Σε υψηλά επίπεδα διατηρούνται οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο σημερινό περιβάλλον, αν και για τις ελληνικές τράπεζες τα ρίσκα έχουν περιοριστεί και οι προοπτικές τους διαγράφονται θετικές.
Τούτο επισημαίνει μεταξύ άλλων στην Έκθεση για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα που δόθηκε την Τετάρτη στη δημοσιότητα, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας.
Όπως εξηγεί, η κλιμάκωση των γεωπολιτικών κινδύνων, η επιμονή των πληθωριστικών πιέσεων, η επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και ο κίνδυνος απότομης ανατιμολόγησης των περιουσιακών στοιχείων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων, διατηρούν τους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε υψηλό επίπεδο.
Ωστόσο, τονίζει ότι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για το αξιόχρεο της χώρας αμβλύνει τους κινδύνους, ενώ οι προοπτικές για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα διαγράφονται θετικές.
Ειδικότερα, ο κεντρικός τραπεζίτης υπογραμμίζει ότι η κερδοφορία των τραπεζών βελτιώνεται, ενώ συνεχίζεται η υλοποίηση της στρατηγικής για την οριστική απαλλαγή τους από το υφιστάμενο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Επιπλέον, αναφέρει πως η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών κρίνεται ικανοποιητική, αν και όπως επισημαίνει οφείλουν να ενισχύσουν περαιτέρω τα σχετικά αποθέματα.
Βελτιωμένες είναι και οι συνθήκες ρευστότητας και χρηματοδότησης του ελληνικού τραπεζικού τομέα, χάρη στην αύξηση των καταθέσεων και παρά την αποπληρωμή μέρους της χρηματοδότησής τους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Σε καλύτερη θέση
Αναλυτικότερα, η παρούσα Έκθεση επικεντρώνεται στις εξελίξεις που έλαβαν χώρα στον τραπεζικό τομέα κατά το α΄ εξάμηνο του 2023.
Όπως αναφέρεται σε αυτήν, ο κλάδος βρίσκεται σε πολύ καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν για να αντιμετωπίσει πιθανές αναταράξεις.
Ωστόσο, η διατήρηση του πληθωρισμού σε υψηλό ακόμη επίπεδο, σε συνδυασμό με τα αυξημένα βασικά επιτόκια και την επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, δοκιμάζει την ανθεκτικότητα των νοικοκυριών και επιχειρήσεων και ενδέχεται να συμβάλει στη δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ).
Ταυτόχρονα, τα υψηλά επιτόκια και η μεταβλητότητα στις αγορές εγκυμονούν κινδύνους για τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις εκτός τραπεζικού τομέα (non-bank financial institutions) που δύναται να επηρεάσουν τις τράπεζες δευτερογενώς.
Το ποσοστό ΜΕΔ των τραπεζών στο σύνολο των δανείων μειώθηκε οριακά (Ιούνιος 2023: 8,6%, Δεκέμβριος 2022: 8,7%).
Επισημαίνεται ότι και οι τέσσερις σημαντικές τράπεζες έχουν πλέον πετύχει τον επιχειρησιακό στόχο τους για μονοψήφιο ποσοστό ΜΕΔ, με μία εξ αυτών να είναι κάτω από το 5%.
Ωστόσο, θα πρέπει να συνεχιστούν οι ενέργειες που στοχεύουν στην εξυγίανση του εναπομείναντος αποθέματος ΜΕΔ και στην επίτευξη σύγκλισης με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (Ιούνιος 2023: 1,8%).
Η κερδοφορία
Η οργανική κερδοφορία των τραπεζών διαμορφώθηκε σε υψηλό επίπεδο.
Βραχυπρόθεσμα, η επίδραση από τις αυξήσεις των βασικών επιτοκίων στο καθαρό επιτοκιακό αποτέλεσμα των τραπεζών είναι θετική, καθώς η πλειονότητα των δανείων τους έχει συναφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο.
Εντούτοις, μεσοπρόθεσμα η επίδραση αυτή ενδέχεται να μετριαστεί από την αύξηση του κόστους χρηματοδότησης των τραπεζών, λόγω αφενός της σταδιακής αύξησης των επιτοκίων καταθέσεων και αφετέρου του αυξημένου κόστους έκδοσης ομολόγων για την άντληση ρευστότητας και την κάλυψη εποπτικών απαιτσεων.
Ταυτόχρονα, σε συνθήκες επιβράδυνσης του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, η προσπάθεια των τραπεζών για υγιή πιστωτική επέκταση και διατήρηση της υφιστάμενης κερδοφορίας καθίσταται δυσχερέστερη.
Κεφαλαιακή επάρκεια
Η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζικών ομίλων υποχώρησε ελαφρά και η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τους παραμένει χαμηλή.
Ωστόσο, η αυξημένη κερδοφορία διαμορφώνει ευνοϊκές συνθήκες για την εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου.
Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση μειώθηκε σε 14,2% τον Ιούνιο του 2023, από 14,5% το Δεκέμβριο του 2022, κυρίως λόγω της αρνητικής επίδρασης από την εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9) και της αύξησης του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ενεργητικού.
Αντίστοιχα, ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio – TCR) υποχώρησε σε 17,3% από 17,5%.
Όχι σε εφησυχασμό
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η υψηλή αβεβαιότητα και οι κίνδυνοι που επικρατούν στο διεθνές χρηματοπιστωτικό περιβάλλον δεν αφήνουν περιθώρια εφησυχασμού.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, η αναβάθμιση του αξιόχρεου του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική βαθμίδα, σε συνδυασμό με τις χαμηλές χρηματοδοτικές του ανάγκες για την επόμενη διετία, αλλά και η ισχυροποίηση των μεγεθών του τραπεζικού τομέα, αμβλύνουν σε μεγάλο βαθμό τους κινδύνους.
Ωστόσο, τυχόν απότομη χειροτέρευση των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών μπορεί να προκαλέσει αναταράξεις με δυσμενείς επιδράσεις τόσο στη χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών όσο και στον ελληνικό τραπεζικό τομέα.
Συνεπώς, αναδεικνύεται η σημασία συνέχισης της πορείας εξυγίανσης και περαιτέρω ενδυνάμωσης των βασικών μεγεθών του χρηματοπιστωτικού συστήματος, σε συνδυασμό με την εφαρμογή κατάλληλων μέτρων μικρο- και μακροπροληπτικής εποπτείας για την ενίσχυση και διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Ανάπτυξη 2,4% το 2023
Όσον αφορά στις προβλέψεις για την πορεία του ΑΕΠ, η έκθεση επισημαίνει τα εξής: «Το α΄ εξάμηνο του 2023 η ελληνική οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται, ενώ ο πληθωρισμός επιβραδύνθηκε. Ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) διατήρησε μέρος της δυναμικής που είχε επιδείξει κατά το 2022 και διαμορφώθηκε σε 2,4% το α΄ εξάμηνο του 2023, κυρίως λόγω της σημαντικής ενίσχυσης της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων.
Συνολικά, για το 2023, ο ρυθμός ανάπτυξης σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 2,4%, παραμένοντας υψηλότερος από το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ, αλλά σαφώς χαμηλότερος έναντι του 2022.
Η συνέχιση της αναπτυξιακής πορείας της οικονομίας συνέβαλε επίσης στην περαιτέρω μείωση της ανεργίας.
Ο πληθωρισμός σημείωσε αξιόλογη επιβράδυνση και διαμορφώθηκε το Σεπτέμβριο του 2023 σε 2,4% σε ετήσια βάση, από 9,3% το Δεκέμβριο του 2022.
Οι τάσεις αποκλιμάκωσης που παρατηρήθηκαν ήδη από το Σεπτέμβριο του προηγούμενου έτους ενισχύθηκαν, κυρίως λόγω της σταδιακής υποχώρησης των τιμών της ενέργειας και της επίδρασης των μέτρων νομισματικής πολιτικής.
Ωστόσο, ανοδικές πιέσεις στις τιμές, κυρίως των τροφίμων, των υπηρεσιών και των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών, διατηρούν τον πληθωρισμό σε υψηλό α-κόμη επίπεδο3 και επηρεάζουν συνολικά το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων και το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών