηνοθεσία: Τζόελ Χόπκινς
Παίζουν: Νταϊάν Κίτον, Μπρένταν Γκλίσον, Πήτερ Σίνγκ, Χιου Σκίνερ, Λέις Ακποτζαρο, Ελίζαμπεθ Κόνμποι, Τζέιμς Νόρτον, Λέσλι Μάνβιλ
Μία Αμερικανίδα χήρα θα βρει, απροσδόκητα, την αγάπη στο πρόσωπο ενός άντρα που ζει στο Χάμπστεντ, όταν θα αντιμετωπίσουν μαζί αυτούς που θέλουν να κατεδαφίσουν το σπίτι του.
Εμπνευσμένος από την πραγματική ιστορία του Χάρι Χάλοους , ο Τζόελ Χόπκινς υπογράφει μια ρομαντική κομεντί, όπου ο Μαρξ συναντάει το Κεφάλαιο για να ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Στην αριστοκρατική γειτονιά του Χάμστεντ στο Βόρειο Λονδίνο ζει η Έμιλυ, μία Αμερικανίδα χήρα, που προσπαθεί να ξαναφτιάξει τη ζωή της μετά τον θάνατο του άντρα της, ο οποίος της άφησε τεράστια οικονομικά χρέη, αλλά και μεγάλη οργή επειδή κάποτε υπήρξε άπιστος.
Μια μέρα, κι ενώ ψάχνει τα πράγματά του στην σοφίτα του σπιτιού τους, εντοπίζει με τα κιάλια έναν άντρα που μένει σε μια καλύβα. Όταν γίνεται αυτόπτης μάρτυς μιας επίθεσης που δέχεται ο άγνωστος γείτονας, ειδοποιεί την αστυνομία.
Έτσι η μεγαλοαστή Έμιλυ θα έρθει σε επαφή με τον Ντόναλντ, έναν άντρα που έχει επιλέξει να ζει εκτός συστήματος, καλλιεργώντας μόνος του το φαγητό του, παράγοντας τον δικό του ηλεκτρισμό και αρνούμενος οποιαδήποτε κοινωνική σύμβαση.
Αφού δειπνήσουν κάτω από το άγαλμα του Καρλ Μαρξ και επισκεφτούν τα μάρμαρα του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο, ένας μεγάλος έρωτας θα γεννηθεί, που όμως θα πρέπει να ξεπεράσει πολλά ταμπού.
Κι ενώ η Έμιλυ δηλώνει περίτρανα ότι ο νέος της σύντροφος της αλλάζει τον τρόπο που βλέπει τα πράγματα, τελικά θα καταλάβει ότι το επίπεδο διαβίωσης που της προτείνει δεν της ταιριάζει και τόσο κι έτσι θα απομονωθεί σε ένα μικρό εξοχικό με κότες και λαχανικά.
Ο Ντόναλντ, μετανιωμένος που έχασε την καλή του, εγκαταλείπει τις βασικές τους θέσεις και τελικά υποκύπτει στο μικροαστικό όραμα, που μια ζωή πολεμούσε.
Αν ο Χόπκινς είχε περιοριστεί στο τρυφερό ρομάντζο δυο ηλικιωμένων που διεκδικούν το δικαίωμα στον έρωτα, τα πράγματα θα ήταν κάπως καλύτερα, όμως η προσπάθειά του να αποδείξει ότι μπορούμε να είμαστε και αστοί και επαναστάτες, δημιουργεί έναν πολιτικό αχταρμά άνευ προηγουμένου, που μόνο ως αφελής μπορεί να τον εκληφθεί.
Η Νταϊάν Κίτον και ο Μπρένταν Γκλίσον πάντως στους πρωταγωνιστικούς ρόλους έχουν μια τρυφερή χημεία , επιλέγοντας να εστιάσουν στη σχέση του κεντρικού ζευγαριού, αλλά δυστυχώς το σενάριο δεν τους δίνει και πολλά πατήματα να υποστηρίξουν τις «παράδοξες» κοινωνικές μεταστροφές των ηρώων τους.
Πώς να Γίνεις Λατίνος Εραστής, (How to Be a Latin Lover)
Σκηνοθεσία: Κεν Μαρίνο
Παίζουν: Γιουτζίνιο Ντερμπέζ, Σάλμα Χάγιεκ, Ρομπ Λόου, Κρίστεν Μπελ, Ράκελ Γουελς, Μάικλ Σέρα, Ρομπ Ριγκλ και ΜακΚένα Γκρέις
O Μάξιμο είναι ένας Λατίνος καρδιοκατακτητής, που πάντα στη ζωή του είχε ένα και μόνο όνειρο: να ζει πλούσια, χωρίς να χρειάζεται να δουλέψει ούτε μια μέρα. Και για πολλά χρόνια τα κατάφερνε, αποπλανώντας πλούσιες ηλικιωμένες γυναίκες, μέχρι που παντρεύτηκε μια από αυτές.
25 χρόνια μετά, κακομαθημένος και έχοντας βαρεθεί να ξυπνάει δίπλα στην 80χρονη πια σύζυγό του, θα βρεθεί προ εκπλήξεως, όταν εκείνη θα τον παρατήσει για έναν μικρότερό του πωλητή αυτοκινήτων.
Θα αναγκαστεί τότε να ζήσει και πάλι με την αποξενωμένη αδερφή του, την Σάρα και τον εκκεντρικό, αλλά αξιολάτρευτο γιο της, τον Χιούγκο. Ανυπόμονος να γυρίσει στην πολυτελή ζωή που είχε συνηθίσει, ο Μάξιμο θα εκμεταλλευτεί τον νεανικό έρωτα του ανιψιού του για μια συμμαθήτριά του, για να προσεγγίσει το νέο του στόχο – την γιαγιά της, μια χήρα δισεκατομμυριούχο.
Η καλή – ή η κακή μέρα – μέρα από το πρωί φαίνεται και στην συγκεκριμένη περίπτωση ο κιτσάτος τίτλος μιας κωμωδίας που θέλει να λέγεται οικογενειακή, μιλάει από μόνος του.
Ο Μάξιμο , ένας τύπος με αέρα 80s, που τον ερμηνεύει ο τηλεοπτικός σούπερ σταρ από το Μεξικό Γιουτζίνιο Ντερμπέζ, θέλει να ζει ως εκατομμυριούχος, χωρίς να δουλεύει. Ο μόνος τρόπος για να το πετύχει είναι να πουλάει έρωτα σε ηλικιωμένες πλούσιες κυρίες. Και φαίνεται πως πετυχαίνει τον στόχο του , αφού μια εξ αυτών τον παντρεύεται με δόξα και τιμή.
Όταν όμως η εν λόγω κυρία τον εγκαταλείπει για ένα νεότερο εραστή, εκείνος βρίσκεται κυριολεκτικά στο δρόμο.
Τότε θα θυμηθεί την αδερφή του, η οποία ζει μόνη της με τον μικρό του ανιψιό.
Εκείνος θα αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση με τον θείο του, ο ποίος με τη σειρά του θα προσπαθήσει να του «μεταλαμπαδεύσει» τις γνώσεις του ζιγκολό πολυτελείας, εκμεταλλευόμενος ταυτόχρονα τον έρωτα του μικρού για μια βαθύπλουτη συμμαθήτριά του, προκειμένου να πλησιάσει τη γιαγιά της.
Σεξιστικά αστεία, γελοία και κακόγουστα γκανγκ, χαρακτήρες που ούτε για μια στιγμή δεν ξεφεύγουν από την καρικατούρα- ειδικά οι ηλικιωμένες κυρίες που μοιάζουν με μούμιες, μόνο θλίψη προκαλούν- ,η Σάλμα Χάγιεκ να περιφέρεται ασκόπως και η καημένη Ράκελ Γουέλς που κάνει συντρίμμια την εικόνα της είναι ο τελικός απολογισμός μιας ταινίας που διεκδικεί επάξια Χρυσό Βατόμουρο.
Spider-Man: Η Επιστροφή στον Τόπο του, (Spider-Man: Homecoming)
Σκηνοθεσία: Τζον Γουάτς
Παίζουν: Τομ Χόλαντ, Μάικλ Κίτον, Τζον Φαβρό, Ζεντάγια, Ντόναλντ Γκλόβερ, Μαρίσα Τομέι, Ρόμπερτ Ντάουνι Τζιούνορ
Περίληψη: Εκστασιασμένος από την εμπειρία του με τους Εκδικητές, ο Πίτερ Πάρκερ επιστρέφει στο σπίτι του, όπου ζει με την θεία Μέι, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του καινούργιου του μέντορα, Τόνι Σταρκ. Και ενώ ο Πίτερ προσπαθεί να επιστρέψει πίσω στην καθημερινή του ρουτίνα – αποσπώμενος από σκέψεις που τον προτρέπουν να είναι ένας φιλήσυχος «γείτονας» – , εμφανίζεται ο Βόλτσουρ ο καινούργιος του εχθρός που απειλεί όλα εκείνα που ο Πήτερ θεωρεί σημαντικά.
Ο τρίτος και πιο νεαρός Σπάιντερμαν επιστρέφει με τη σφραγίδα της Marvel με μια teenage movie, που δεν έχει να προσθέσει και πολλά , πέρα από την χαριτωμένη παιδικότητα του Τομ Χόλαντ.
Ο Πίτερ Πάρκερ έφηβος, κι έχοντας στο πλευρό του, σε ρόλο μέντορα τον Ironman Τόνυ Σταρκ προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε δύο ιδιότητες αυτή του μαθητή γυμνασίου στο Κουΐνς της Νέας Υόρκης και στο alterego του, τον υπερήρωα Σπάιντερμαν, που μάχεται το έγκλημα στο πρόσωπο ενός νέου κακού που ονομάζεται Βόλτσουρ.
Παρουσιάζοντας ουσιαστικά ένα spaiderboy σε μια περίοδο μαθητείας, όπου καλείται να διαχειριστεί τις υπερφυσικές του δυνάμεις, ο Τζον Γουάτς προσπαθεί να δημιουργήσει μια ανάλαφρη διάθεση και να απευθυνθεί σαφώς στο νεανικό κοινό. Όμως τα σεναριακά κενά και η επιφανειακή αντιμετώπιση των χαρακτήρων δεν βοηθούν καθόλου την κατάσταση, με αποτέλεσμα οι περιπέτειες του νεαρού σούπερηρωα, γρήγορα να χάνουν το ενδιαφέρον τους .
Ο Τομ Χόλαντ ως Σπάιντερμαν είναι συμπαθητικός μέσα από την αδεξιότητά να χειριστεί τη δύναμή του αλλά μέχρι εκεί.
Ο Μάικλ Κίτον ως ο κακός της υπόθεσης δημιουργεί, όποτε εμφανίζεται, μια ατμόσφαιρα απειλής, η οποία όμως παραμένει θολή, μιας το σενάριο δεν μας επιτρέπει να καταλάβουμε το σχέδιο και τα κίνητρά του, ενώ ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ στην σύντομη εμφάνισή του διατηρεί το στυλ του.
Σκηνές δράσης υπάρχουν βέβαια – και μάλιστα σε υπερθετικό βαθμό- αν και συχνά θυμίζουν videogame, καλύπτοντας έτσι τα γούστα του target group της ταινίας.
Τι όμορφη μέρα, θεέ μου!, (Che Bella Giornata)
Σκηνοθεσία: Τζέναρο Νουνζιάντε
Παίζουν: Κέκο Ζαλόνε, Λουίτζι Λουτσιάνο, Ναμπίχα Ακάρι, Ρόκο Παπαλέο
Τρέιλερ:
Ο Κέκο, ένας αγράμματος τύπος από το Μιλάνο, που ονειρευόταν πάντα να γίνει αστυνομικός, αποτυγχάνει για τρίτη φορά στις εξετάσεις. Καταφέρνει ωστόσο με μέσο να εξασφαλίσει μια θέση ως μυστικός πράκτορας στον Καθεδρικό Ναό της πόλης.
Η τεράστια εισπρακτική ιταλική επιτυχία του 2011, με το φαινόμενο Κέκο Ζαλόνε στον ρόλο ενός γκαφατζή κι αδέξιου φύλακα.
Το όνειρό του Κέκο είναι να γίνει αστυνομικός, όμως απορρίπτεται για τρίτη φορά από το σώμα, καθώς είναι εντελώς αγράμματος.
Με την μεσολάβηση ενός συγγενή του, αναλαμβάνει τη φύλαξη του περίφημου καθεδρικού Ναού του Μιλάνου. Ασφαλώς δεν αργεί να κάνει την μία γκάφα μετά την άλλη αφού είναι το πλέον ακατάλληλο άτομο για αυτή την θέση.
Η κατάσταση φτάνει στο αποκορύφωμα, όταν ο Κέκο γνωρίζει και ερωτεύεται την Φάρα, μία όμορφη γυναίκα, μέλος μιας ομάδας ισλαμιστών τρομοκρατών, που έχει σκοπό να ανατινάξει το μουσείο.
Ο Τζενάρο Νουνζιάντε κινείται γύρω από δύο άξονες σε αυτή την άνευρη κωμωδία, που δεν καταφέρνει να κάνει τη διαφορά: την αναξιοκρατία και την τρομοκρατία. Τη μεν πρώτη οι συντελεστές την γνωρίζουν καλύτερα και τη διαχειρίζονται, αν και χωρίς ιδιαίτερη πρωτοτυπία. Στο θέμα της τρομοκρατίας όμως η ταινία όχι μόνο αποκαλύπτει την άγνοια του δυτικού κόσμου για τον ισλαμικό πολιτισμό, αλλά των ίδιων των σεναριογράφων, που στηριζόμενοι σε στερεότυπα και προκαταλήψεις αντιμετωπίζουν με political incorrect και κατά καιρούς εντελώς αφελή τρόπο ένα σημαντικό ζήτημα.
Κατά τα άλλα, η σχηματική πλοκή, η μουσική υπόκρουση με ποπ επιρροές και φυσικά το απαραίτητο ρομάντζο που επιλύει τα πάντα, ακόμα και διεθνή ζητήματα, είναι η «συνταγή» μιας χλιαρής κωμωδίας, που το χιούμορ της δύσκολα θα μπορέσει να «πιάσει» ανθρώπους από άλλες χώρες, αν και ο Ζαλόνε με τη γνήσια κωμική του στόφα κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να περάσουμε καλά.
Ο Υπηρέτης, (The Servant)
Σκηνοθεσία: Τζόζεφ Λόουζι
Σενάριο Χάρολντ Πίντερ
Παίζουν: Ντέρκ Μπόγκαρντ, Σάρα Μάιλς και Τζέημς Φόξ
«Ο Υπηρέτης» βασίζεται σ’ ένα μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Μομ, το οποίο όμως διασκεύασε για την οθόνη, στην πρώτη από τις τρεις συνεργασίες που είχε με τον Λόουζι, ο μεγάλος δραματουργός Χάρολντ Πίντερ, με τον χαρακτηριστικό ελλειπτικό και γεμάτο έμμεσα νοήματα τρόπο του.
Ένας νέος, εργένης και ξεπεσμένος αριστοκράτης αγοράζει ένα σπίτι στο Λονδίνο και προσλαμβάνει έναν υπηρέτη για να το περιποιείται.
Ο υπηρέτης, αφού εδραιώνει τη θέση του στο σπίτι, σιγά σιγά θα αποκτήσει τον έλεγχο στη ζωή του εργοδότη του, θα τον υπονομεύσει και τελικά θα τον οδηγήσει στην καταστροφή.
Αντιστροφή των χαρακτήρων, εθιστικά παιχνίδια εξουσίας, κρυφές αμαρτίες και δράματα είναι μερικά από τα συστατικά μιας καλοδουλεμένης συνταγής, που το αποτέλεσμά της «χορταίνει» και τον πιο απαιτητικό θεατή, σε ένα σφιχτά δομημένο ψυχολογικό φιλμ, ένα καθηλωτικά γοητευτικό δράμα χαρακτήρων, που βασίζει τη δύναμή του στις έξοχες ερμηνείες κορυφαίων ηθοποιών, ιδιαιτέρως του Ντερκ Μπόγκαρτ που εδώ δίνει αβίαστα τον καλύτερο εαυτό του.
Όμως σίγουρα τα εύσημα κερδίζει με το σπαθί της, η λακωνική, αποστασιοποιημένη και προσγειωμένη σκηνοθετική γραμμή του Τζόζεφ Λόουζι, που καταλήγει να υπογράφει εδώ την καλύτερη ταινία της καριέρας του.
«Η Χάνα και οι αδερφές της», (Hanna and her sisters)
Σκηνοθεσία Σενάριο: Γούντι Άλεν
Παίζουν: Γούντι Άλεν, Μία Φάροου, Μάικλ Κέιν, Μπάρμπαρα Χέρσεϊ, Μαξ Φον Σίντοφ, Κάρι Φίσερ, Ντάιαν Γουίστ, Μορίν Ο’Σάλιβαν, Λόιντ Νόλαν
Η κορωνίδα της φιλμογραφίας του Γούντι Άλεν στη δεκαετία των ΄80s , που απέσπασε Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου, Β΄Ανδρικού Ρόλου, Β ‘Γυναικείου Ρόλου και άλλα 22 βραβεία και 27 υποψηφιότητες, επιστρέφει τριάντα χρόνια μετά και πάλι στη μεγάλη οθόνη.
Η Χάνα, η μεγαλύτερη κόρη μιας οικογένειας καλλιτεχνών είναι μια αφοσιωμένη σύζυγος και μητέρα και ταυτόχρονα μια πετυχημένη ηθοποιός.
Υποστηρίζοντας με θέρμη τις δύο μικρότερες αδελφές της, αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μιας οικογένειας, που μοιάζει να αντιπαθεί τη σταθερότητα.
Όταν όμως ο ήσυχος κόσμος της Χάνα σαμποτάρεται από την αδελφική αντιζηλία, ανακαλύπτει ότι είναι το ίδιο χαμένη όσο οποιοσδήποτε άλλος και πως για να βρει τον εαυτό της θα πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στην ανεξαρτησία της και σε μια οικογένεια που δεν μπορεί να αποχωριστεί.
Η ταινία με το απόλυτα `80s ύφος της, τη τζαζ μουσική και την πανέμορφα κινηματογραφημένη Νέα Υόρκη, περιγραφεί τις ενδοοικογενειακές σχέσεις και τα προβλήματα που δημιουργούνται σε μια σύγχρονη Βαβέλ, όπου επικρατεί η έλλειψη επικοινωνίας, αλλά και ερωτικής επαφής.
Ο Γούντι Άλεν σκηνοθετεί, γράφει το σενάριο, ενώ περνάει και μπροστά από την κάμερα, κρατώντας τον χιουμοριστικό ρόλο ενός ανθρώπου τρομοκρατημένου από το φόβο του θανάτου και τις θρησκευτικές αντιλήψεις, κάνοντας κάπως πιο ανάλαφρη την ψυχωσική αναζήτηση, υπογράφοντας τελικά ένα κινηματογραφικό αριστούργημα που ισορροπεί θαυμάσια ανάμεσα στο δράμα και στην κομεντί.
Για την ιστορία αξίζει να σημειωθεί ότι ο ρόλος της Χάνα βασίστηκε στην Μία Φάροου, πράγμα που έχει παραδεχτεί ο Γούντι Άλλεν λέγοντας ότι είναι «μια ρομαντική αντίληψη» της πρώην αγαπημένης του.