Με το «καλάθι του νοικοκυριού» ασχολείται σε εκτενές ρεπορτάζ του ο βρετανικός Guardian, σε ρεπορτάζ με τίτλο «Το καλάθι αγορών σταθερής τιμής: Η απάντηση της Ελλάδας στην κρίση κόστους ζωής».
«Ήταν εκεί για να το βλέπουν όλοι στα ράφια των σούπερ μάρκετ», λέει στον Guardian η Παναγιώτα Καλαποθαράκου, επικεφαλής της οργάνωσης για τα δικαιώματα των καταναλωτών ΕΚΠΟΙΖΩ. «Πριν από δεκαοκτώ μήνες υπήρχαν τόσα πολλά προϊόντα με τιμές που ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων δεν μπορούσε να αντέξει οικονομικά. Το κόστος ανέβαινε πολύ πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία».
Σύμφωνα με το βρετανικό μέσο, δεν αποτέλεσε έκπληξη για τις οργανώσεις καταναλωτών το γεγονός ότι όταν η συζήτηση στράφηκε στην ανάγκη λήψης μέτρων ανακούφισης για την αντιμετώπιση του αυξανόμενου πληθωρισμού, η κυβέρνηση επέλεξε να επικεντρωθεί στα βασικά αγαθά. Αυτό που προέκυψε, όπως λέει, ήταν η έννοια του «καλαθιού του νοικοκυριού»: τα σούπερ μάρκετ συμφώνησαν με την κυβέρνηση να πωλούν περίπου 51 βασικά είδη διατροφής – από αλεύρι μέχρι ψάρι – σε σταθερές τιμές.
Για το μέτρο, που τέθηκε σε ισχύ στις αρχές Νοεμβρίου και σύμφωνα με την κυβέρνηση έχει προγραμματιστεί να διαρκέσει μέχρι το τέλος του χειμώνα, μίλησε στον Guardian o γενικός γραμματέας του υπουργείου Εμπορίου Σωτήρης Αναγνωστόπουλος. «Περάσαμε εβδομάδες καθισμένοι γύρω από το τραπέζι δουλεύοντας πάνω σε αυτό με εκπροσώπους της αγοράς των σούπερ μάρκετ και την επιτροπή ανταγωνισμού. Στην πολιτική πρέπει να προβλέψεις τι θα ακολουθήσει. Η κρίση του κόστους ζωής είναι μια τεράστια πρόκληση, ίσως η μεγαλύτερη που έχουμε αντιμετωπίσει από την υιοθέτηση του ευρώ» υποστήριξε.
Ο Guardian σχολιάζει ότι η κυβέρνηση υποστηρίζει πως το μέτρο κατάφερε να σταθεροποιήσει ή και να μειώσει σε ορισμένες περιπτώσεις τις τιμές, την ώρα που ο ετήσιος πληθωρισμός βρίσκεται σήμερα στο 10% – από το υψηλό 12% τον Σεπτέμβριο. Επισημαίνει ωστόσο ότι οι Έλληνες έχουν νιώσει τις επιπτώσεις της εκτίναξης των τιμών ίσως περισσότερο από ό,τι άλλα κράτη της ΕΕ, αναγκασμένοι να επιβιώνουν με μερικούς από τους χαμηλότερους μισθούς στην ΕΕ – με λιγότερο από 1.200 ευρώ το μήνα, ο μέσος μηνιαίος μισθός είναι περίπου το ένα τέταρτο αυτού της Γερμανίας.
Όπως αναφέρει ο Guardian, η Ελλάδα ήταν από τα πρώτα κράτη μέλη της ΕΕ που επιδότησαν τους λογαριασμούς ενέργειας, δαπανώντας περίπου 13 δισ. ευρώ για να αμβλύνει τις επιπτώσεις της εκτίναξης του κόστους για τα νοικοκυριά και τις μικρές επιχειρήσεις. Η ενίσχυση, αναλογικά με το ΑΕΠ, είναι από τις μεγαλύτερες στο μπλοκ. Τα επιδόματα θέρμανσης για τους πιο ευάλωτους διευρύνθηκαν, ενώ το υπουργείο Οικονομικών δήλωσε ότι από το επόμενο έτος θα αυξηθούν και οι συντάξεις μαζί με τον κατώτατο μισθό. Ανακοινώθηκε επίσης μείωση κατά 5% των δημοτικών φόρων.
Το βρετανικό μέσο σημειώνει την ίδια ώρα ότι εάν η Ελλάδα δεν είχε υποστεί μια δεκαετία δημοσιονομικής ασφυξίας λόγω της παρατεταμένης κρίσης χρέους, οι αναλυτές συμφωνούν ότι ίσως να ήταν σε καλύτερη θέση να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που έρχονται.