Την εκτίμηση ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν δεν επιδιώκει καμία ουσιαστική εκεχειρία, αλλά αντιθέτως προωθεί μια στρατηγική παρατεταμένου πολέμου, διατυπώνει σε ανάλυσή του το Politico. Όπως σημειώνει το διεθνές μέσο, τόσο οι ενέργειες του Ρώσου προέδρου όσο και οι δηλώσεις στενών του συνεργατών ενισχύουν την εικόνα ενός Κρεμλίνου που στοχεύει όχι στην ειρηνευτική διευθέτηση αλλά στη φθορά του αντιπάλου
Κεντρικό πρόσωπο στη στρατηγική αυτή είναι ο Βλαντίμιρ Μεντίνσκι, πρώην υπουργός Πολιτισμού και διαπραγματευτής της Ρωσίας στις συνομιλίες με την Ουκρανία, γνωστός για τις φιλοσταλινικές του απόψεις και την αναθεωρητική του στάση απέναντι στην ιστορία. Σε πρόσφατη συνέντευξή του, ανέσυρε ως παράδειγμα τον Μεγάλο Βόρειο Πόλεμο του 18ου αιώνα, μια σύγκρουση 21 ετών μεταξύ Ρωσίας και Σουηδίας, για να δείξει ότι η Μόσχα είναι διατεθειμένη να πολεμήσει «για όσο χρειαστεί».
Ο Πούτιν, επισημαίνεται στο δημοσίευμα, ταυτίζεται με τον Πέτρο τον Μέγα – τόσο ιδεολογικά όσο και… διακοσμητικά, αφού στη συνεδριακή αίθουσα του υπουργικού συμβουλίου φιγουράρει ένα χάλκινο άγαλμα του ιστορικού Τσάρου.
Μια στρατηγική φθοράς μέσω διαπραγματεύσεων
Σύμφωνα με το Politico, το Κρεμλίνο δεν συμμετέχει σε ειρηνευτικές συνομιλίες με στόχο τον τερματισμό της σύγκρουσης, αλλά για να κερδίσει χρόνο, εξαντλώντας τη δυτική υπομονή και τα ουκρανικά αποθέματα. Ο τελικός σκοπός είναι η επιβολή όρων που θα εξουδετερώσουν την ανεξαρτησία της Ουκρανίας: αποτροπή ένταξης στο ΝΑΤΟ, διαρκής ουδετερότητα, περιορισμός εξοπλισμού και αναγνώριση ρωσικής κυριαρχίας στην Κριμαία και σε τέσσερις ανατολικές επαρχίες υπό ρωσική κατοχή.
Όπως τονίζει το Politico, οι «κόκκινες γραμμές» της Μόσχας παραμένουν αμετάβλητες από την αρχή της εισβολής και δεν δείχνουν καμία πρόθεση συμβιβασμού.
Η Δύση με ερωτηματικά, η Ουκρανία υπό πίεση
Την ίδια ώρα, η Δύση εμφανίζεται διχασμένη. Ο Ντόναλντ Τραμπ, που κάποτε διακήρυττε πως θα μπορούσε να τερματίσει τον πόλεμο «μέσα σε 24 ώρες», πλέον κρατά αποστάσεις. Μετά από δίωρη συνομιλία με τον Πούτιν χωρίς αποτέλεσμα, φέρεται να δήλωσε πως «αυτό ήταν ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα και έπρεπε να παραμείνει τέτοιο». Παρόμοια στάση υιοθέτησε και ο αντιπρόεδρός του, Τζέι Ντι Βανς, δηλώνοντας πως οι ΗΠΑ θα στηρίξουν τις προσπάθειες ειρήνης, αλλά αν δεν υπάρξει πρόοδος, «θα αποχωρήσουν».
Αντιθέτως, ο Γερμανός υπουργός Άμυνας Μπόρις Πιστόριους καυτηρίασε τη ρωσική στάση, λέγοντας πως «το Κρεμλίνο μπορεί να λέει πολλά, αλλά δεν κάνει τίποτα που να δείχνει ειλικρινή διάθεση για ειρήνη».
Στο Κίεβο, η κατάσταση είναι εξίσου περίπλοκη. Μια ειρηνευτική συμφωνία που θα αποδέχεται τις μαξιμαλιστικές απαιτήσεις του Πούτιν θα προκαλούσε εσωτερική πολιτική θύελλα. Ο πρόεδρος Ζελένσκι δεν θα μπορούσε να την υποστηρίξει χωρίς να διακινδυνεύσει τη στήριξη της Βουλής, του στρατού και της κοινής γνώμης. Μετά από χρόνια θυσιών, οι Ουκρανοί πολίτες δεν είναι πρόθυμοι να αποδεχτούν όρους που θα ισοδυναμούν με συνθηκολόγηση.
Η πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στην Ουκρανία, Μπρίτζετ Μπρινκ, έθιξε ανοιχτά το πρόβλημα, σημειώνοντας πως η αμερικανική πολιτική ασκεί πίεση όχι στον επιτιθέμενο –τη Ρωσία– αλλά στο θύμα: την Ουκρανία.
«Ο πόλεμος συνεχίζεται γιατί η Ρωσία δεν θέλει ειρήνη»
Το Politico καταλήγει πως η συνέχιση του πολέμου δεν οφείλεται στην έλλειψη διαλόγου, αλλά στο γεγονός ότι η μία πλευρά –η Ρωσία– δεν έχει την παραμικρή πρόθεση να διαπραγματευτεί ειλικρινά. Αντιθέτως, αξιοποιεί τις διαπραγματεύσεις ως εργαλείο στρατηγικής καθυστέρησης και πολιτικής φθοράς