Στην ανάγκη ενίσχυσης της αποταμίευσης των ελληνικών νοικοκυριών αναφέρθηκε μεταξύ άλλων ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας στην εκδήλωση της Eurobank και του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών με τίτλο «To παρόν και το μέλλον της αποταμίευσης στην Ελλάδα».
Ο κ. Στουρνάρας αναφέρθηκε στην ανάγκη ενίσχυσης του ανταγωνισμού στον τραπεζικό τομέα, με τη δημιουργία του πέμπτου τραπεζικού πυλώνα, η οποία θα οδηγήσει σε αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων προθεσμίας, ενθαρρύνοντας τις αποταμιεύσεις των νοικοκυριών.
Το λεγόμενο «κενό αποταμίευσης», με άλλα λόγια το έλλειμμα της αποταμίευσης σε σχέση με τις επενδύσεις, αποτυπώνει τις διαρθρωτικές αδυναμίες του ελληνικού παραγωγικού υποδείγματος και την υψηλή εξάρτηση της χώρας από εξωτερική χρηματοδότηση σημείωσε ο διοικητής της ΤτΕ.
Αναφερόμενος στα μέτρα πολιτικής για την ενίσχυση της αποταμίευσης στην Ελλάδα, ο κ. Στουρνάρας τόνισε ότι «για την κάλυψη του επενδυτικού κενού που έχει η χώρα, είναι αναγκαία η πληρέστερη κινητοποίηση των εγχώριων αποταμιευτικών πόρων» παράλληλα επεσήμανε ότι σημαντικό μέρος της χρηματοδότησης των επενδύσεων πρέπει να προέλθει από εγχώριες αποταμιεύσεις, διαφορετικά επιβαρύνεται το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και δεδομένου του σημαντικού μεριδίου της αποταμίευσης των νοικοκυριών στις εθνικές αποταμιεύσεις και της σημαντικής απόκλισης από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, θα πρέπει κυρίως να ληφθούν μέτρα ενίσχυσης της αποταμίευσης των νοικοκυριών και του ιδιωτικού τομέα εν γένει, όπως:
Καταπολέμηση φοροδιαφυγής
Ενίσχυση του ανταγωνισμού τραπεζικού στον τομέα – Αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων προθεσμίας
Ενίσχυση της αποταμίευσης μέσω της ανάπτυξης της αγοράς κεφαλαίων
Ενίσχυση του κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα του πρώτου πυλώνα του ασφαλιστικού συστήματος (κοινωνική ασφάλιση)
Ενίσχυση του τρίτου πυλώνα του ασφαλιστικού συστήματος (ιδιωτική ασφάλιση)
Δράσεις ενίσχυσης του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού
Βελτίωση της διάρθρωσης της οικονομίας μέσα από την προώθηση μεταρρυθμίσεων
Στην εκδήλωση παρουσιάστηκε μελέτη με θέμα “η Αποταμίευση στην Ελλάδα (ή γιατί δεν αποταμιεύουμε)” που εκπονήθηκε από τους καθηγητές του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και την οποία χρηματοδότησε η Eurobank.
Όπως εξήγησε ο κ. Στουρνάρας, καθ’ όλη τη διάρκεια της τελευταίας 25ετίας, το επίπεδο της αποταμίευσης ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα υπήρξε από τα χαμηλότερα στη ζώνη του ευρώ.
Όπως επισήμανε:
-Τα υψηλά ελλείμματα του δημόσιου τομέα στο παρελθόν επιβάρυναν σημαντικά τα ποσοστά εθνικής αποταμίευσης.
-Από την πλευρά του ιδιωτικού τομέα, το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών έχει υποχωρήσει σε αρνητικά επίπεδα από το 2011 και εμφανίζει το μεγαλύτερο και μάλιστα διευρυνόμενο χάσμα συγκριτικά με το μέσο όρο των χωρών της ευρωζώνης (χαμηλότερο κατά περίπου 10 ποσ.μον. του ΑΕΠ).
-Η αποταμίευση των επιχειρήσεων αν και έχει υποχωρήσει το 2023 (10,3% του ΑΕΠ) σε σχέση με το 2022 (12,6% του ΑΕΠ) παραμένει σε υψηλότερα επίπεδα συγκριτικά με το μέσο όρο της τριετίας 2017-2019 (8,3% του ΑΕΠ).
Ο διοικητής της ΤτΕ αναφέρθηκε στα αίτια του χαμηλού ποσοστού αποταμίευσης των νοικοκυριών στην Ελλάδα και τα αντιπαρέβαλε με τη θετική συμβολή του δημοσίου στην εθνική αποταμίευση, μέσω της σημαντικής μείωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων τα τελευταία χρόνια.
Την χαμηλή αποταμίευση των νοικοκυριών την απέδωσε κυρίως: Α) στο υψηλό ποσοστό της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής, που ευνοεί την κατανάλωση και όχι την αποταμίευση, Β) στο ασφαλιστικό σύστημα, που, με εξαίρεση την πρόσφατη προσπάθεια δημιουργίας ενός κεφαλαιοποιητικού πυλώνα, του ΤΕΚΑ, επί πολλά χρόνια παρέμενε αμιγώς διανεμητικό και με υψηλό ποσοστό αναπλήρωσης, γεγονός που αποθάρρυνε την ιδιωτική αποταμίευση, Γ) στα χαμηλά επιτόκια καταθέσεων προθεσμίας σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, που και αυτά αποθαρρύνουν την ιδιωτική αποταμίευση και Δ) στην έλλειψη κουλτούρας ή και κινήτρων ιδιωτικής ασφάλισης των περιουσιακών στοιχείων των ιδιωτών έναντι φυσικών καταστροφών, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να παρουσιάζει το υψηλότερο αντίστοιχο ασφαλιστικό κενό στην ευρωζώνη.
Χαρακτηριστικά της αποταμίευσης των νοικοκυριών
Όπως ανέφερε ο διοικητής της ΤτΕ, το πρόβλημα του εγχώριου αποταμιευτικού κενού εντοπίζεται κυρίως στο χαμηλό ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών.
Η αποταμίευση των νοικοκυριών σημείωσε κατακόρυφη πτώση κατά τη διάρκεια της κρίσης, από 9,0% του διαθέσιμου εισοδήματος το 2009, σε αρνητική αποταμίευση -4% του διαθέσιμου εισοδήματος το 2022. Αντίθετα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) η αποταμίευση των νοικοκυριών έχει σταθεροποιηθεί σε περίπου 13% του διαθέσιμου εισοδήματος από το 2011 και έπειτα.
Τα ελληνικά νοικοκυριά παραδοσιακά επένδυαν μεγάλο μέρος των αποταμιεύσεών τους στην αγορά ακινήτων και πολύ μικρό μέρος σε προϊόντα της κεφαλαιαγοράς σε σχέση με την ΕΕ.
Ο μικρός όγκος ενεργητικού των θεσμικών επενδυτών στη χώρα σχετίζεται και με τις στρεβλώσεις του ασφαλιστικού συστήματος. Για παράδειγμα, πριν από τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής, το ύψος των συντάξεων ήταν τόσο υψηλό ώστε να εγγυώνται ποσοστά αναπλήρωσης υψηλότερα του 100% σε μελλοντικούς συνταξιούχους. Σε συνδυασμό με τα υψηλά ποσοστά εισφορών για κύρια και επικουρική σύνταξη, περιορίζονταν έτσι σημαντικά τα κίνητρα για αποταμίευση και ειδικά για επενδύσεις σε κινητές αξίες. Παρότι τα ποσοστά αναπλήρωσης από το διανεμητικό πυλώνα έχουν υποχωρήσει, η Ελλάδα παραμένει ουραγός όσον αφορά το μέγεθος του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα του ασφαλιστικού συστήματος, αν και η πρόσφατη δημιουργία του Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ) δημιουργεί προϋποθέσεις για βελτίωση.
Από την άλλη πλευρά, η εκτεταμένη φοροδιαφυγή και το υψηλό επίπεδο της παραοικονομίας στη χώρα (όπως π.χ. αποτυπώνεται από τα υψηλά ποσοστά αυτοαπασχόλησης στην οικονομία, καθώς και το μεγάλο κενό ΦΠΑ) μειώνουν το πραγματικό επίπεδο αποταμίευσης, καθώς και το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα. Μελέτες της Τράπεζας της Ελλάδος δείχνουν ότι η παραοικονομία διογκώθηκε σημαντικά κατά την περίοδο της κρίσης, από 15% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο το 2000-09 σε 26% του ΑΕΠ το 2015. Κατά την ίδια περίοδο παρατηρείται σημαντική μείωση του ποσοστού αποταμίευσης.
Η μείωση των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών αποτυπώνεται και στη σημαντική μείωση των χρηματοοικονομικών επενδύσεων των νοικοκυριών. Συγκεκριμένα, οι χρηματοοικονομικές επενδύσεις των νοικοκυριών (σε καταθέσεις, μετρητά, μετοχές, ομόλογα και άλλα επενδυτικά προϊόντα) μειώθηκαν από 22 δισεκ. ευρώ ετησίως κατά μέσο όρο την περίοδο 2007-09 σε αποεπένδυση ύψους 6,3 δισεκ. ευρώ ετησίως κατά μέσο όρο την περίοδο 2012-19, ενώ, λόγω της οικονομικής και πολιτικής αβεβαιότητας, με τη μείωση των χρηματοοικονομικών επενδύσεων τα νοικοκυριά έστρεψαν τις αποταμιεύσεις τους στο εξωτερικό.
Φ. Καραβίας: Θετική η συγκυρία για την εισροή ξένων κεφαλαίων
Κηρύσσοντας την έναρξη της εκδήλωσης, ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank, Φωκίων Καραβίας, ανέφερε: “Έχω επανειλημμένα υποστηρίξει ότι απόλυτη προτεραιότητα για την οικονομία μας στην παρούσα φάση είναι οι επενδύσεις. Προϋπόθεση, όμως, για να διατηρηθεί μια επενδυτική δυναμική είναι να αξιοποιηθούν όλες οι πηγές χρηματοδότησής της. Η συγκυρία είναι θετική για την εισροή ξένων κεφαλαίων στη χώρα. Ταυτόχρονα, όμως, χρειάζεται να αυξηθεί το επίπεδο της αποταμίευσης, ώστε οι επενδύσεις να χρηματοδοτούνται και από εγχώριους πόρους, που προσφέρουν αφενός ανθεκτικότητα απέναντι σε πιθανές εξωγενείς διαταραχές και αφετέρου επανεπένδυση των αποδόσεων στην Ελλάδα και διατήρηση ενός ενάρετου επενδυτικού κύκλου. Από αυτή την οπτική, η ενίσχυση της κουλτούρας αποταμίευσης, στην οποία η Eurobank συμβάλλει και ως διάδοχος του ιστορικού Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, είναι κρίσιμη για την μακροπρόθεσμη μετάβαση της χώρας σε ένα υγιές, ανθεκτικό και βιώσιμο παραγωγικό πρότυπο.”
Στον χαιρετισμό του ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, μεταξύ άλλων δήλωσε: “Το φαινόμενο της χαμηλής αποταμίευσης στην Ελλάδα δεν είναι σημερινό. Ακόμα και πριν την οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας αποταμιεύαμε λιγότερο από τις άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες – αλλά και σε σχέση με χώρες που έχουν χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο. Χρειάζεται λοιπόν μια συνολική στρατηγική ενίσχυσης της αποταμίευσης των νοικοκυριών: Με διασφάλιση ενός εύρωστου και ανταγωνιστικού τραπεζικού συστήματος και αποτελεσματική λειτουργία της κεφαλαιαγοράς. Με ανάπτυξη κεφαλοποιητικών συνταξιοδοτικών συστημάτων υψηλών αποδόσεων. Με παροχή φορολογικών και άλλων κινήτρων προς τους αποταμιευτές – υπενθυμίζω την κατάργηση του φόρου στα έντοκα γραμμάτια. Με ενδυνάμωση της οικονομικής εκπαίδευσης των πολιτών. Ενώ βέβαια και το κράτος οφείλει να δίνει το καλό παράδειγμα δαπανώντας αυτά που έχει και όχι αυτά που δεν έχει”.
Στο προλογικό του σημείωμα στη μελέτη, ο πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Eurobank, Γιώργος Π. Ζανιάς, επισημαίνει: “Τιμώντας σταθερά την παράδοση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, διαχρονικού συμβόλου της εθνικής αποταμίευσης, η Eurobank υπογραμμίζει την ανάγκη για έναν ουσιαστικό δημόσιο διάλογο με στόχο την αύξηση της αποταμίευσης, η οποία συνδέεται στενά με την μακροχρόνια ανάπτυξη μιας οικονομίας. Όπως διαπιστώνεται και στην αξιόλογη μελέτη, των τριών επιφανών καθηγητών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, η χώρα μας σήμερα σε όρους εθνικής αποταμίευσης βρίσκεται στην τελευταία θέση, όχι μόνο της Ευρωζώνης, αλλά και όλων των αναπτυγμένων χωρών και όλοι καλούμαστε να συμβάλλουμε για την αναστροφή των δυσμενών αυτών δεδομένων. Η Eurobank, πρωτοστατώντας στην προώθηση εθνικών στόχων, όπως άλλωστε εδώ και τρία χρόνια πράττει και στο κρίσιμο πεδίο του δημογραφικού, ξεκινά την προσπάθεια ανάπτυξης του δημοσίου διαλόγου και για την ενίσχυση της εθνικής αποταμίευσης ενώ θα προσπαθήσει και μέσω άλλων και τραπεζικών πρωτοβουλιών να συνδράμει στην επίτευξη αυτού του στόχου.”.
Οι λόγοι για τους οποίους η Ελλάδα παρουσιάζει τη χαμηλότερη εθνική αποταμίευση ως ποσοστό του ΑΕΠ από όλες τις χώρες της Ευρωζώνης, καθώς και από όλες τις ανεπτυγμένες χώρες και συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής, εξετάστηκαν σε συζήτηση που είχαν οι τρεις συγγραφείς της έρευνας, Καθηγητές στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, κ. Σαράντης Καλυβίτης, κα Μαργαρίτα Κατσίμη και κ. Θωμάς Μούτος, με συντονιστή τον Επικεφαλής Οικονομολόγο του Ομίλου Eurobank, κ. Τάσο Αναστασάτο.
Στα αίτια περιλαμβάνονται δομικά χαρακτηριστικά της οικονομίας, όπως το υψηλό ποσοστό αυτοαπασχόλησης και ιδιοκατοίκησης, οι υψηλές δαπάνες στέγασης και, προ κρίσεως, το υψηλό ποσοστό αναπλήρωσης συντάξεων που αποθάρρυνε την προληπτική αποταμίευση. Στις προτάσεις πολιτικής που διατυπώνονται στην έρευνα συγκαταλέγονται δημοσιονομικά ουδέτερες φορολογικές παρεμβάσεις, καθώς και μια σειρά προτάσεων για τη βελτίωση του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού μέσω της παροχής πληροφόρησης και εκπαίδευσης και συμπεριφορικές προσεγγίσεις για την ενθάρρυνση της συμμετοχής σε πρόσθετα συνταξιοδοτικά προγράμματα.